Στα τρίτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού στο χωριό, η γιαγιά κάθεται από την έξω μεριά του τραπεζιού και μιλάει. “Εκατσάμην, εφαγάμην και μου λέγει, ε Βασίλω.”. Με το ένα χέρι στρώνει το τραπεζομάντιλο το άλλο ελαφρά υψωμένο γυρίζει και κινείται. “'Ολα αυτά τα χρόνια πικρή κουβέντα δεν μου είπε.”. Τα μαλλιά πλεγμένα και πιασμένα με φουρκέτες, όλο το χιόνι του Κάμπου εκεί και στα μάτια με τα καπνοχώραφα, στο βάθος τους ο πατέρας μου είναι παιδί και ξυπνάει μέσα στη νύχτα καλοκαίρι, σπάσιμο και μπούρλιασμα. “Πάρε λίγο κρέας ακόμα.”. Τα πόδια της επιπλέουν σαν πάνω από νερό, μέσα στις μαύρες κάλτσες τις μαύρες παντόφλες τα μαύρα ρούχα, επιπλέουν πάνω από το πάτωμα σταυρωμένα μεταξύ στους αστραγάλους. “Και τα παιδιά, έχουν τα δικά τους.”. Το πρόσωπο και τα χέρια σκαμμένα βαθιά, γύρω απ' τα χείλη, γύρω απ' τα μάτια, σαν τα χωράφια που οργωθήκαν και τις γενιές που μεγάλωσαν, γενιές δικές της και γενιές ορφανές στα ίδια χέρια, αν τα παιδιά μου έρθουν στην πόρτα σου, άνοιξέ τους να μπουν. “Καμιά φορά τη νύχτα μόνο, του λέω, αε ρε Νάσο, εσύ έφυγες τώρα.”. Μικροκαμωμένο ξωτικό, αεικίνητο, βλέμμα ξύπνιο τραχειά γλυκό, έσκυψε με τους καιρούς δε λύγισε, σπιτικό που έκαμε με άντρα και γυναίκα, στο χαμό του ενός κάνει τον άλλο διπλό. “Γιαννάκο βάλε καμιά φέτα ακόμη να καψαλίσει στη σόμπα.”. Κοιτάει ένα γύρω και σταματάει απέναντι στην τελευταία γενιά. “Άι ρε Ρωμανέ με τόσα μαλλιά πώς θα σε βλέπουν τα κορίτσια;”. Ο Ρωμανός γελάει, τους αρέσει γιαγιά, τους αρέσει. Ο μπαμπάς ακουμπάει με τους αγκώνες στο τραπέζι, το πηγούνι στηριγμένο στο ένα χέρι, η μαμά καθισμένη απέναντι έχει τα χέρια σταυρωμένα μπροστά, γράφω την ιστορία της γιαγιάς που μεγάλωσε παιδιά, ανίψια, εγγόνια, σε μια χαρτοπετσέτα, κάτω από το τραπέζι, στο σπίτι που ξεκινούν οι πρώτες αναμνήσεις, τα Χριστούγεννα του '09, στα τρίτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού στο χωριό.
Όλες οι γιαγιάδες της γης αμυγδαλιές
δέντρα γύραν μπρος και γεμίσαν αυλακιές
χέρια ροζιασμένα που χουν μάθει στα καπνά
κι άλλα που σου λένε ιστορίες απ' τα παλιά
Μαυροφορεμένα τα μάτια είναι πουλιά
και το χιόνι θάβει τις φουρκέτες στα μαλλιά
κάτω από τσεμπέρια κρύβουν τα πικρά
για να μη σκοτίσουν μ' έγνοιες τα παιδιά
Μοναχά τις νύχτες στενάζουνε βαθιά
κι απ' τα στήθια ανασαίνει προσευχή στα σιωπηλά
για τον άνθρωπό τους που έσβησε γλυκά
και το βλέμμα στέλνουν τρυφερά εκεί ψηλά
Όλες οι γιαγιάδες της γης ο θησαυρός
στα τσουκάλια γέρνουν μαγειρεύουνε το φως
και απλώνουν ρίζες χωμάτινα αλμπατρός
για να γίνουν δέντρα στον ουρανό παλμός
Ι Η Nefeli Walking Undercover η αλλιώς Νεφέλη Λιούτα είναι μια νέα κοπέλα φτιαγμένη από τα καλύτερα υλικά που μας άφησαν οι παλιοί. Περισσότερα εδώ ()
σχόλια