
Που έμεναν οι λογοτέχνες, οι άνθρωποι του πνεύματος, οι ζωγράφοι, οι εκδότες; Κυρίως στο κέντρο της Αθήνας. Τα σπίτια τους ήταν διάσημα φιλολογικά σαλόνια και πολλές φορές περιγράφηκαν είτε στα έργα τους είτε στα ημερολόγια άλλων λογοτεχνών. Έξω από το σπίτι του Παλαμά διαδήλωσαν οι φοιτητές υπέρμαχοι της καθαρεύουσας, στο σπίτι της οικογένειας Μακρή έγραψε ο Μπάϊρον την «Κόρη των Αθηνών», το μισογκρεμισμένο σπίτι του Λαπαθιώτη ακόμα και σήμερα είναι ένα τοπόσημο των Εξαρχείων, το σπίτι του Ξενόπουλου, ήταν η έδρα της ιστορικής αλησμόνητης «Διάπλασης των παίδων» και το σπίτι του Σουρή, έδρα του «Ρωμηού».
Δυο καθηγητές και συγγραφείς, ο Θανάσης Γιοχάλας και η Τόνια Καφετζάκη έγραψαν ένα από τους καλύτερους οδηγούς για την Αθήνα, ένα έργο μέσα στο οποίο περικλείεται και ο «λογοτεχνικός οδηγός» της πόλης. Μιας πόλης που άλλαξε οριστικά από τη δεκαετία του 50 και μετά. Στο βιβλίο των 700 σελίδων «Αθήνα Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» (εκδόσεις Εστία), περιγράφονται οι κατοικίες των λογοτεχνών, οι οποίες ως φιλολογικά σαλόνια έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αθήνας ως λογοτεχνικής πρωτεύουσας. Από το βιβλίο αυτό αντλούμε πληροφορίες και για άλλα σπίτια που δεν υπάρχουν πια όπως το σπίτι του Κωνσταντίνου Παρθένη απέναντι από την Ακρόπολη. Ας ξεκινήσουμε ένα οδοιπορικό στις κατοικίες των ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίες εδώ συνοδεύονται από μαρτυρίες άλλων λογοτεχνών ή από λογοτεχνικά αποσπάσματα των ίδιων.
Οικία Σεφεριάδη-Τσάτσου (Κυδαθηναίων 9).

«16 Απρίλη 1934, Κυδαθηναίων 9
Καινούργιο σπίτι το δωμάτιό μου δεν το έχω συνηθίσει ακόμη απέναντι στο τραπέζι που εργάζομαι, τα μανταλωμένα παραθυρόφυλλα αφήνουν μια στενή στήλη φωτός που μου καίει τα μάτια μόλις σηκώσω το κεφάλι από τα χαρτιά μου. Είμαι εδώ δυο μήνες και τέσσερις μέρες σπαταλημένους...»
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ’.
Οικία Γ. Σεφέρη (Άγρας 20)

«Τη μέρα που βραβεύτηκε, ένας εφημεριδοπώλης, τον θυμάσαι ντε, τον Κώτσο από το Παγκράτι, ροβολούσε την οδό Αρχιμήδους, αναστατώνοντας τη γειτονιά και ανεμίζοντας το Βήμα με οκτάστηλη την είδηση, πρωτοσέλιδη. «πήραμε το Νόμπελ, πήραμε το Νόμπελ». Και το σπίτι του ποιητή, κατάλαβες, οδός Άγρας, πάροδος Αρχιμήδους πίσω από το Στάδιο. Ο Μαραθωνοδρόμος. Ο Κώτσος από το Παγκράτι. Τότε θυμήθηκα αμυδρά κάποιους στίχους που απαγγέλθηκαν σε κείνη την εκπομπή.
Στρατής Τσίρκας «Η χαμένη Άνοιξη».
Οικία Αλέξανδρου Ραγκαβή (Κυδαθηναίων και Αγγέλου Γέροντα).
Εδώ κατοικούσε ο Φαναριώτης λόγιος, ρομαντικός ποιητής της Α' Αθηναϊκής Σχολής, πεζογράφος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διπλωμάτης Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής με την οικογένειά του.

Ἰδέ, ὦ φίλη μου, τὸ πᾶν διακοσμῶν ὁ πλάσας,
τὴν γῆν μας κατεσκεύασεν ἀπὸ δακρύων ζύμην.
Εἰς δάκρυα τὴν ἡδονήν, εἰς δάκρυα τὴν φήμην,
εἰς δάκρυα συνέμιξε τὰς ἀπολαύσεις πάσας.
Περνᾷ μ' ἀγῶνας ὁ θνητὸς ἠπείρους καὶ θαλάσσας·
περνᾷ, καὶ δὲν κατέλιπεν οὐδ' ἴχνος οὐδὲ μνήμην.
Δακρύων πρὸς τὴν ἄναυδον προστρέχει έπιστήμην,
καί, πρὶν σπουδάσῃ τὴν ζωήν, ἀπέθανε γηράσας.
Οἱ πόθοι του ἀμφίβολοι εἰς μαῦρον πλέουν χάος.
Ἐλπίζει, κ' αἱ ἐλπίδες του μαραίνονται ἀκαίρως.
Σκιὰς διώκει πτερωτάς, πλὴν φεύγουν ἀενάως.
Ἑνὸς δὲ μόνου πρὸς αὐτὸν εἰρηνικοῦ ἁστὲρος
ἕρπει ἀκτὶς ἐκλάμπουσα διὰ τοῦ σκότους πράως,
ἓν μόνον τὸν παραμυθεῖ μειδίαμα, ὁ Ἔρως.
Οικία Νικολάου Δραγούμη (Κλάδου 8).

“ Ο Νικόλαος Δραγούμης έμενε σε ένα σπίτι που ξεχώριζε από τη ροδοδάφνη, δέντρο ολόκληρο, κοντά στην εξωτερική του σκάλα. Ήταν δίπατο, απλό, λιτά επιπλωμένο και ανοιχτό. Στου Δραγούμη, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μαζεύονταν οι φιλόμουσοι να ακούσουν τις κόρες του να παίζουν στο πιάνο Μότσαρτ, Χάυντ και Μπετόβεν. Μαζί με τους φιλόμουσους έρχονταν και πολιτικοί, επιστήμονες, επιχειρηματίες, σημαντικοί ξένοι, αρχαιόφιλοι, διπλωμάτες και ομογενείς. Όλοι όσοι πρωταγωνιστούσαν λίγο ή πολύ στην ζωή του νεαρού κράτους ήταν – ή θα ήθελαν να θεωρούνται- φίλοι του Νικολάου Δραγούμη”.
Αθηνά Κακούρη, Ο χαρταετός.
Οικία οικογενείας Δροσίνη (Αδριανού και Θέσπιδος).
Εδώ γεννήθηκε ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης το 1859 και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Πεσμαζόγλου. Ο Δροσίνης ήταν νέος όμορφος, σπουδασμένος στη Γερμανία, καλλιεργημένος, τέλειος “δανδής” της εποχής. Ο μύθος λέει ότι έγραψε το διάσημο ποίημά του “Ανθισμένη Αμυγδαλιά”,για την ξαδέρφη του Δροσίνα. Ένα πρωί, ο Δροσίνης άνοιξε το παράθυρο να μπει φως και είδε τη νεαρή ξαδέρφη του στον κήπο, να κάθεται κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο. Σύμφωνα με το ποίημα, το δέντρο ήταν μια αμυγδαλιά. Άλλοι λένε ότι, στην πραγματικότητα, ήταν νεραντζιά. Η κοπέλα κούνησε τον ανθισμένο δέντρο και τα άνθη την έλουσαν. Η σκηνή τον ενθουσίασε και ο νεαρός ποιητής έγραψε το θρυλικό ποίημα. Την εποχή εκείνη, ο Δροσίνης δημοσίευε τα ποιήματά του, με το ψευδώνυμο “Αράχνη”. Η “Ανθισμένη Αμυγδαλιά” δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά φορά το 1882, στο σατυρικό περιοδικό “Ραμπαγάς».

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.
Το σπίτι της Κόρης των Αθηνών.( Αγ. Θέκλας 14)
Το διώροφο αρχοντικό της οικογένειας Μακρή βρισκόταν στην οδό αγίας Θέκλας, τότε Αγυιάς. Ο πατέρας της υπήρξε υποπρόξενος της Αγγλίας στην Αθήνα. Όταν πέθανε η χήρα του αναγκάστηκε για λόγους οικονομικούς να νοικιάζει σε ξένους περιηγητές δωμάτια της οικίας. Ο λόρδος Μπάιρον νοίκιασε μερικά δωμάτια στο αρχοντικό και έμεινε εκεί για δέκα εβδομάδες, από τα Χριστούγεννα του 1809. Η Τερέζα Μακρή ήταν μόλις 13 ετών όταν την γνώρισε ο Μπάιρον. Γι αυτήν έγραψε το 1810 το ποίημα η Κόρη των Αθηνών.


Maid of Athens, ere we part,
Give, oh, give back my heart!
Or, since that has left my breast,
Keep it now, and take the rest!
Hear my vow before I go,
Zoe mou sas agapo.
By those tresses unconfined,
Wooed by each Aegean wind;
By those lids whose jetty fringe
Kiss thy soft cheeks’ blooming tinge;
By those wild eyes like the roe,
Zoe mou sas agapo.
By that lip I long to taste;
By that zone-encircled waist;
By all the token-flowers
that tell What words can never speak so well;
By love’s alternate joy and woe,
Zoe mou sas agapo.
Maid of Athens! I am gone:
Think of me, sweet! when alone.
Though I fly to Istambol,
Athens holds my heart and soul:
Can I cease to love thee?
No! Zoe mou sas agapo.
Οικία Κωνσταντίνου Παρθένη.
Στη συμβολή των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ροβέρτου Γκάλι βρισκόταν η οικία του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη σε στιλ μπαουχάους, έργο του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη σε συνεργασία με τον ίδιο τον ζωγράφο. Εδώ ο Παρθένης έζησε και εργάσθηκε μέχρι τον θάνατό του. Όταν κτίσθηκε ο Διόνυσος προτάθηκε τον ζωγράφο να πουλήσει το σπίτι του, επειδή εμπόδιζε τη θέα στους θαμώνες του ζαχαροπλαστείου. Ο Παρθένης αρνήθηκε και όταν διατάχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση του σπιτιού του ο ζωγράφος αντέδρασε, κλείστηκε στο σπίτι του και απείλησε να αυτοπυρποληθεί μαζί με όλα τα έργα του. Το σπίτι κατεδαφίστηκε μετά το θάνατο του ζωγράφου, το 1967.


Οικία Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Στον τρίτο όροφο μιας κατοικίας στην οδό Ευριπίδου κατοικούσε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Εκεί είχε την έδρα του και το περιοδικό του, η Διάπλασις των Παίδων. Το σπίτι καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά.
«Κι ένα απόγεμα παίρνοντάς με από το χέρι με πήγε στα γραφεία της Διαπλάσεως των Παίδων και μ΄ έγραψε συνδρομητή. Θυμάμαι τον Ξενόπουλο, με τα γυαλάκια του, που σηκώθηκε από το γραφείο του κι ήρθε και με χάιδεψε, ρωτώντας με τι ψευδώνυμο ήθελα να πάρω, κι εγώ του αποκρίθηκα «Αιθήρ». Κι από τότε έγινα, για χρόνια ο «Αιθήρ»της Διαπλάσεως των παίδων».
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου.

Οικία Κωστή Παλαμά

«Αυτός πάλι χωμένος μέσα, έτσι, με τα φρύδια του, αυτός εκεί. Μέσα το σπίτι γεμάτο βιβλία. Εκεί δεν είχαν έπιπλα, ένα γραφείο, έβλεπες, δυο καρέκλες, και γύρω γύρω χάμω ρε παιδί μου, βιβλία παλιά, εφημερίδες, βιβλία, χαρτιά. Ο Παλαμάς ήτανε πολύ συμπαθητικός ένα ανθρωπάκι μικρό, τόσο δα, ένα και σαράντα όλος - όλος, φόραγε το καβουράκι, το σκληρό κολάρο, φυσιογνωμία να πούμε, φυσιογνωμίες».
Νίκος Παντελάκης. «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο. Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται».
Οικία Κωστή Παλαμά (Αμαλίας και Περιάνδρου)
Διώροφη μεσοπολεμική κατοικία, στην οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κωστής Παλαμάς, από το 1935 έως το θάνατό του στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
«Περιάνδρου 5. Στενό ελικοειδές. Ξεφτίζει ο χειμώνας, ανθισμένη δίκαρπη νεραντζιά σκορπίζει τη μοσχοβολιά της ξεχειλίζοντας από τον κιτρινωπό μαντρότοιχο, σχεδόν αγγίζει ένα κλωνάρι το μαύρο κρέπι της ορθάνοιχτης διπλανής πόρτας. «Κωστής Παλαμάς». Σκληρά μαύρα γράμματα πάνω σε κρύο λευκό, πλαίσιο μαύρο. Η λέξη «ποιητής» πουθενά. Σκιές οι άνθρωποι, εισέρχονται ελάχιστοι οι άλλοι σιωπούν ορθοί, χώνουν τα χέρια κάτω από τις μασχάλες, 29 Φεβρουαρίου 1943, το κρύο διαπεραστικό, όσο πιο πολλοί οι παρόντες τόσο ο δρομάκος στενεύει, γίνεται το αδιαχώρητο, βγαίνει ίσαμε έξω η μυρωδιά του λιβανιού. Στο κέντρο του γραφείου λάμπει κάτω από τις αναμμένες λαμπάδες το κάτασπρο κεφάλι και γενάκι του ποιητή, ρουφηγμένα τα μάγουλα, λίγο ξεφτισμένο το μέτωπο, πρόσωπο γλυπτό. Στέγαστρό του η βιβλιοθήκη, γαλλικά κυρίως βιβλία, παρατηρεί ο Ζακ. Σαν να μη πατάει το σανιδένιο πάτωμα που τρίζει κάτω από τα βήματα των άλλων, άηχα τελείως της αναβιωμένης Αντιγόνης, Η Ναυσικά ακουμπάει την τρυφερότητά της με μια κίνηση καθημερινή διορθώνοντας λίγο το πουκάμισο του πατέρα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του δίχως δάκρυα , παρών ακόμα ο ποιητής στο δωμάτιο της αέναης εργασίας του».
Τατιάνα Μιλλιέξ «Από την άλλη όχθη του Χρόνου»


Οικία Γ. Σουρή (Χαριλάου Τρικούπη 15).

Στον Ίσκιο Μου
Βρε ίσκιε μου γιατί μ' ακολουθείς;
Δε μ' αφήνεις μόνο μου να τρέχω;
Βρε ίσκιε μου, δε πας να μου χαθείς,
πρέπει κι εσένα σύντροφο να έχω;
Πότε στραβό σε βλέπω πότε ίσο,
πότε μακρύ σα σούβλα, πότε νάνο,
τη μια πηγαίνεις μπρος, την άλλη πίσω
σε απαντώ εδώ, εκεί σε χάνω.
Χωρίς να βλέπεις, πιάνεις ότι πιάνω,
με οδηγείς αλλά και σ' οδηγώ.
Και τέλος πάντων κάνεις ότι κάνω
και είσαι άλλος, δεύτερος, εγώ.
Βρε ίσκιε μου, γιατί μ' ακολουθείς;
Βρε ίσκιε μου δε πας να μου χαθείς...
Σε απαντώ στο σπίτι και στο δρόμο
και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο.

Οικία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (Οικονόμου 30).

«Πρώτη φορά έμπαινα σε ένα τόσο αριστοκρατικό σπίτι. Όσα έβλεπα μούκαναν εντύπωση. Θαύμαζα τα χαλιά του, τη μεγαλοπρεπή επίπλωση, τις μεγάλες ως το ταβάνι βιβλιοθήκες, με ομοιόμορφο ντύσιμο όλων των βιβλίων, τα δύο δωμάτια- γραφεία: του στρατηγού (Λεωνίδα Λαπαθιώτη) και του Ναπολέοντα το καθένα με ιδιαίτερο στιλ και παντού βιβλία και πάλι βιβλία».
Τ.Α. Μουμτζής: Τα στρατιωτικά χρόνια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Βαθύ κι εξαίσιο βράδυ
Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι...
Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία...
Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει...
Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη...
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει...


Οικία Ηλία Βενέζη
Στην οδό Ζαΐμη, στα Εξάρχεια, κατοικούσε ο συγγραφέας με την οικογένειά του. Τον Δεκέμβριο του 1944 είχαν μετακομίσει και τους φιλοξενούσε στο σπίτι της η οικογένεια Καραγάτση.

Μαρίνα Καραγάτση : «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι».



σχόλια