Πριν λίγες ημέρες έπεσε στα χέρια μου ένα πράγματι σπάνιο βιβλίο. Όχι επειδή πρόκειται για μία παλαιά και κιτρινισμένη έκδοση, αλλά γιατί είναι ένα βιβλίο για τη μουσική, γραμμένο με πολύ μεράκι από τον Θεόδωρο Ν. Συναδινό (1880-1958). Το βιβλίο έχει τίτλο «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τύπου» το 1919!
Ο Θεόδωρος Συναδινός υπήρξε μία τρανή θεατρική και συγγραφική προσωπικότητα, υπηρετώντας την Τέχνη για περισσότερο από 50 χρόνια. Από το βιογραφικό του, που δημοσιεύεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.), εκεί που διατηρείται και το προσωπικό αρχείο του, μαθαίνουμε πως ο Συναδινός ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά στην Αθήνα το 1897 και πως το 1904 γίνεται συντάκτης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη – για να γίνει λίγο αργότερα αρχισυντάκτης, θέση την οποία διατήρησε έως το 1914.
Από το βιογραφικό του Ε.Λ.Ι.Α. μαθαίνουμε επίσης πως ο Συναδινός διετέλεσε διευθυντής και εκδότης πολλών εφημερίδων και περιοδικών, όπως των «Νέα Ελλάς» (1916), «Πρόοδος» (1919), «Ωδείον» (1904), «Απόλλων» (1904-1907), «Μουσική Επιθεώρησις» (1921-1922), «Παρασκήνια» (1938-1939) κ.ά. Ακόμη, πως ως θεατρικός συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε το 1911 με την κωμωδία «Μπλόφες» (ανέβηκε από τον θίασο της Κυβέλης Αδριανού) και πως από τα 58 έργα, που ο ίδιος ολοκλήρωσε ή διασκεύασε, ανέβηκαν σε σκηνές τα 41. Μερικά από τα πλέον γνωστά του υπήρξαν τα ακόλουθα: «Ο Μαικήνας» (1926, θίασος Νέων), «Κοσμική κίνησις» (1932, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη), «Γνωρίζετε ότι...» (1933, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη), «Αυτός είμαι» (1934, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη - Κυβέλης Αδριανού), «Ο παληάτσος» (1934, θίασος Βασίλη Αργυρόπουλου), «Χθες, σήμερα, αύριο» (1935, θίασος Αλίκης - Κώστα Μουσούρη - Βασίλη Λογοθετίδη), «Στην κάψα του καλοκαιριού»(1944, Εθνικό Θέατρο) και «Ο σατανάς»(1948, θίασος Γιώργου Παππά - Βάσως Μανωλίδου).
Η «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» αποτελούσε την πρώτη συνολική απόπειρα καταγραφής της νεοελληνικής μουσικής μιας και, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, ο συγκεκριμένος τόμος αποτελούσε το «Τεύχος Πρώτον». Παρά ταύτα «Τεύχος Δεύτερον» δεν φαίνεται να υπήρξε...
Η «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» του Θεόδωρου Συναδινού δεν ήταν στον καιρό της ένα απλώς πρωτότυπο βιβλίο, αφού κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε την πρώτη συνολική απόπειρα καταγραφής της νεοελληνικής μουσικής, ήταν κι ένα φιλόδοξο συγχρόνως εγχείρημα, μιας και, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, ο συγκεκριμένος τόμος αποτελούσε το «Τεύχος Πρώτον». Παρά ταύτα «Τεύχος Δεύτερον» δεν φαίνεται να υπήρξε…
Από τα πολλά και πολλαπλώς ενδιαφέροντα που παραθέτει ο Συναδινός ένα τμήμα τους αφορά στην ίδρυση του πρώτου επίσημου, πέτρινου θεάτρου στην Αθήνα («επίσημο», καθότι είχαν προϋπάρξει και μερικά «ανεπίσημα»). Το Κεφάλαιον Ε ξεκινά κάπως έτσι:
«Τον Μάιον του 1838 ο εργολάβος Ιωσήφ Καμηλιέρης υπέβαλε προς την επί των Εσωτερικών Γραμματείαν αίτησιν, δια της οποίας εζήτει να παραχωρηθή εις αυτόν το δικαίωμα ν’ ανεγείρη θέατρον εις τας Αθήνας, της Κυβερνήσεως παραχωρούσης δωρεάν το οικόπεδον. Τω όντι δια του από 19 Μαΐου ιδίου έτους Β. Διατάγματος, παρεχωρήθη εις αυτόν δωρεάν και εις ιδιοκτησίαν του γήπεδον εκ 3237 τετραγωνικών πήχεων, ήτοι 1821 Βασιλικών τετραγωνικών πήχεων, επί της οδού Ηροδότου (νυν Μενάνδρου) κατά την θέσιν Γεράνη. Επί του οικοπέδου αυτού ο εργολάβος Ιωσήφ Καμηλιέρης υπεχρεούτο ιδία αυτού δαπάνη ν’ ανεγείρη εντός εξ μηνών από της ανωτέρω ημέρας λίθινον θέατρον επί σχεδίου, το οποίο θα ενέκρινεν η Κυβέρνησις. Δια του αυτού Διατάγματος παρεχωρήθη εις αυτόν προνόμιον διαρκείας πέντε ετών, δυνάμει του οποίου απηγορεύευτο εις πάντα άλλον κατά το διάστημα αυτό ν’ ανεγείρη θέατρον εις τας Αθήνας».
Παρά ταύτα ο Καμηλιέρης δεν τα κατάφερε. Φαλίρισε. Πέρασαν οι έξι μήνες και δεν είχε πέσει στο οικόπεδο (της σημερινής Πλατείας Θεάτρου) ούτε πετραδάκι. Εξέπεσε λοιπόν του προνομίου, το οποίο δόθηκε στον Ιταλό Basilio Sansoni (μέλος ενός μελοδραματικού θιάσου, που είχε επισκεφθεί τότε την Αθήνα). Ο Ιταλός ξεκίνησε το έργο τελικά, αντιμετωπίζοντας όμως στην πορεία, και αυτός, οικονομικά προβλήματα. Τούτα ξεπεράστηκαν με την «ευφυεστάτην και πρωτοτυποτάτην» ιδέα, όπως γράφει ο Συναδινός… «να προπωλήση τα θεωρεία του μέλλοντος ν’ ανεγερθή θεάτρου, και το εκ τούτων εισπραχθησόμενον ποσόν να διαθέση προς αποπεράτωσιν της οικοδομής».
Οι φιλόμουσοι εντοπίστηκαν. Προπλήρωσαν τα θεωρεία κι έτσι βρέθηκαν τα χρήματα, ώστε να ολοκληρωθεί το θέατρο.
«Το περί ου ο λόγος θέατρον, γνωστόν υπό το όνομα Μπούκουρα, κατά τους τότε χρονογράφους, ήτο καλώς κατασκευασμένον και ικανώς ευρύχωρον, η διάθεσις της σκηνής επιτηδεία και η σκηνογραφία τεχνική. Το αληθές εν τούτοις είναι ότι το πρώτον άξιον λόγου θέατρον ανηγέρθη εις το άκρον της πόλεως, παρουσίαζε δε πλείστας ατελείας. Η οδός η εις αυτό φέρουσα έπλεεν εις βαθύ σκότος, πράγμα το οποίον ηνάγκαζε τους θεατάς να βυθίζωνται μέχρι γόνατος εις την λάσπην, ενώ οι έχοντες τα μέσα, και εξ αυτών ως επί το πλείστον αι κυρίαι των Αθηνών, μετέβαινον εις το θέατρον ιππεύοντες ονάρια, διαρκούσης δε της παραστάσεως η έξωθεν του θεάτρου μικρά πλατεία προσελάμβανεν όψιν χωρικής πανηγύρεως.
Η δι’ οναρίων μετάβασις από του ενός μέρους εις το άλλο της πόλεως ήτο πολύ εν χρήσει παρά τη αριστοκρατικωτέρα μάλιστα μερίδι.(…) Αλλά τα ονάρια δεν ήσαν τα μόνα μέσα της μεταφοράς των θεατών. Επειδή αι πέριξ του θεάτρου οδοί, ή μάλλον αι πέριξ αυτού έρημοι εκτάσεις, ήσαν βορβορώδεις και κονιοβριθείς, πολλοί κύριοι μεταφέροντο μέχρι της θύρας του θεάτρου επί της ράχεως στιβαρών αχθοφόρων. Ο τρόπος ούτος της μεταφοράς εκαλείτο ‘καλλικούτσα’. Εφ’ αμάξης ήσαν πολλοί ολίγοι οι μεταβαίνοντες εις το θέατρον και τούτο, αφ’ ενός μεν διότι ο αριθμός των αμαξών ήτο ελάχιστος, αφ’ ετέρου δε διότι τα αγώγια ήσαν πολύ ακριβά. (…)».
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει ν' αλλάζουν τα πράγματα και να μην τα προλαβαίνει. Στ' απομνημονεύματά του φαίνεται καυστικός, μην παραλείποντας να τα χώσει, όπως λέμε, στην ιταλίδα πριμαντόνα Rita Basso-Borio και στα νέα ήθη που κομίζει στην πρωτεύουσα η όπερα του Donizetti.
Ακολουθεί η περιγραφή της πρεμιέρας (6 Απριλίου 1840 κατά την Βικιπαίδεια, ή 6 Ιανουαρίου του ιδίου έτους κατά άλλες ιντερνετικές πηγές) καθώς και η σχετική κριτική, πάντα από το βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919» του Θεόδωρου Συναδινού…
«Το θέατρον του Σανσόνι ενεκαινίασεν Ιταλικός μελοδραματικός θίασος, όστις ήρχισε τας παραστάσεις του με την "Λουκίαν του Λαμερμούρου", όπως έγραφον τότε αι εφημερίδες. Το κοινόν έμεινεν ενθουσιασμένον και από το θέατρον και από τον θίασον. Αι εφημερίδες μάλιστα από της πρώτης εσπέρας υπέδειξαν εις τον Δήμον ότι είχε καθήκον “να υποστηρίξη όλαις δυνάμεσι και χρηματικώς μάλιστα το κατάστημα τούτο (εννοούν το θέατρον), το οποίον ηύξανε τας χάριτας της πρωτευούσης και συνέβαλεν εις το να ελκύη εις αυτήν μεγαλείτερον πλήθος ξένων, παρέχουσα εις τους αξιωματικούς των Ευρωπαϊκών στόλων διασκέδασιν, την οποίαν μάτην ήθελον ζητήση εις άλλον λιμένα της Ανατολής”. Όσον αφορά την εντύπωσιν του κοινού από τον θίασον, αι εφημερίδες μας πληροφορούν ότι “το κοινόν ευχαριστήθη ιδίως από την κ. Βάσσην υποκριθείσαν την Λουκίαν, η τέχνη της ήτο αρίστη, η δε φωνή της εύκαμπτος και λιγυρά, η παράστασις αυτής κομψή και χαρίεσσα. Ωσαύτως ευδοκίμησε και ο κ. Πολάνης, τραγωδιστής έμπειρος, εύφωνος και γνωστός εις την Ιταλίαν”».
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει ν’ αλλάζουν τα πράγματα και να μην τα προλαβαίνει. Στ’ απομνημονεύματά του (Β' Τόμος) φαίνεται καυστικός, μην παραλείποντας να τα χώσει, όπως λέμε, στην ιταλίδα πριμαντόνα Rita Basso-Borio (είναι η κ. Βάσση) και στα νέα ήθη που κομίζει στην πρωτεύουσα η όπερα του Donizetti.
«Το έθνος αφανίστη όλως διόλου και η θρησκεία – εκκλησία εις την πρωτεύουσαν δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος.(…) Και τα παιδιά όπου τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή, από μέσα το κράτος κι’ απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου, και πωλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Βάσσω την τραγουδίστρα του θεάτρου, ότι παλαβώσανε οι γέροντες, όχι τα παιδάκια, να μην πωλήσουνε τα βιβλία τους. Τον γέρο Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίττα Μπάσσω του θεάτρου και τον αφάνησε τόσα τάλλαρα δίνοντας και άλλα πισκέσια».
Τo Θέατρο Μπούκουρα, όπως έγινε και έμεινε γνωστό (αφού από το 1844 είχε περάσει στην κυριότητα του θαλασσόλυκου και αγωνιστή του ’21 Ιωάννη Μπούκουρα), κατεδαφίστηκε (πιθανώς) το 1897. Αναφέρει ο Συναδινός:
«Ούτε μια πεντηκονταετία δεν είχε συμπληρωθεί από της ανεγέρσεως του θεάτρου Μπούκουρα οπότε τούτο περιήλθεν εις θέσιν, ώστε ν’ αποβαίνη αδύνατος η χρησιμοποίησίς του άνευ κινδύνου δια την υγείαν και την ζωήν των συχναζόντων εις αυτό. “Θέατρον χειμερινόν” έγραφε το Άστυ το έτος 1885, “αληθέστερον ειπείν ερείπιον Μπούκουρη, άμαυρον, κονισαλέον, ανάκτορον της περιπνευμονίας, υπάρχον ακόμη εις την ζωήν εξ αβλεψίας της πυρκαϊάς, τελευταίως μάλιστα επαυξηθέν δια της προσθήκης ενός αποχωρητηρίου, προσμαρτυρούντος και αυτού μετά του κυρίου οικοδομήματος την φιλόκαλον πρόνοιαν των δημοτικών αρχόντων των Αθηνών”. “Το άκομψον και σεσαθρωμένον κτίριον”, προσέθετεν άλλη εφημερίς, “το χάρις εις ανεξήγητον μυστήριον ισορροπίας ιστάμενον όρθιον και χάρις εις την θαυμαστήν κοινωνικήν ημών αβελτηρίαν χρησιμεύον εισέτι ως χειμερινόν θέατρον κτλ.”. “Το παμπάλαιον χειμερινόν θέατρον” έλεγε άλλη εφημερίς, “ο βρυκόλαξ αυτός των θεάτρων, ο υπάρχων εν τη ζωή προς εμπαιγμόν και στιγματισμόν της ακαλαισθησίας των δημοτικών αρχόντων της πρωτευούσης”. Πανταχόθεν αι αυταί διαμαρτυρίαι κατά του θεάτρου Μπούκουρα, η αυτή εξέγερσις, η αυτή αγανάκτησις. Η ανάγκη ανεγέρσεως νέου θεάτρου ανταποκρινομένου εις τας ανάγκας της εν τω μεταξύ αυξηθείσης εις πληθυσμόν πόλεως, και δυναμένου να στεγάση ευπροσώπως πλέον ένα θίασον περιωπής, από ημέρας εις ημέραν απέβαινεν επιτακτική. Ευτυχώς χάρις εις την γενναιοδωρίαν του Α. Συγγρού την 15ην Οκτωβρίου 1888 ήνοιγε τας πύλας του το παρά την πλατείαν Λουδοβίκου και έναντι της Εθνικής Τραπέζης θέατρον, το γνωστόν σήμερα υπό το όνομα Δημοτικόν Θέατρον».
Είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή του βιβλίου του Συναδινού και πενήντα ένα από τότε που άνοιξε τις πύλες του, το 1939 δηλαδή, το Δημοτικό Θέατρο θα κατεδαφιζόταν κι εκείνο, επί δημαρχίας Κοτζιά, επειδή θα κρινόταν ως αδύνατη η συντήρησή του…
σχόλια