ΠΕΡΣΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, μετά τις εθνικές εκλογές, στο Μέγαρο Μαξίμου συζητούσαν μερικές αλλαγές που αφορούσαν στην εκλογή των ευρωβουλευτών. Η μια από αυτές ήταν η κατάργηση του σταυρού προτίμησης και η επιστροφή στη λίστα, η οποία καταρτίζεται από τον πρόεδρο του κόμματος, όπως ίσχυε μέχρι το 2014 που το άλλαξε ο Αντώνης Σαμαράς. Αυτό το έκανε τότε για να αποφύγει τις πιέσεις που δεχόταν από πολιτικά στελέχη να τα συμπεριλάβει στις εκλόγιμες θέσεις.
Η ΝΔ όδευε προς την ήττα και η Ευρωβουλή ήταν μια ιδανική κιβωτός διάσωσης για τα επόμενα 5 χρόνια, με μεγάλους μισθούς και προνόμια. Αυτό έκανε εξαιρετικά περιζήτητη μια (εκλόγιμη) θέση στη λίστα και ο Αντώνης Σαμαράς, για να αποφύγει την τρομερή πίεση που δεχόταν, άλλαξε το σύστημα και το έκανε με σταυρό.
Αυτή η αλλαγή, όμως, είχε ως συνέπεια να πάνε στην Ευρωβουλή πρόσωπα που δεν είχαν ιδέα από πολιτική και από τα μεγάλα ζητήματα, αλλά ψηφίστηκαν επειδή ήταν γνωστοί για άλλους λόγους, όπως ο ποδοσφαιριστής Θοδωρής Ζαγοράκης από το ψηφοδέλτιο της ΝΔ ή ο ηθοποιός Αλέξης Γεωργούλης από το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εκφράσει τη βούλησή του να το αλλάξει αυτό και να επιστρέψει στη λίστα, με την οποία το κόμμα επιλέγει για το ψηφοδέλτιό του αυτούς που κρίνει ως καταλληλότερους.
Τα κόμματα ποντάρουν στο ότι κάποιοι «λαμπεροί» υποψήφιοι θα πείσουν να τους σταυρώσουν ψηφοφόροι που διαφορετικά μπορεί και να μην επέλεγαν να ρίξουν το ψηφοδέλτιο του κόμματος στην κάλπη.
Γιατί ακυρώθηκε το σχέδιο επιστροφής στη λίστα
Παρά την ειλημμένη σχεδόν απόφαση, στην πορεία έγιναν δεύτερες σκέψεις, ειδικά μετά τη δημοσκοπική υποχώρηση της ΝΔ, και προτίμησαν να αφήσουν το σύστημα με σταυρό ως έχει. Η λογική ήταν «βάζουμε υποψήφιους για κάθε τομέα που θεωρούμε ότι υπάρχει τρύπα». Το δίλημμα «ψηφοδέλτιο με λίστα ή με σταυρό» τα κόμματα το βλέπουν ως εξής: όταν υπάρχει λίστα, οι ψηφοφόροι επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν το κόμμα. Με τον σταυρό, όμως, ποντάρουν στο ότι κάποιοι «λαμπεροί» υποψήφιοι θα πείσουν να τους σταυρώσουν ψηφοφόρους που διαφορετικά μπορεί και να μην επέλεγαν να ρίξουν το ψηφοδέλτιο του κόμματος στην κάλπη. Αυτό το σκεπτικό επικράτησε στο Μέγαρο Μαξίμου και κάπως έτσι σκέφτονται και στα υπόλοιπα κόμματα.
Ο γάμος και ο Μπελέρης
Στη Νέα Δημοκρατία διαπίστωσαν ότι μετά την ψήφιση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών έχαναν πολλούς συντηρητικούς ψηφοφόρους, οπότε έπρεπε να βρουν έναν υποψήφιο που θα συγκινούσε αυτό το κοινό, ώστε να παραμείνει. Η υπόθεση Μπελέρη, καλώς ή κακώς, είχε αποκτήσει έναν συμβολισμό, λόγω της άρνησης του Ράμα να αποδεχθεί τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών στη Χειμάρρα και της ακραίας δίωξης του Μπελέρη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρχικά δεν ήταν καθόλου ένθερμος υποστηρικτής της υποψηφιότητάς του στην Ευρωβουλή, δέχθηκε όμως να τη συζητήσει μετά από σχετικές εισηγήσεις που έλαβε, απέναντι στις οποίες υπήρχαν και ισχυρότατες αντιρρήσεις, ειδικά από το υπουργείο Εξωτερικών.
Η υποψηφιότητα Μπελέρη είχε από την αρχή μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Το βασικό πλεονέκτημα ήταν η δημοφιλία του στους ψηφοφόρους που χάνει τελευταία η Νέα Δημοκρατία. Στα μειονεκτήματα ήταν ότι, αν εκλεγεί, ουσιαστικά θα γίνει αυτό που ήθελε ο Ράμα, να μην ορκιστεί δηλαδή δήμαρχος της Χειμάρρας, παρότι τον εξέλεξαν οι συμπολίτες του.
Σίγουρα ο Ράμα προτιμούσε να πάει σπίτι του ο Μπελέρης και όχι στην Ευρωβουλή, αλλά και πάλι δεν έχει να χάσει τίποτα από μια πιθανή εκλογή του, που του λύνει τα χέρια με τη Χειμάρρα, την οποία θέλει να ελέγχει, λόγω των σχεδίων για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Οπότε αντικειμενικά βολεύει τον Ράμα αυτή η διέξοδος από το πρόβλημα που του δημιούργησε η εκλογή του Μπελέρη.
Υπάρχουν και αυτοί που φοβούνται ότι η επιλογή του από τη ΝΔ μπορεί να δυσαρεστήσει τον Αλβανό Πρόεδρο, λόγω της προσωπικής βεντέτας που έχει αποκτήσει μαζί του και αυτό να επιδεινώσει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Οι σχέσεις των δύο χωρών, ωστόσο, είναι ήδη σε ένα πολύ κακό σημείο, παρά τη στήριξη της Ελλάδας – αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι όταν ο Εμανουέλ Μακρόν υποστήριζε ότι η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία δεν είναι έτοιμες να ενταχθούν στην Ε.Ε., ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρηματολογούσε εναντίον του για να τις υποστηρίξει.
Το παρελθόν του Μπελέρη
Το άλλο μειονέκτημα της υποψηφιότητας Μπελέρη που έκανε επιφυλακτικό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι το παρελθόν του. Ο Φρέντι Μπελέρης, που είναι γεννημένος το 1973, είχε συλληφθεί μαζί με άλλους Βορειοηπειρώτες για κατοχή όπλων το 1995 από τις ελληνικές αρχές, στις οποίες υπήρχε η ανησυχία ότι μπορεί να ετοιμαζόταν κάποια επίθεση σαν της οργάνωσης ΜΑΒΗ που είχε γίνει την προηγούμενη χρονιά. Οι ίδιοι ισχυρίστηκαν ότι τα όπλα τα ήθελαν για να αμυνθούν σε περίπτωση διωγμού της μειονότητας, η οποία δεχόταν απειλές.
Ο Μπελέρης τότε κατηγορήθηκε για πλημμελήματα και στη δίκη τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για οπλοκατοχή, αλλά στη συνέχεια απαλλάχθηκε με βούλευμα. Λέγεται ότι ο Μπελέρης σε νεαρή ηλικία υποστήριζε τους αυτονομιστές και είχε ακροδεξιές απόψεις, αλλά στην πορεία άλλαξε και υιοθέτησε πιο μετριοπαθείς θέσεις. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι στα ταραγμένα για τα Βαλκάνια χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ‘90, όπου πολλά ως τότε δεδομένα άλλαζαν, η υφυπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Βιργινία Τσουδερού, ενθάρρυνε κάποιες οργανώσεις μειονοτικών να είναι σε ετοιμότητα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ελλάδα ποτέ δεν υποστήριξε αυτονομιστικές κινήσεις και κράτησε σταθερή στάση όταν ξεκίνησε η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με τις γνωστές συνέπειες. Γι' αυτό και ήταν οι ελληνικές αρχές αυτές (επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου) που συνέλαβαν τότε τον Μπελέρη και την ομάδα του όταν τους βρήκαν με όπλα, προκειμένου να στείλουν ένα αυστηρό σήμα σε όσους είχαν οτιδήποτε στον νου τους.
Σήμερα στη Νέα Δημοκρατία απαντάνε ότι αφενός ο Μπελέρης έχει αλλάξει και δεν είναι ο εικοσάχρονος που υποστήριζε αυτονομιστικές θέσεις πριν από 30 χρόνια, σε μια άλλη γεωπολιτική συγκυρία, αφετέρου δεν πρόκειται για μια κομματική επιλογή, αλλά για μια επιλογή που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά: «Ο Μπελέρης εκπροσωπεί την ελληνική μειονότητα της Χειμάρρας που έχει υποστεί μεγάλη καταπίεση και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της. Ο ίδιος υπέστη μια άδικη δίωξη και καταδικάστηκε χωρίς στοιχεία σε μια δίκη-παρωδία. Αυτός είναι ο συμβολισμός και η υποψηφιότητά του είναι ενωτική», υποστηρίζουν.
Τελικά η υποψηφιότητα Μπελέρη θα πρωταγωνιστήσει στις ευρωεκλογές και ενδεχομένως να καλύψει άλλα πολύ σοβαρά θέματα της Ευρώπης, που θα έπρεπε να συζητηθούν. Αυτό, με στενά κομματικά κριτήρια, μάλλον συμφέρει τη Νέα Δημοκρατία, αφού στο πεδίο «εθνικά θέματα» υπερτερεί έναντι των πολιτικών της αντιπάλων, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, παρά τις απώλειες που έχει από δεξιά – αλλά αυτή είναι η τρύπα που ελπίζει να κλείσει με την υποψηφιότητα του Μπελέρη. Οπότε οι επιθέσεις που θα της κάνουν τα άλλα κόμματα για τον Μπελέρη θα τη βοηθάνε να συσπειρώνει το δεξιό κοινό της.
Όλες οι υποψηφιότητες όμως της ΝΔ, που ανακοινώθηκαν εχθές, είχαν αυτήν τη λογική: να κλείσουν τρύπες. Είδαν, π.χ., ότι ο Κασσελάκης ψαρεύει στο απολίτικο κοινό των μεσημεριανών εκπομπών με άσχετα πρόσωπα όπως ο Δημήτρης Παπανώτας και έβαλαν και αυτοί ένα πρόσωπο που μπορεί να κάνει το ίδιο. Αυτό εξυπηρετεί, π.χ., η υποψηφιότητα της Ελεονώρας Μελέτη. Ο Γιώργος Αυτιάς επελέγη για το συντηρητικό κοινό και τους συνταξιούχους, η Εύη Χριστοφιλοπούλου για τους πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, άλλοι για πιο ειδικά κοινά κ.ο.κ.
Ίδια λογική σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ
Παρόμοια είναι και η λογική στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου δεν έχει κλείσει ακόμα το ψηφοδέλτιο, όπως και στο ΠΑΣΟΚ. Πρόσωπα που δεν γνωρίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά έχουν γίνει γνωστά από τη συμμετοχή τους σε εκπομπές κουτσομπολιού, αθλητές και περσόνες των σόσιαλ μίντια βρήκαν μια θέση στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΠΑΣΟΚ πήρε τον Θοδωρή Ζαγοράκη, τον πρώην ποδοσφαιριστή και ευρωβουλευτή της ΝΔ, που συναγωνίζεται για τη θέση του χειρότερου ευρωβουλευτή με δυο-τρεις ακόμα.
Η ελληνική παρουσία στην απερχόμενη Ευρωβουλή κατά γενική ομολογία αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων και σε αυτό συνέβαλε ότι ψηφίστηκαν οι πιο γνωστοί και όχι οι πιο ικανοί. Ο κίνδυνος να επαναληφθεί το ίδιο είναι προφανής, εξαιτίας των προσώπων που βάζουν τα κόμματα στα ψηφοδέλτιά τους.