Εάν παραβλέψουμε όσα τυχόν μας απωθούν στο δημόσιο λόγο και παρουσία του Αλέξη Τσίπρα –την κομπορρημοσύνη, την αμετροέπεια, μιαν αίσθηση προχειρότητας και ημιμάθειας- οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει δύο τουλάχιστον από τα τρία ευλογημένα, κατά τον Ελύτη, «Ταυ»: Την Τύχη και την Τόλμη. (Το τρίτο «Ταυ», η Τέχνη μένει να αποδειχθεί.)
Η άνοδός του αφότου, νεότατος, αφοσιώθηκε στα κοινά στάθηκε αλματώδης και πραγματοποιήθηκε –το σημαντικότερο- με τους δικούς του όρους, κόντρα στα παραδεδεγμένα και στα αναμενόμενα. Ποιoς δεκαεξάρης που είχε το μικρόβιο της πολιτικής θα εντασσόταν το 1990, επαύριο της πτώσης του Τείχους στο Βερολίνο, στην ΚΝΕ; Πόσοι θα επωφελούνταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα από την κόντρα μεταξύ Αλέκου Αλαβάνου και Μιχάλη Παπαγιαννάκη και θα έπαιρναν το χρίσμα του κόμματός τους για τον Δήμο Αθηναίων; Και ποιος θα τα κατάφερνε τόσο καλά στην αναμέτρηση εκείνη του 2006, ώστε να γίνει ακαριαία πρόσωπο πανελλήνιας εμβέλειας, η προσωποποίηση για μια ικανή ομάδα πολιτών του νέου, άφθαρτου και ριζοσπαστικού; Ο νυν υποψήφιος δήμαρχος του ΣΥΡΙΖΑ πάντως όχι. Και ας είναι το προφίλ του Γαβριήλ Σακελλαρίδη πολύ παρόμοιο εκ πρώτης όψεως με του Αλέξη Τσίπρα...
Λίγους μήνες αφότου ανέλαβε την ηγεσία του κόμματός του, ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε αντιμέτωπος με τα Δεκεμβριανά του 2008. Η επιλογή του να σταθεί δίπλα στην «εξεγερμένη νεολαία» -ή να κρατήσει έστω μικρότερες αποστάσεις από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό αρχηγό- του βγήκε σε καλό. Σε δημοσκόπηση των αρχών του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε να συγκεντρώνει 18% στην πρόθεση ψήφου. Ποσοστό πρωτοφανές για την Αριστερά της Μεταπολίτευσης. Όταν στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ένα πτωχό 4,7% και κέρδισε μία μόλις έδρα, πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για «ανεμομαζώματα-διαβολοσκορπίσματα». Και όταν –έναν χρόνο αργότερα- οι τέσσερις από τους τους δεκατρείς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ απεχώρησαν για να ιδρύσουν την ΔΗΜΑΡ, αρκετοί ήλπισαν πως η Αριστερά «της ευθύνης» και του Φώτη Κουβέλη θα υπερκέραζε την Αριστερά «των κινημάτων» και των συνιστωσών.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2011, το ΠΑΣΟΚ διατηρούσε παραδόξως –παρά τα μνημόνια- σχεδόν αλώβητη τη δύναμή του. Έπρεπε να στενάξουν οι πλατείες, να γιαουρτωθούν ουκ ολίγοι «κατεστημένοι» πολιτικοί και να εκπαραθυρωθεί ουσιαστικά ο Γιώργος Παπανδρέου απ'το Μέγαρο Μαξίμου μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος, ώστε να αρχίσει το ΠΑΣΟΚ να εξαερώνεται. Κατά τους πρώτους μήνες του 2012 σημειώθηκαν καταρρακτώδεις βροχές Πασόκων. Οι περισσότεροι πότισαν το εύφορο χωράφι του ΣΥΡΙΖΑ.
Καθ'όλη εκείνη την περίοδο, ο Αλέξης Τσίπρας σήκωνε ακατάπαυστα τους τόνους. Μαινόταν εναντίον της κυβέρνησης και του «συστήματος» με ύφος εφήβου που οι ορμόνες του έχουν χτυπήσει κόκκινο. Τη μια αποκαλούσε την καγκελάριο «μαντάμ Μέρκελ», την άλλη διεκήρυσσε ότι θα σκίσει τα μνημόνια και θα ακυρώσει όσες τυχόν ιδιωτικοποιήσεις συμφωνηθούν μέχρι τον θρίαμβο του, την τρίτη προφήτευε την επανάσταση του Ευρωπαϊκού Νότου. Η κεντρική ιδέα που ελλόχευε πίσω από κάθε του σχεδόν παρέμβαση ήταν ότι το κόμμα του, το κόμμα του 4%, στο ορατό μέλλον θα ερχόταν στα πράγματα.
Η τερατώδης αυτοπεποίθηση του, που προκαλούσε έως και μειδιάματα στους νουνεχείς παρατηρητές, ανταμείφθηκε και με το παραπάνω: Τον Μαϊο του 2012, το δημοσκοπικό όνειρο του 18% έγινε απτή πραγματικότητα στις κάλπες. Στις δε επαναληπτικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει πετύχει ποτέ η Αριστερά στην Ελλάδα. Η ΕΔΑ του Πασσαλίδη και του Ηλιού, ίσως ακόμα και το ΕΑΜ του Γληνού, θα έπρεπε να υποκλιθούν μπροστά στον ΣΥΡΙΖΑ. Και μόνο η σύγκριση των ιστορικών εκείνων ονομάτων με τον Αλέξη των καταλήψεων και του "frozen war" ηχεί ίσως βλάσφημη. Όμως κακά τα ψέμματα: Στην πολιτική, η ποσότητα βαραίνει κατά κανόνα περισσότερο από την ποιότητα.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση, το μέλλον του προδιαγραφόταν λαμπρό. Επρόκειτο για αυτό που στα αγγλικά αποκαλείται "win-win situation". Εάν μεν τα πράγματα στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρόβαλλε σαν λύση σωτηρίας. Ή έστω απελπισίας. Εάν δε, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (και Κουβέλη κατά τον πρώτο χρόνο της) έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά και έθετε τη χώρα σε τροχιά ανάκαμψης, ο ΣΥΡΙΖΑ –με τον «κοινωνικά δικαιότερο» χαρακτήρα του- θα ερχόταν για να διανείμει τα πλεονάσματα, για να ανακουφίσει τα θύματα της κρίσης. Έτσι συμβαίνει άλλωστε παντού και πάντα: Πρώτα οι συντηρητικές κυβερνήσεις σφίγγουν τα λουριά κι έπειτα έρχονται οι αριστερόστροφες για να μοιράσουν ψωμί και τριαντάφυλλα...
Φευ, δεν συνέβη έτσι. Δύο χρόνια αργότερα –εφόσον βέβαια πιστέψουμε στις «έγκυρες» δημοσκοπήσεις- ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος στα ποσοστά του. Το νέο που επαγγελόταν σαν να'χει αρχίσει να ξεθωριάζει. Το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη μοιάζει να γοητεύει μια κρίσιμη μερίδα των ψηφοφόρων – εκείνη ακριβώς που θα έδινε στον Αλέξη Τσίπρα την τελική νίκη.
Στο εσωτερικό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, η μία αστοχία διαδέχεται την άλλη: Διαδοχικές κρίσεις στη συγκρότηση των ψηφοδελτίων, επαναφορά έωλων ζητημάτων όπως η παραμονή στο ευρώ και η αμεσοδημοκρατία των δημοψηφισμάτων και ο χαλκέντερος Μανώλης Γλέζος να βγαίνει κάθε τόσο σαν λαγός απ'το καπέλο για να περισώσει τις εντυπώσεις.
Έχασε ο Αλέξης Τσίπρας την τόλμη και την τύχη του; Μπήκε το αστέρι του σε αποδρομή; Τα δύο «Ταυ» -έλεγε ο Ελύτης- είναι αλληλένδετα. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βρει την τόλμη να μετεξελιχθεί εγκαίρως σε ενιαίο κόμμα και να απευθυνθεί δίχως παραφωνίες και «ναι μεν, αλλά» στον μεσαίο χώρο, τώρα θα κάλπαζε. Εάν ο Τσίπρας είχε δείξει στο συνέδριο πέρυσι το καλοκαίρι την έξοδο σε συνιστώσες που αλλοιθωρίζουν προς τον ένοπλο αγώνα, σε «συντρόφους» οι οποίοι επιμένουν να δηλώνουν τροτσκιστές ή έστω ευρωσκεπτικιστές, πιθανόν να έχανε την αίγλη του Αριστερού Ριζοσπάστη, θα εκπορθούσε εντούτοις το Μέγαρο Μαξίμου. Η τόλμη που τού λείπει τού στερεί την τύχη. Έτσι εκτιμούν όσοι είναι έξω από τον χώρο κι από τον χορό και που πιστεύουν –επαναλαμβάνω- τις δημοσκοπήσεις.
Υπάρχει ωστόσο και μια διαφορετική εκδοχή. Πιθανόν ο Αλέξης Τσίπρας να μπορεί αλλά να μην θέλει. Να προτιμάει την πίστη στις ιδέες του –όσο αφελείς κι αν ηχoύν αυτές στα καλώς κείμενα ώτα- από την πρωθυπουργία. Στο κάτω-κάτω, η διακυβέρνηση μιας χώρας μοιάζει πολύ με γάμο. Απομυθοποιεί νομοτελειακά τον ηγέτη. Σκοτώνει αργά ή γρήγορα τον έρωτα του με τον λαό.
Το έχει πει, σε ανύποπτο χρόνο, ο Θεόδωρος Πάγκαλος: «Όταν χύνεται η καρδάρα, χαμένος βγαίνει μόνο ο κτηνοτρόφος. Η αγελάδα ουδόλως ενδιαφέρεται εάν το γάλα της αντί να πουληθεί, μουσκέψει το χώμα».
σχόλια