φωτογραφίες: Δ.Βεκόπουλος
Ο σκηνοθέτης Τάσος Σαγρής μιλάει την παράσταση του ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ βασισμένη στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Δημητριάδη
Ποια ανάγκη αποτέλεσε την απόφαση σου να ανεβάσεις το «Πεθαίνω σαν χώρα» σε θεατρική μορφή; Είναι καθαρά καλλιτεχνικοί οι λόγοι ή το γεγονός ότι η εποχή που βιώνουμε μοιάζει σαν την προφητική επαλήθευση του;
Το έργο είναι μια πεισματική, λεπτομερής καταγραφή της καταστροφής μιας κοινωνίας. Την ίδια στιγμή, αυτό που μας εξήγησε ο Δημητριάδης στις σύντομες συζητήσεις μας ήταν ότι το βαθειά σωτηριολογικό μήνυμα αυτού του κειμένου κρύβεται στην βεβαιότητα ότι μόνο αν καταφέρουμε να καταστρέψουμε τα ακλόνητα θεμέλια αυτού του κόσμου θα επιτρέψουμε στην ζωή να αποκτήσει την σημασία, την ελπίδα και την δύναμη που βαθειά μέσα μας όλοι μας αναζητούμε. Σύμφωνα με τα λόγια του Δημητριάδη, «υπάρχει ένας πόλεμος που κρατάει χίλια χρόνια» και ίσως πολλά περισσότερα, ανάμεσα στις δυνάμεις της προσωπικής αυταπάτης, της κυριαρχίας, της συντήρησης, της καπηλευμένης και χαλκευμένης παράδοσης, της ανισότητας και της εκμετάλλευσης από την μια μεριά και τις δυνάμεις της ανεξέλεγκτης, πηγαίας, επικίνδυνης και αντιφατικής ανάγκης για έρωτα και απόλυτη ελευθερία από την άλλη. Εμείς, διαλέγουμε να σταθούμε από αυτή την πλευρά αυτής της μάχης. Και κάνουμε αυτή την παράσταση για να βαδίσουμε προσεχτικά μαζί με τους θεατές αυτό το λεπτό νήμα που χωρίζει την εξέγερση από τον κοινωνικό κανιβαλισμό, τον έρωτα από το μίσος, την ελπίδα από την κατάθλιψη, την επανάσταση από τον ολοκληρωτισμό.
Είχες υπ’ όψιν σου προηγούμενα ανεβάσματα του ίδιου έργου όταν αποφάσισες να καταπιαστείς με αυτό; Επιδίωξες να αποφύγεις τα δάνεια ή άφησες τον εαυτό σου ελεύθερο σε επιρροές και εικόνες από εκείνες τις εκδοχές;
Με στοιχειώνει η δύναμη και η αλήθεια της παράστασης του Στέλιου Κρασανάκη το 1989 με τα παιδιά του κέντρου αποτοξίνωσης «18-άνω». Η προσπάθεια να κάνεις ένα έργο να μιλήσει για την ζωή σου και την ζωή των ανθρώπων που το έχουν ανάγκη… Η ανάγκη να ουρλιάξεις στην μέση του δρόμου, να γίνεις ένα σήμα κινδύνου, να εκπέμψεις S.O.S. Από την άλλη, αυτό που προτείνουμε στην παράσταση μας, νομίζω για πρώτη φορά, είναι το να δούμε ολόκληρο το κείμενο, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές, μέσα από τα μάτια 4 γυναικών που έζησαν την φρικτή ιστορία της καταστροφής μιας κοινωνίας και τώρα, η κάθε μια μόνη της, με το πολύ ξεχωριστό τρόπο της, αναζητά μια κρυφή διέξοδο, μια έξοδο κινδύνου. Οι γυναίκες αυτές γίνονται ένα αντικαθρέφτισμα του καθενός μας, είναι οι τέσσερις ηλικίες της ζωής του ανθρώπου, είναι οι τέσσερις γενιές που συνυπάρχουν και έρχονται σε σύγκρουση, είναι οι διαφορετικές πλευρές που κρύβουμε μέσα μας. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθούμε να παρουσιάσουμε το «Πεθαίνω σαν Χώρα» όσο άμεσα κατανοητό και βαθιά συγκινητικό πιστεύουμε ότι είναι πραγματικά.
Η παράσταση που έχεις ετοιμάσει δίνει έμφαση στο λόγο ή την εικόνα; Εννοώ, η επική αφήγηση περνάει μέσα από ένα είδος αναλογίου ή υπάρχει έντονη χρήση εικόνας και ήχου;
Μέσα από την 20ετη συμμετοχή μου στην πολιτιστική και πολιτική κολεκτίβα Κενό Δίκτυο (http://voidnetwork.blogspot.com) έχω μάθει να μην διαχωρίζω τον λόγο, την εικόνα και το συναίσθημα μιας και το πεδίο του λόγου είναι πάντα αυτό το σημείο στο οποίο ενώνονται οι επιθυμίες μας με τις πράξεις μας. Άλλωστε η ποίηση είναι η τέχνη που κατά βάση υπηρετώ με την ζωή και την στάση μου και η ποιητικότητα μπορεί και πρέπει να διαπνέει όλες τις μορφές τέχνης. Τα multi media, το video art, η μουσική και τα ηχοτοπία μπορούν να προσφέρουν πολλά στο θέατρο αν είναι εκεί για να υπηρετήσουν τον λόγο του κειμένου και πάνω σε αυτή την βάση πειραματιζόμαστε μαζί τους. Το ίδιο και οι πολύπλοκες, εξπρεσιονιστικές και σκοτεινές ατμόσφαιρες που χρησιμοποιούμε με τον σχεδιαστή φωτισμών Γιώργο Παπανδρικόπουλο. Παρουσιάζουμε ένα λιτό, σχεδόν δωρικό σκηνικό, με ηθοποιούς που εμπνέονται, ανάλογα με την διαφορετική ηλικία που εκφράζουν, από το αρχαίο δράμα και τους παραδοσιακούς γιαπωνέζικους θεατρικούς τρόπους, τους καλούς ηθοποιούς του παλιού αμερικάνικου σινεμά και το μελαγχολικό σκοτεινό ύφος των νέων παιδιών στους νυχτερινούς δρόμους της πόλης. Με αυτό τον τρόπο οι εποχές, οι ηλικίες και τα όνειρα μπερδεύονται όπως κάποια απογεύματα στην οδό Πανεπιστημίου, ο δρόμος γίνεται θεατρική σκηνή και το θέατρο ταξιδεύει μέσα στον χρόνο πέρα από τα όρια της προκαθορισμένης μας μοίρας.
Γιατί όλο και πιο συχνά η νέα γενιά σκηνοθετών επιλέγουν πεζό λόγο αντί θεατρικών έργων;
Σίγουρα, ο πεζός λόγος μπορεί να είναι πολύ πιο ξεκάθαρα αναλυτικός από τον ποιητικό ή τον θεατρικό λόγο. Μετά από πολλά χρόνια που οι «μεγάλες αφηρημένες ιδέες» λοιδορήθηκαν και αποδομήθηκαν ο κόσμος ουρλιάζει ξανά στους δρόμους όλου του κόσμου για Ελευθερία και Ισότητα. Όταν παρουσιάσαμε πέρσι, με το +Ινστιτούτο [Πειραματικών Τεχνών], τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ στο κοινωνικό κέντρο Νοσότρος στα Εξάρχεια, εστιάσαμε όλες μας τις προσπάθειες στο να κάνουμε αυτές τις μικρές δαιμονισμένες υπηρέτριες που σχεδιάζουν να σκοτώσουν τα αφεντικά τους, να μιλήσουν ξεκάθαρα, να προσφέρουν σε όλους εμάς την ευκαιρία να τολμήσουμε να στοχαστούμε το οριστικό τέλος ενός κόσμου καταναγκασμού, εκβιασμού και μαζικής αποβλάκωσης. Η φράση από αυτή την παράσταση: «ΝΑ ΜΗΝ ΖΗΣΟΥΜΕ ΣΑΝ ΔΟΥΛΟΙ!» έγινε σύνθημα που γράφτηκε στους τοίχους πολλών πλατειών κατά την διάρκεια του περσινού, υπέροχου, καλοκαιριού. Ένα κείμενο αναλυτικό και περιγραφικό όπως το «Πεθαίνω Σαν Χώρα» μιλά άμεσα και χωρίς αναστολές με τον τρόπο που η γενιά μας, τώρα, προσπαθεί να ψελλίσει ξανά κάποιες παλιές ξεχασμένες αλήθειες. Αυτός πιστεύω είναι ο λόγος που πολλοί νέοι σκηνοθέτες επιλέγουν τον πεζό λόγο. Γιατί μπορεί να μας βοηθήσει να θυμηθούμε όλα αυτά που η κυρίαρχη μαζική κουλτούρα προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε. Μια ζωή γεμάτη με νόημα, μια σκέψη με κριτική ικανότητα, μια καρδιά που δεν είναι κλεισμένη απ΄το φόβο, που βοηθά, πολεμά, νοιάζεται και φροντίζει, μια δημιουργική φαντασία που παράγει ζωντανούς κόσμους Ελευθερίας. Αυτά είναι τα στοιχεία που αναζητώ. Αν ένα έργο μπορεί να μας βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, τότε μπορώ να αφιερώσω πολλά χρόνια για να το υπηρετήσω.
Θα ήθελες να πεις ποια φράση του «Πεθαίνω σαν χώρα» αποτελεί τη «μυστική» σου σχέση με το έργο, που κάθε φορά που επανέρχεσαι σ’αυτήν σε φορτίζει συγκινησιακά και επιβεβαιώνει την επιλογή σου να αναμετρηθείς με το έργο;
«Τη χρονιά εκείνη, καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να έρθει στον κόσμο. Πολύ αργότερα αυτή η συμφορά που κατέστρεψε τα θεμέλια της ζωής ονομάστηκε Μεσαίωνας της Μήτρας.» Ένα απόγευμα μετά την πρόβα η ηθοποιός Σίσσυ Δουτσίου, που ξεκινά με αυτή την φράση το έργο, με κοίταξε και μου είπε: «Ξέρεις, για πολύ καιρό σκεφτόμουν ότι είναι σαν σκηνικό επιστημονικής φαντασίας αυτή η φράση… Μέχρι που κατάλαβα ότι ούτε και εμείς, ούτε και χιλιάδες άλλοι νέοι άνθρωποι γύρω μας δεν μπορούμε να γεννήσουμε πλέον παιδιά, αφού ζούμε εγκλωβισμένοι χωρίς λεφτά, χωρίς χρόνο και χωρίς ένα σίγουρο μέλλον να τους προσφέρουμε…». Από εκείνη την στιγμή, όταν κοιτάζω νεαρά ερωτευμένα ζευγάρια στους δρόμους όλο αυτή την φράση σκέφτομαι… «Μεσαίωνας της Μήτρας»…
Παίζουν οι ηθοποιοί: Σίσσυ Δουτσίου, Σοφία Σταυρακάκη, Άλκηστις Πολυχρόνη και Δανάη Νικολαϊδη.
Μέχρι τις 7 Απριλίου, κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. ΤΡΙΑΝΟΝ Κοδριγκτώνος 21, 210 8215469
σχόλια