Τo βλέµµα του ποιητή
1. Η ΠΑΓΙ∆Α ΤOΥ ΒΛΕΜΜΑΤOΣ
[…] Σε κάθε ταινία που βλέπουµε, το βλέµµα του Oδυσσέα συναντάµε. Η περιπέτεια του βλέµµατος δεν έχει τέλος. Το γαλάζιο καράβι, συνεχώς θα φεύγει για νέες περιπέτειες, και κάθε περιπέτεια θα 'ναι µια καινούργια δοκιµασία του βλέµµατος, αλλά και µια πιθανότητα για νέες αµαρτίες·
γιατί «η αµαρτία είναι συναρτηµένη µε την περιπέτεια», όπως λέει ο Levinas, και για τους χριστιανούς, µε τα µάτια – πολύ σωστά, αφού κάθε περιπέτεια (και, συνεπώς, κάθε αµαρτία) αρχίζει µε το περίεργο βλέµµα του
ερευνητή.
«Για να µην αµαρτήσεις, πρέπει ν' αδρανήσεις» λέει πάλι ο Levinas. Μ' αυτή την έννοια, ο υπ' αριθµόν ένα αµαρτωλός στη µυθολογία όλων των λαών είναι ο Oδυσσέας, ο άνθρωπος µε το πιο δυνατό βλέµµα, κατά κάποιο τρόπο ο Ηρακλής του βλέµµατος, που σήκωσε όλο τον κόσµο µε τα µάτια του.
∆εν έκανε το λάθος του Άτλαντα να φορτωθεί τον κόσµο στη ράχη του. Κι
αν νοµίζετε πως έχασε το δρόµο του τραβώντας για την Ιθάκη, µάλλον θα πρέπει να ξαναδιαβάσετε την Oδύσσεια ή, τουλάχιστον, τον πρώτο τόµο («Από την Ιλιάδα στον Παρθενώνα») του τρίτοµου έργου του Αndré Bonnard O αρχαίος ελληνικός πολιτισµός.
O Oδυσσέας, που δεν ήταν καθόλου βιαστικός, ήξερε πως, για τον σοφό άνθρωπο, ο συντοµότερος δρόµος περνάει απ' το Λαβύρινθο και, βέβαια, δεν είναι η ευθεία. Αυτά τα λένε οι προσκολληµένοι στον Ευκλείδη γεωµέτρες. Oι πολυδιάστατες γεωµετρίες, όµως (ας πούµε, αυτή του Riemann ή εκείνη του Λοµπατσέφσκι), λένε άλλα.
Λένε πως υπάρχουν τόσες γεωµετρίες όσες και τα βλέµµατα που πέφτουν πάνω στο χώρο. Το παν είναι να ξέρεις να φτιάχνεις τη γεωµετρία που ταιριάζει στο πρόβληµά σου·
όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που µονίµως µπερδεύει τους «τρισδιάστατους»,
τους προσκολληµένους δηλαδή στο βολικό παραµύθι πως ο κόσµος έχει τρεις διαστάσεις, αλλά και, πόσο µάλλον, τους µονοδιάστατους, που δε θα µάθουν ποτέ πως, στην ποίηση, οι διαστάσεις είναι τόσες, όσες αποφασίσει ο ποιητής.
Κι ο Αγγελόπουλος, πριν από καθετί, είναι ένας µεγάλος ποιητής, που βρίσκεται συνεχώς σε πειρασµό και συνεχώς προσπαθεί να ξορκίσει µε τη µεγάλη του τέχνη το Κακό που ενδηµεί σε τούτη την αµαρτωλή χώρα.
Ξέρουµε από τον Εmmanuel Levinas (Τέσσερις ταλµουδικές µελέτες)
πως στην αρχή κάθε περιπέτειας βρίσκεται ένας πειρασµός·
σαν αυτόν που κινεί τον Oδυσσέα, αλλά και τον ήρωα της ταινίας Το βλέµµα του Oδυσσέα. ∆εδοµένου ότι στον καιρό µας κάθε σοβαρή γήινη περιπέτεια είναι µια περιπέτεια του βλέµµατος (τα καράβια έγιναν διαστηµόπλοια – σωστά το είπε ο Arthur C. Clarke), Το βλέµµα του Oδυσσέα είναι µια περιπέτεια εντελώς συναρπαστική.
Αρκεί να µπορέσεις να τοποθετήσεις την ταινία στη σωστή της (πολυ)διάσταση και να καταλάβεις πως, κατ' αρχάς, µιλάει για τον κινηµατογράφο καθαυτόν· τον κινηµατογράφο σαν παγίδα του βλέµµατος και, συνεπώς, σαν τρόπο επανάκτησης της χαµένης αθανασίας µέσα από τις σκιές, που είναι περίπου ίδιες µε τις σκιές τις οποίες συναντάει ο Oδυσσέας όταν κατεβαίνει στον Άδη.
2. O ΧΡOΝOΣ ΤOΥ ΒΛΕΜΜΑΤOΣ
Η ταινία Το βλέµµα του Oδυσσέα, στο βαθµό που είναι µια οδύσσεια η οποία έλκει την καταγωγή της από την Oδύσσεια του Oµήρου και τοποθετείται δίπλα σε δύο σύγχρονες λογοτεχνικές παραλλαγές του ίδιου µύθου, την Oδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη (1938) και τον Oδυσσέα του James Joyce (1922),
δεν µπορεί παρά να είναι ένα road movie (ταινία δρόµου), όπως ονοµάστηκε ο αφηγηµατικός τρόπος που εµφανίστηκε κατ' αρχάς ως λογοτεχνικός, στο µυθιστόρηµα του Jack Kerouac Στο δρόµο (1957), το οποίο θα εγκαινιάσει το κίνηµα των Μπιτ.
O Αγγελόπουλος θα µπορούσε να θεωρηθεί σαν ένας όψιµος Μπιτ, αλλά µε µια
βασικότατη διαφορά: η επίµονη και λυτρωτική περιπλάνηση δεν τελείται εκτός χρόνου, όπως στους Μπιτ· τελείται σε χρόνο ιστορικό, όπου, όµως, περιπλέκεται κι ο ίδιος ο δηµιουργός που είναι παρών ανάµεσα στους ήρωές του.
Στην «αφήγηση δρόµου», αυτό που µένει πίσω από τον ταξιδιώτη, δεν είναι ο χώρος (δηλαδή ο δρόµος κι ό,τι αυτός συνδέει), αλλά ο χρόνος. Εδώ, δεν υπάρχει ρολόι, κι ο χρόνος, όπως κι ο χώρος, υπακούει µόνο στο νόµο των πιθανοτήτων.
Η ελευθερία, βασικό αίτηµα των Μπιτ, γίνεται δυνατή µόνο έξω και πέρα από το χρόνο, κι αυτό παραπέµπει σε µια µεταφυσική χωρίς Θεό, αφού το τέλος του ταξιδιού δεν καταλήγει στον παράδεισο κι αφού η κόλαση βρίσκεται πάντα πίσω, στα µέρη που αφήνουµε πίσω µας στη φυγή µας προς τα µπρος.
Εκείνο το οποίο αναζητεί ο ήρωας που µονίµως φεύγει χωρίς να έχει την πρόθεση να πάει πουθενά, δεν είναι ούτε η Ιθάκη, ούτε η Πηνελόπη· είναι ο «πηγαιµός για την Ιθάκη»· είναι το ταξίδι για το ταξίδι, η συχνά έως θανάτου άσκοπη περιπλάνηση:
λογικότατο ταξιδιωτικό σχέδιο µέσα στον πλήρη παραλογισµό του· και εξόχως αντιτουριστικό. Άλλωστε, για κάθε φιλοσοφηµένο άνθρωπο, κάθε ταξίδι τελειώνει σ' ένα νεκροταφείο.
Και κάθε νεκροταφείο είναι µια Ιθάκη
Ωστόσο, όταν την Ιθάκη τη µεταθέτεις στο Σαράγεβο,
όπως κάνει ο Αγγελόπουλος στο Βλέµµα του Oδυσσέα, τότε την τοποθετείς στην κόλαση.
Κι όταν την Πηνελόπη (Μaia Morgenstern) τη «σκορπάς» στο δρόµο, τότε δε θα βρεις καµιά Πηνελόπη όταν φτάσεις στο τέλος του ταξιδιού. Tα µονοπάτια της Iστορίας δεν οδηγούν πουθενά, κυρίως µετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισµού.
Αυτή η ταινία δρόµου µιλάει κυρίως για τον χαµένο δρόµο της Ιστορίας, για το ξεστράτισµα του ανθρώπου στην αιώνια πορεία του προς την Oυτοπία, η οποία, από την εποχή τού Τhomas More, πάντα είχε τη µορφή παραδείσου.
O Μarx έκανε ό,τι µπορούσε για να µειώσει την καταστροφική λειτουργία των νόµων των πιθανοτήτων στην Ιστορία, αλλά δεν πήρε υπόψη του πως οι άνθρωποι µπορεί και να µη θέλουν σωτηρία άλλου είδους απ' αυτήν που υπόσχεται ο Θεός και που, κατά το χριστιανισµό, εισέβαλε τρεις
φορές στον ιστορικό χρόνο:
την πρώτη, όταν έφτιαχνε τον κόσµο· τη δεύτερη, όταν έστελνε τον Υιό Του για να διορθώσει τα θεϊκά λάθη·
και την τρίτη, όταν εγκαθιστούσε επί µαταίω µέσα στην Ιστορία το Άγιο Πνεύµα, την ηµέρα της Πεντηκοστής. Παρά την τριπλή επέµβαση, η αποτυχία του θεϊκού σχεδίου είναι παταγώδης, κι αυτό θα µπορούσε να είναι µια κάποια παρηγοριά για την αποτυχία του ανθρώπινου σχεδίου.
Μας χρειαζόταν η κυνική ψυχραιµία του Karl Popper (Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της) για να παραδεχτούµε τελικά πως ένας από τους εχθρούς της ανοιχτής κοινωνίας είναι και ο Θεός.
Τι αποµένει, λοιπόν; Ίσως η πρόταση ενός υπαρξιστή, του Μerleau-Ponty:
η ίδια η στράτευση έχει µεγαλύτερη σηµασία απ' το σκοπό της στράτευσης.
Τη στιγµή που η Ιστορία τελείται, δεν έχεις ιδέα για την έκβαση – ευτυχώς· γιατί δε θα είχες κανένα λόγο να στρατευτείς, αν γνώριζες εξαρχής πως
η έκβαση θα ήταν αρνητική.
Κάθε στράτευση, λοιπόν, αν δεν είναι µια «τυφλή» αυτοστράτευση, είναι µια γελοία επιστράτευση.
O ήρωας της ταινίας Το βλέµµα του Oδυσσέα αυτοστρατεύεται σ' ένα ιδανικό που µοιάζει να 'ναι το τελευταίο µέσα σε µια κοινωνία η οποία κατανάλωσε όλα τα ιδανικά της:
το να περισώσεις το αρχικό, το παρθενικό βλέµµα που έριχνε ο κινηµατογράφος στον κόσµο, στην αρχή του αιώνα που πεθαίνει, σίγουρα είναι ένα ιδανικό που µετριάζει τη «θλίψη απ' το τέλος τού αιώνα», όπως λέει ο
Αγγελόπουλος, που ξέρει καλά τι λέει.
Λέει πως η προσπάθεια για σωτηρία του αιχµαλωτισµένου στο σελιλόιντ βλέµµατος µοιάζει µε ιεραποστολή κι έχει σχέση µ' αυτό που παλιότερα ονόµαζαν σωτηρία της ψυχής.
Τρεις επεµβάσεις του Θεού και µία του Μarx τέσσερις, δεν κατάφεραν να σώσουν ούτε την ψυχή ούτε το κορµί. Ίσως, τελικά, η σωτηρία έρθει µέσα από τη σωτηρία του βλέµµατος.
Όταν µάθουµε να βλέπουµε καλά, µπορούµε να ενεργούµε καλύτερα. Το σηµαντικό είναι να ξέρεις να επεµβαίνεις διά του βλέµµατος πάνω στο παλίµψηστο της Ιστορίας και να ξύνεις τα στρώµατα που καλύπτουν το ένα το άλλο.
O Ζήσιµος Λορεντζάτος θα µας υποδείξει µια µέθοδο, που µοιάζει πολύ µ' αυτήν του Αγγελόπουλου: «Κάθε γενιά ξύνει την περγαµηνή τη
γραµµένη µε τις περιπέτειες της προηγουµένης και γράφει επάνω τις περιπέτειες τις δικές της.
Το παράξενο είναι πως, µε τα τόσα ξυσίµατα και τις διαδοχικές γραφές, η περγαµηνή από κάτω µένει πάντα απείραχτη – το θαύµα της ζωής».
O Θόδωρος Αγγελόπουλος θα ξύσει πολύ βαθιά την περγαµηνή όπου είναι αποτυπωµένη η Ιστορία των λαών των Βαλκανίων.
Και θα αποκαλύψει πολλούς χρόνους γραµµένους πάνω στο πανάρχαιο παλίµψηστο του Oµήρου, τη φιλολογική αρχετυπική µήτρα της
µεγάλης και ατέρµονης ανθρώπινης περιπέτειας.
Όµως, αυτό που θα βρει τελικά στο παλίµψηστο, δε θα 'ναι οι επάλληλοι χώροι µε τους παγωµένους χρόνους τους, όπως στη ζωγραφική, αλλά οι αλληλοεπικαλυπτόµενοι χρόνοι, οι στοιβαγµένοι πάνω σ' έναν στενό
και δύσκολο χώρο, το χώρο των Βαλκανίων.
Πρόκειται για ένα χώρο παντελώς ακατάλληλο για την ανάπτυξη του έπους και,
συνεπώς, άσχετο µε τη χωρική άνεση που δίνει στον εαυτό του ο Όµηρος. O χρόνος στο Βλέµµα του Oδυσσέα είναι απολύτως συναρτηµένος µε το χώρο.
Θα 'λεγες πως, εδώ, ο χρόνος βγαίνει από το χώρο των Βαλκανίων, όπως βγαίνει από το χώρο του ∆ουβλίνου ο χρόνος της µιας ηµέρας (16 Ιουνίου 1904) στον Oδυσσέα του Joyce·
µόνο που, στο Βλέµµα του Oδυσσέα, ο χρόνος δεν είναι ούτε καν αυτός της µιας ηµέρας που χαρίζει στον ήρωά του ο Joyce. O ήρωας του Αγγελόπουλου ζει στον δικό του χρόνο, αυτόν που κατασκεύασε ο ίδιος για προσωπική του χρήση, όπως ο Κerouac στον αυτοβιογραφικό ∆ρόµο.
Το βλέµµα του Oδυσσέα είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας, µια εσωτερική περιπέτεια, όπου η ύπαρξη προηγείται σταθερά της ουσίας, και, συνεπώς, δεν
υπάρχει κανένας λόγος ο χρόνος να µετριέται µε το ρολόι,
όπως στις κοινές περιπέτειες, που αρχίζουν, κορυφώνονται και
τελειώνουν µε τη λογική σειρά την οποία επιβάλλει ο «αντικειµενικός», ο µαθηµατικός χρόνος.
O ήρωας της ταινίας Το βλέµµα του Oδυσσέα δε ζει µια περιπέτεια, ζει τη δική του περιπέτεια και επιβάλλει στην εξωτερική περιπέτεια (πόλεµος) τον δικό του χρόνο.
Έχει, λοιπόν, την ποιητική άνεση να µπαινοβγαίνει στο χρόνο απ' όποια «πόρτα» θέλει, πολύ περισσότερο τώρα που όλες οι πόρτες
στα Βαλκάνια είναι σπασµένες,
τώρα που ο ιστορικός χρόνος τρέχει από τις τρύπες ενός κόσκινου και διαχέεται παντού στον βαλκανικό χώρο.
Κάπως έτσι συµβαίνουν τα πράγµατα και στην Oδύσσεια του Καζαντζάκη, ο οποίος πιάνει τον οµηρικό ήρωα εκεί όπου τον εγκαταλείπει ο Όµηρος, κι αρχίζει να τον περιφέρει σε καινούργιους τόπους, µε καινούργιους ανθρώπους, ίσα ίσα για να µη φτάσει ποτέ ο Oδυσσέας στην Ιθάκη.
Τι ρεζιλίκι να επιστρέφεις σπίτι σου, εσύ, ένας Oδυσσέας, και να βρίσκεις εκεί την Πηνελόπη να σου 'χει έτοιµες τις παντούφλες και τη σούπα!
Αν ο Joyce συµπυκνώνει το χρόνο της οδυσσεϊκής περιπέτειας στη µία
ηµέρα, ο Καζαντζάκης τον ανοίγει στο άπειρο. Βρίσκεται, συνεπώς, πιο κοντά στην οµηρική άποψη για την περιπέτεια.
Όσο για τον Αγγελόπουλο, αυτός φρόντισε να εξαφανίσει και την Ιθάκη και την Πηνελόπη και τον ίδιο τον Oδυσσέα, έτσι ώστε αυτός που περιπλανιέται, να µην είναι ο Oδυσσέας, αλλά το βλέµµα του.
Το έπος, ακόµα και το αντι-έπος του Joyce, είναι παντελώς αδύνατον στις µέρες µας. Στις µέρες µας, δυνατή είναι µόνο µια «περιπέτεια δρόµου».
Μόνο αυτή περισώζει ό,τι έχει σωθεί απ' τον Όµηρο. Στην περιπέτεια δρόµου, η µόνη χρήσιµη αποσκευή είναι τα µάτια σου.
Τι γίνεται, όµως, όταν τα µάτια σου ενεργοποιούν αδιάκοπα την εικονοπλαστική φαντασία, πράγµα ανεπίτρεπτο στη λογοτεχνία του Κerouac και την προβληµατική των Μπιτ, αλλά και σ' όλες τις ταινίες δρόµου, µε πρώτες και καλύτερες ανάµεσά τους αυτές του Wim Wenders, του συνεπέστερου
µαθητή του Κerouac;
Γίνεται ό,τι γίνεται πάντα όταν ενεργοποιείται η φαντασία, απ’ την οποία προσπαθεί απεγνωσµένα να ξεφύγει η περιπέτεια δρόµου: η ενεργοποιηµένη φαντασία ενεργοποιεί τη µνήµη και η ενεργοποιηµένη µνήµη συντηρεί τη φαντασία µέσα από µια αδιάκοπη ανάδραση.
∆εν µπορείς να γλιτώσεις απ' τη µνήµη, παρά µόνο αν καταφέρεις να ασκηθείς στον οµφαλοσκοπικό ησυχασµό, όπως τον ορίζει ο Γρηγόριος Παλαµάς.
Όσο υπάρχει µνήµη, θα υπάρχει και Ιστορία· κι όσο υπάρχει φαντασία, θα
υπάρχει και Oυτοπία.
Το σηµαντικό για µια αναστήλωση της πάντα αναγκαίας Oυτοπίας, είναι να διαφυλαχτεί, ως κόρη οδυσσεϊκού οφθαλµού, η καλή συνεργασία της µνήµης µε τη φαντασία.
Όσο οι µουζίκοι προσεύχονται (εκτός απ' το Θεό, τον εγγυητή της ουράνιας Oυτοπίας)
και στον Λένιν (τον εγγυητή της γήινης), πρέπει να 'µαστε αισιόδοξοι.
Από το βιβλίο Το βλέµµα του ποιητή (6 κείµενα για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Το βλέµµα του Oδυσσέα),
εκδ. Αιγόκερως, 1996.
σχόλια