— Από τη δεκαετία του '90 και εξής φάνηκε πως οι πολώσεις που συχνά δίχασαν τη χώρα κατά τη διάρκεια του 20ού αι. (εθνικός διχασμός, δικτατορίες του Μεσοπολέμου, Εμφύλιος, πολώσεις του '50 και του '60 έως και τη δικτατορία, ΝΔ-ΠαΣοκ της εποχής των γαλάζιων και πράσινων καφενείων) ανήκαν πια στο παρελθόν. Νέες οξείες αντιπαραθέσεις εκδηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια, που κορυφώνονται αυτές τις μέρες με το ζήτημα του δημοψηφίσματος. Είναι η εν εξελίξει κρίση που προκαλεί «επανάκαμψη» διχαστικών συμπεριφορών;
Πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγουμε τη συναισθηματική διολίσθηση σε άτοπα ιστορικά στερεότυπα. Στη συγκυρία που διανύουμε εκείνοι που τα επικαλούνται δεν φοβούνται έναν «νέο διχασμό», όπως διατείνονται, αλλά το ακριβώς αντίθετο – τον επιδιώκουν. Στόχος τους δεν είναι παρά να αξιοποιήσουν τους κατά κανόνα αρνητικούς συνειρμούς της φράσης αυτής, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τον κόσμο που αντιστέκεται σε ένα καθεστώς παρατεταμένης φτώχειας, αυταρχισμού, συρρίκνωσης πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι ακριβώς για να πετύχουν αποδοχή αυτής της κατάστασης που οι κύκλοι αυτοί (συστημικά ΜΜΕ, τα μνημονιακά πολιτικά κόμματα αλλά και αρκετοί συστημικοί «διανοούμενοι») κραδαίνουν, το φτηνό μοτίβο του «εθνικού διχασμού». Το πραγματικό μήνυμα που θέλουν να εκπέμψουν είναι: μη διανοηθείτε να αντιδράσετε στη λιτότητα, μη διανοηθείτε να κινηθείτε προς μιαν άλλη κατεύθυνση, διότι θα σας συντρίψουμε. Σύγκρουση εκ των πραγμάτων υπάρχει και είναι τιτάνια. Δεν μιλάμε όμως για «εθνικό διχασμό» αλλά για την προσπάθεια να ηττηθεί ένα σκεπτικό υποτέλειας και εφησυχασμού που απειλεί όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Την κρίση που αναφέρετε στο ερώτημά σας τη δημιούργησαν οι κυρίαρχοι και, ως συνήθως, εδώ και καιρό τη φορτώνουν στις πλάτες των απλών ανθρώπων.
— Είναι γνωστό ότι το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα κάλυψε τις ευθύνες όσων συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής ή εκμεταλλεύτηκαν για ίδιον όφελος τη δεινή κατάσταση στην οποία βρέθηκε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Εξού και η αποστροφή «ο Εμφύλιος δεν τελείωσε το 1949». Πιστεύετε ότι διατηρούνται ακόμη ζωντανές μνήμες του διχασμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία ή έχουμε μεταβεί σε νέα πεδία αντιπαραθέσεων και είναι διαφορετικές οι ποιότητες των νέων πολώσεων;
Η ιστορική μνήμη αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για κάθε κοινωνία. Εκτός του ότι μας δίνει μια αίσθηση προοπτικής, η «μακρά διάρκεια» στη θέαση των εξελίξεων αποτελεί βασική προϋπόθεση της κοινωνικής αυτογνωσίας. Για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, δεν πιστεύω ότι σήμερα βιώνουμε μια απλή επανάληψη, μια μηχανιστική αναπαραγωγή παρελθουσών αντιπαραθέσεων. Στην Ιστορία, άλλωστε, δεν συμβαίνει ποτέ έτσι. Όμως ο βασικός ποιοτικός διαχωρισμός ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους παραμένει. Περίοδοι κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, φέρνουν στην επιφάνεια την απόλυτη αντιδραστικότητα των κυρίαρχων – την αδυναμία τους, δηλαδή, να νομιμοποιήσουν το καθεστώς επί του οποίου ηγεμονεύουν. Οι 1,5 εκατ. άνεργοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες που ζουν –και που, αν δεν επέλθει ριζική αλλαγή πορείας, θα εξακολουθήσουν να ζουν– κάτω από το όριο της φτώχειας, όλοι οι νέοι επιστήμονες που μεταναστεύουν για να βρουν κάποια δουλειά ευκαιρίας στο εξωτερικό, αυτή είναι σήμερα η εικόνα της κυριαρχίας και αυτές είναι οι προοπτικές που δίνει. Μπορεί, λοιπόν, σήμερα να μην έχουμε απέναντί μας τους μεταπολεμικούς δωσίλογους-μαυραγορίτες που έγιναν κρατικοί αξιωματούχοι, έχουμε όμως όλους αυτούς –στην Ελλάδα και διεθνώς– που ανυπομονούν να πάρουν τα φιλέτα του Δημοσίου αντί πινακίου φακής, που οραματίζονται την περαιτέρω κατάλυση κάθε εργασιακού δικαιώματος, όλους αυτούς που θέλουν να καρπώνονται την απλήρωτη εργασία της κοινωνίας σε... σκληρό νόμισμα. Οι αποστεωμένες αναλύσεις τους και οι ακροβατικές αναλογίες με το παρελθόν που επινοούν (ακριβώς για να αποτρέψουν τη λαϊκή ενεργοποίηση και να ενσπείρουν φόβο και ηττοπάθεια) δεν αφορούν παρά τους ίδιους και τους χορηγούς τους, υλικούς ή συμβολικούς. Απέναντι στον χυδαίο επικοινωνιακό ορυμαγδό αυτών των αντιδραστικών στρωμάτων, η κοινωνία ευτυχώς αντιδρά. Είναι καθήκον όσων στοιχειωδώς σκέφτονται να στηρίξουν αυτή την ιστορική αντίσταση που ήδη –όπως και άλλοτε στο παρελθόν– έχει προκαλέσει κύματα διεθνούς αλληλεγγύης, προπαντός στην Ευρώπη των απλών ανθρώπων, την Ευρώπη των εργαζομένων, την πραγματική Ευρώπη. Δείτε τις τεράστιες διαδηλώσεις υποστήριξης στην Ελλάδα σε τόσες ευρωπαϊκές πόλεις.
Όσοι τίμια (και αφελώς) διατείνονται «Μένουμε Ευρώπη» δεν έχουν καταλάβει ότι αυτό που στην πραγματικότητα υποστηρίζουν είναι το «Μένουμε στη φτώχεια και στην εξαθλίωση»
— Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν ζούμε μια εκ νέου αφύπνιση της παλιάς ιδέας των «Μεγάλων Δυνάμεων» που ανέκαθεν μας πρόδιδαν, μας ήθελαν εξαρτημένους, επενέβαιναν στα εσωτερικά του κράτους. Πώς κρίνετε τη σχέση μας με την Ευρώπη, τι βρίσκεται κατά τη γνώμη σας πίσω από την οξεία αντιπαράθεση αυτών που λένε «Όχι στους εκβιασμούς» και των άλλων που λένε «Μένουμε Ευρώπη»;
Ευχαριστώ για το ερώτημα, διότι μου δίνει την ευκαιρία να επισημάνω ότι αυτό που σήμερα αποκαλείται «Ευρώπη» δεν είναι παρά η επιβολή ενός σκεπτικού καταλήστευσης της κοινωνίας από την ολιγαρχία του νυν χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Το μόρφωμα αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με την αλληλεγγύη των λαών ούτε με την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτισμική πρόοδο. Όσοι τίμια (και αφελώς) διατείνονται «Μένουμε Ευρώπη» δεν έχουν καταλάβει ότι αυτό που στην πραγματικότητα υποστηρίζουν είναι το «Μένουμε στη φτώχεια και στην εξαθλίωση». Το όραμα της διεθνικής συνεργασίας δεν πρόκειται ποτέ να υπηρετηθεί από τους υπάρχοντες θεσμούς της Ε.Ε. – άλλωστε και αυτοί ήδη βρίσκονται, την ώρα που μιλάμε, σε βαθιά κρίση. Η εκστρατεία όμως που διεξάγεται υπέρ της Ε.Ε. δεν έρχεται «από τα κάτω», δεν είναι, δηλαδή, μια γνήσια κινηματική εκστρατεία: προωθείται από αντιδραστικά κέντρα που τέμνουν έθνη και λαούς με στόχο την προάσπιση του κυρίαρχου status quo. Τα συνθήματα που αναφέρετε, το «Όχι στους εκβιασμούς» και το «Μένουμε Ευρώπη», δεν έχουν πρόσημο εθνικό αλλά πολιτικό-ταξικό.
— Σε τέτοιες περιόδους έντασης πολλοί τείνουν να μιλούν για τη διχόνοια ως μείζον εθνικό ελάττωμα, για συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία, και με κλίση προς τον φανατισμό, των Ελλήνων. Ανατρέχουν, για να στηρίξουν αυτή την άποψη, έως και στον Θουκυδίδη. Επιστημονικά μπορεί να σταθεί μια τέτοια θεωρία «γενετικών»/«εθνολογικών» αιτιάσεων;
Κατηγορηματικά όχι. Πρόκειται για άθλιο ιδεολογικό φληνάφημα, χωρίς κανενός είδους ιστορική ή άλλη τεκμηρίωση, που έχει έναν και μοναδικό στόχο: να τρομοκρατήσει τους κυριαρχούμενους, επιβάλλοντάς τους τη σιωπή και την απραξία, να τους κάνει να παραδεχτούν τις αδιέξοδες επιλογές των κυρίαρχων ως φυσική κατάσταση πραγμάτων, ως «μονόδρομο». Είναι, μάλιστα, ενδιαφέρον και απολύτως αποκαλυπτικό ότι τέτοια στερεότυπα έχουν υπάρξει και αδιάλειπτα επανακάμπτουν σε κάθε χώρα και ιστορική περίοδο με στόχο την εκπομπή του ίδιου πάντα μηνύματος: μη διανοηθείτε να αντιδράσετε στην κυριαρχία, διότι θα επέλθει καταστρεπτικός «διχασμός»! (Στις ΗΠΑ, επί Ρέιγκαν, π.χ., είχε αναδειχτεί η άποψη ότι, σε αντίθεση με τους Ιάπωνες, οι Αμερικανοί είναι τεμπέληδες κ.λπ., κ.λπ.) Στα καθ' ημάς, είναι φυσικό να μπαίνει στο στόχαστρο η περίφημη «συγκρουσιακή» ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Είναι ο τρόπος που έχει το κυρίαρχο αφήγημα για να λοιδορήσει τις αγωνιστικές παραδόσεις του ελληνικού λαού, που όμως εμπνέουν και κινητοποιούν σε διεθνή κλίμακα. Δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς περισσότερο με αυτά τα έωλα και ισχνά επιχειρήματα ει μη μόνο για να εκθέσει το πραγματικό τους κίνητρο.
— Τελικά, η γνώση της Ιστορίας βοηθάει στο να γινόμαστε καλύτεροι (πολίτες, εν προκειμένω) ή στις εξαιρετικές καταστάσεις μηδενίζεται η αξία της εμπειρίας και της γνώσης του παρελθόντος;
Με δεδομένο ότι στόχος μας είναι η προώθηση της μακροσκοπικής διαδικασίας του εκδημοκρατισμού (σκεφτείτε την πορεία της ανθρωπότητας από τις δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας ως τα σήμερα), η Ιστορία μάς παρέχει πλούτο συμπερασμάτων που πρέπει να αξιοποιηθούν. Είναι η ιστορία των κοινωνικών αγώνων, του γεγονότος ότι όλα αυτά που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα δικαιώματα (και τα οποία σήμερα απειλούνται από την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου σκεπτικού) δεν παραχωρήθηκαν από κάποιους φιλεύσπλαχνους ηγεμόνες αλλά κερδήθηκαν με σύντονους κοινωνικούς αγώνες που τη στιγμή της αρχικής τους ανάληψης ήταν, ως επί το πλείστον, έκνομοι. Αυτό είναι το πρώτο βασικό συμπέρασμα που δεν πρέπει να ξεχνούμε: χωρίς διαρκή επαγρύπνηση και αγώνα, ό,τι ως σήμερα κερδήθηκε, μπορεί πολύ εύκολα να χαθεί – αυτό, άλλωστε, επιδιώκουν όσοι υποστηρίζουν ότι προϋπόθεση για την «ανάπτυξη» είναι η συρρίκνωση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Ένα δεύτερο συμπέρασμα αφορά το γεγονός ότι οι μάχες για τον εκδημοκρατισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη δεν κερδίζονται ει μη μόνον όταν εκληφθούν ως αυτό που πραγματικά είναι: μάχες! Δεν ωφελεί, λ.χ., να φαντασιώνεται κανείς ότι οι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» μπορούν να μετασχηματιστούν υπό το φως ή το βάρος της λογικής του επιχειρήματος. Η ιστορία των κοινωνικών αγώνων –από τα μεσοπολεμικά λαϊκά μέτωπα στη Γαλλία και στην Ισπανία μέχρι τη Χιλή του Αλιέντε– διδάσκει ότι οι αγώνες κερδίζονται με προετοιμασία, διαύγεια και αποφασιστικότητα, όχι με την έωλη προσδοκία ότι ο αντίπαλος κάποια στιγμή θα υποχωρήσει.
— Μπορεί η δημοκρατία να φοβάται τη βούληση του λαού, όπως αυτή εκφράζεται με το δημοψήφισμα; Το επιχείρημα που κάποιοι επικαλούνται περί κινδύνων που επιφυλάσσει μήπως επιβεβαιώνει το έλλειμμα αντιπροσωπευτικότητας και πίστης στις βασικές αρχές λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος ή τα πράγματα είναι πιο σύνθετα;
Αν είναι κάτι που οι πρόσφατες αντιδράσεις επιβεβαιώνουν, είναι ακριβώς αυτό: το έλλειμμα δημοκρατίας! Το τι ακούστηκε αυτές τις τελευταίες μέρες για το δημοψήφισμα είναι πραγματικά απίστευτο, είναι όμως και ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη «δημοκρατία» οι κατεστημένες συστημικές δυνάμεις: ως πληρεξουσιότητα, ως λευκή επιταγή και –τολμώ να πω– ως αρειμάνια, τριτοκοσμική πλάκα (στις καλύτερες παραδόσεις του οθωμανικού σουλτανισμού, που κατά τα άλλα καταγγέλλουν). Ερωτηθείς γιατί υποστηρίζει το δημοψήφισμα, ένας διαδηλωτής είπε στις κάμερες: «Πρώτη φορά μάς δόθηκε η ευκαιρία αυτή την πενταετία-εξαετία να πούμε κι εμείς κάτι για την κατάσταση που επικρατεί. Ποτέ δεν μας ρωτήσανε» – και το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό (μαζί και οι συστημικοί «διανοούμενοι») έπαθε αλλεργία. Το μέτρο της ανυποληψίας των τελευταίων δίνεται από το ότι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από λίγες εβδομάδες έσκιζαν τα ρούχα τους περί του ότι ο κόσμος είναι συντριπτικά υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη «με κάθε κόστος». Τι είναι, λοιπόν, αυτό που τόσο τους ενοχλεί σήμερα; Το πράγμα είναι κατά βάση απλό: υπάρχει ένα στρώμα που είτε από ιδιοτελές συμφέρον, είτε από ανεπαρκή ερμηνεία των δεδομένων, θεωρεί τον νεοφιλελεύθερο Αρμαγεδδώνα μονόδρομο. Όσο αντιδραστικοί (ή ανόητοι) είναι όμως, άλλο τόσο είναι και αδίστακτοι. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειάς τους είναι που επιστρατεύουν και τα περί κινδύνου «διχασμού», ώστε να τρομοκρατήσουν και να παγιδέψουν τον κόσμο σε ακινησία. Πρέπει, λοιπόν, ο Δήμος –η ψυχή της δημοκρατίας– και πάλι να αφυπνιστεί, επαναφέροντας το σύνθημα της πρώτης μετεκλογικής περιόδου, «Ούτε βήμα πίσω!». Απαιτούνται, όμως, παράλληλα και μέτρα για βαθύ εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και της οικονομίας. Αποτελούν αυτά τη μόνη ελπίδα των κυριαρχούμενων και τον μόνιμο εφιάλτη των κυρίαρχων.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
σχόλια