Δεν μπορώ ακριβώς να θυμηθώ πώς ανακάλυψα πριν από μια 15ετία περίπου, στο gemm.com (site αγοράς δίσκων), το μοναδικό άλμπουμ του Αλέξανδρου Δεβετζόγλου ή Alex Devezoglu, στην ιταλική Dischi Ricordi (έκδοση του 1971).
Σίγουρα δεν είχα ακούσει, ούτε είχα διαβάσει ποτέ κάτι γι’ αυτό. Επίσης, σίγουρα, δεν το είχα δει ποτέ (το LP) στις λίστες πώλησης δίσκων της δεκαετίας του ’90. Έτσι, δεν μπορεί… κάποιο άγιο πνεύμα θα ήταν εκείνο που μου έσπρωξε το χέρι, ώστε να πατήσω “buy”. Ν’ αγοράσω δηλαδή ένα άλμπουμ, που επιγραφόταν απλώς “Alex”, και που παρουσιαζόταν ως ένα αξιόλογο “italian folk” LP. Ένα από τα εκατοντάδες, εν πάση περιπτώσει, (έλεγα… τότε), για τα οποία μπορεί να υπερηφανεύεται η γείτονα.
Το 1971 ο Μίκης Θεοδωράκης περιοδεύει στην Ιταλία, με πολλά τραγούδια του να είναι ήδη ή να γίνονται δημοφιλή στη χώρα. Σ' εκείνη την περιοδεία ο Θεοδωράκης συναντιέται με τον Αλέξανδρο Δεβετζόγλου, ακούει τα κομμάτια τού έλληνα τραγουδοποιού και γράφει τα παρακάτω λόγια στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του: «Φίλε Alex, θέλω να σου εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για τα τραγούδια σου, όντας σίγουρος πως, ακολουθώντας τη λαϊκή μας μούσα, θα συνεχίσεις να εκφράζεις τα συναισθήματα του αγώνα, για Ελευθερία και Δημοκρατία, του ηρωικού λαού μας».
Όταν έπιασα το άλμπουμ στα χέρια μου μετά από λίγες μέρες –και πριν καν το ακούσω– η έκπληξη υπήρξε μεγίστη. Ο Alex ήταν Έλληνας(!), το επώνυμό του ήταν Devezoglu και τα πρώτα στοιχεία για την περίπτωσή του υπήρχαν στην ιταλική, στο οπισθόφυλλο:
«Ο Alex Devezoglu γεννήθηκε στον Πειραιά, στην Ελλάδα, πριν από 26 χρόνια (σ.σ. το 1945;). Επί επτά έτη στην Ιταλία, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Είναι ένας από τους λίγους τραγουδοποιούς που γράφει, σε μια γλώσσα που δεν είναι η δική του, τραγούδια όπου η ποίηση κρατάει τον πιο μεγάλο ρόλο. Με μιαν απλότητα που πηγάζει από βαθιά, αναζητά μέσα στην καθημερινότητα το αίσθημα της αγάπης “σ’ έναν κόσμο παγωνιάς και θυμού, όπου όλα είναι ήδη φτιαγμένα από χαρτί…”, όπως ο ίδιος λέει. Από την ίδιαν ευαισθησία πηγάζουν και οι συνθέσεις του για την Ελευθερία –με το θρήνο και τη μελαγχολία, που είναι χαρακτηριστικά των ελληνικών ασμάτων–, τραγουδώντας τη λύπη και την ελπίδα ενός κόσμου που είναι και δικός του. Εμείς, πιστεύουμε στην προσωπικότητα του Alex, πιστεύουμε στα τραγούδια του, που αφορούν σε βαθιά ζητήματα, παγκόσμια, και ακόμη στην αδυναμία, τον πόνο, την αναζήτηση της ανθρώπινης θέσης μας στον κόσμο».
Το 1971 ο Μίκης Θεοδωράκης περιοδεύει στην Ιταλία, με πολλά τραγούδια του να είναι ήδη ή να γίνονται δημοφιλή στη χώρα (ερμηνείες από Al Bano, Iva Zanicchi, Ειρήνη Παππά, Silvano Pantesco, Edmonda Aldini κ.ά.). Σ’ εκείνη την περιοδεία ο Θεοδωράκης συναντιέται με τον Αλέξανδρο Δεβετζόγλου, ακούει τα κομμάτια τού έλληνα τραγουδοποιού και γράφει τα παρακάτω λόγια στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του:
«Φίλε Alex, θέλω να σου εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για τα τραγούδια σου, όντας σίγουρος πως, ακολουθώντας τη λαϊκή μας μούσα, θα συνεχίσεις να εκφράζεις τα συναισθήματα του αγώνα, για Ελευθερία και Δημοκρατία, του ηρωικού λαού μας».
Στην Ελλάδα, την ίδια περίοδο, φαίνεται εδραιωμένο το στρατιωτικό καθεστώς, όταν στην Ιταλία η αντιχουντική δράση αποκτά οδυνηρές διαστάσεις – και αναφέρομαι στη θυσία του κερκυραίου φοιτητή Κώστα Γεωργάκη, που, εις ένδειξη διαμαρτυρίας για όσα συνέβαιναν στην πατρίδα, αυτοπυρπολείται στη Γένοβα τον Σεπτέμβριο του ’70.
Μέσα από ένα τέτοιο σκηνικό πηγάζουν τα τραγούδια του Αλέξανδρου Δεβετζόγλου, τα οποία είναι μεν πολιτικά, αλλά, συγχρόνως, είναι και καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Όχι «ξύλινες» λέξεις στους στίχους, όχι εύκολα συνθήματα, όχι έτοιμα νοήματα. Δώδεκα τραγούδια, όλα δικά του –πλην της ωραίας διασκευής του “The greatest discovery” των Elton John/Bernie Taupin–, όλα στην ιταλική, πλην του «Κλέψαν το Μάη» (“cantata in lingua greca”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται), που τραγουδιόταν στη γλώσσα μας…
Κλέψαν το Μάη απ’ την αυλή,
μαύρη κορδέλα στα μαλλιά
της Άνοιξης κρεμάσαν.
Μαράζωσε μια νιόπαντρη,
τον άντρα της κάποιοι άγνωστοι,
χωρίς να μάθει το γιατί
για πάντα της στερήσαν.
Ποτίζει ιδρώτας το ψωμί,
δίψα το μίσος κι η οργή,
ανάθεμα κάθε κραυγή,
κορμιά τυραννισμένα.
Βγαίνει ο αέρας στο βουνό,
στρώμα και πάπλωμα στο νιο,
μάνες ξαναφιλούν το γιο
όπως στα περασμένα.
Χάρε τι θέλεις, τι φρονείς;
Βγάλε τη μάσκα σου κι εμπρός
έλα να μετρηθούμε.
Στο δίκιο μας είν’ ο σταυρός,
στη νιότη μας το φυλαχτό,
ο τρόμος σου είναι απατηλός,
δεν θα σε φοβηθούμε.
Ποτίζει ιδρώτας το ψωμί,
δίψα το μίσος κι η οργή,
ανάθεμα κάθε κραυγή,
κορμιά τυραννισμένα.
Βγαίνει ο αέρας στο βουνό,
στρώμα και πάπλωμα στο νιο,
μάνες ξαναφιλούν το γιο
όπως στα περασμένα.
Περιττό να το πω, αλλά θα το πω. Ο δίσκος υπήρξε για μένα μια τεράστια αποκάλυψη, από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Μα και έκτοτε, όποτε τον ακούω, μένω πάντα άναυδος από το αίσθημα που ξεχειλίζει. Κομμάτια όπως τα “Per I tuoi vent’anni”, “Tutto è chiaro”, “All’amore che viene”, “Io la chiamai libertà ”, “Quando risplenderà il tuo sole”, και ακόμη το folk-rock “A’ Cristin” ή το αβάσταχτο “E tu mi manchi” είναι κορυφαία, κάνοντας τα τραγούδια του Nick Drake ας πούμε, ή και άλλων Αγγλοσαξόνων, να φαίνονται μπροστά τους «οδοντόκρεμες».
Δεν είναι μόνο τα λόγια, είναι κι οι μουσικές του Δεβετζόγλου, οι μελωδίες του, και βεβαίως ο ηχητικός διάκοσμος που προσφέρει στα τραγούδια ο Natale Massara, ένας από τους top ενορχηστρωτές της εποχής (τ’ όνομά του βρίσκεται σε δεκάδες παραγωγές – από άλμπουμ των progsters Reale Academia di Musica, μέχρι το “Carrie” του Brian De Palma).
Κι αν υπάρχει –αν ρωτάτε– ένας Ιταλός κανταδόρος, στην τραγουδοποιία τού οποίου θα μπορούσε να σκύβει με απέραντη αγάπη ο Δεβετζόγλου, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον περίπου Μπολονέζο (και άρα συντοπίτη του) Francesco Guccini (τρανή η περίπτωσή του – ψάξτε την).
Και μερικά λόγια από τον ίδιον τον Αλέξανδρο Δεβετζόγλου, από μια λίγο παλαιότερη δική μας online κουβέντα:
«Αγαπητέ φίλε χαίρομαι που ανακάλυψες τον δίσκο μου, καθώς επίσης και ότι τον βρήκες ενδιαφέροντα. Έγινε κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Στο site μου θα βρεις πολλά άλλα πεζά και τραγούδια εκτός δίσκου, τα οποία ανέβασα τον τελευταίο καιρό, απ’ την στιγμή που κατάλαβα ότι ξαναμπαίνουμε στην εποχή, που… “ποτίζει ιδρώτας το ψωμί, δίψα το μίσος και η οργή, ανάθεμα κάθε κραυγή…”. Λυπάμαι, γιατί τα γεγονότα μας επιβεβαιώνουν.
Σωστά αναγνώρισες το κοινό μουσικό μου στίγμα με τον Francesco Guccini, παρότι δεν το είχες πληροφορηθεί. Από το 1965 έως το 1971, που διαχωρίστηκε η δική μου πορεία, ήμασταν οι βασικοί συντελεστές στον ίδιο χώρο που αναπτύχθηκε ένα νέο ήθος στο ιταλικό τραγούδι, που αργότερα ονομάστηκε “scuola di Bologna”».
Στο site του Αλέξανδρου Δεβετζόγλου είχαμε την τύχη ήδη από το 2010 ν’ απολαύσουμε μερικά συναρπαστικά ανέκδοτα τραγούδια του, όπως για παράδειγμα τα “Torni a casa”, “Sospesa nuvola” και “Figlia del sole”, τη διασκευή του στο κλασικό “Ne me quitte pas” του Jacques Brel και ακόμη το “21 d'Aprile 1967”, ένα κορυφαίο τραγούδι του έλληνα τροβαδούρου γραμμένο πριν πολλά χρόνια (με ιταλικούς και ελληνικούς στίχους), που μπορεί να αναφέρεται στην «εθνοσωτήριο», αλλά επειδή ο Δεβετζόγλου είναι ποιητής, το τραγούδι ακούγεται απείραχτο από το χρόνο και σήμερα…
σχόλια