του Shraosha από το http://sraosha2.blogspot.com
Σημείωση πρώτη: η κρησάρα
Ι.
Ξεκινάμε με τα τετριμμένα: ας πούμε ότι είσαι γυναίκα και πετυχαίνεις υπερβολικά στον πνευματικό χώρο, από σινεμά μέχρι βιβλίο και από ποίηση μέχρι διοργάνωση εκδηλώσεων και θεαμάτων, από θέατρο μέχρι τραγούδι και από σκηνικά-κουστούμια μέχρι ζωγραφική. Η πρώτη αντίδραση όσων σε παρακολουθούν είναι να ψάξουν ποιανού είσι συ: γυναίκα, αδερφή, κόρη, ερωμένη. Φυσικό: ως γυναίκα, πώς αλλιώς θα σου δοθούν ευκαιρίες; Κακά τα ψέματα.
ΙΙ.
Ας πούμε ότι δεν είσαι γυναίκα, κόρη, ερωμένη κανενός. Ποιος να σε πάρει για γκόμενα έτσι που είσαι. Η επόμενη λοιπόν ερώτηση είναι, βεβαίως, "ποιος σε πηδάει", η ίδια που απευθύνουμε και στους πετυχημένους ορατά ή άουτ γκέι άντρες.
ΙΙΙ.
Ας πούμε ότι δε σε πηδάει κάποιος συγκεκριμένος. Το επόμενο ερμηνευτικό εργαλείο είναι αφοριστικό και όχι υπό μορφή ερώτησης: "αυτή έχει πάρει όλη την κοινωνία" (ενδεχομένως κατά το "εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω"). Η κοινωνία συνήθως ορίζεται ως σύνολο με πληθικό αριθμό μεγαλύτερο ή ίσο του 5. Γιατί όμως; Διότι, ως γνωστόν, για τις γυναίκες το σεξ δεν είναι απόλαυση αλλά μέσο αυτεπιβεβαίωσης, ατραπός τρυφερότητας, ατού στις επιδιώξεις τους. Όθεν, κάποια που έχει πάει με πάνω από 5, άρα με όλη την κοινωνία, είναι αδίστακτη. Ή πουτάνα. Ή αδίστακτη πουτάνα.
IV.
Σε αυτό το σημείο, αν είσαι γυναίκα και πετυχαίνεις υπερβολικά, μάλλον κάπως ήδη έχεις καλυφθεί. Εάν όχι, ε, είναι απλό: είσαι λεσβία.
Σημείωση δεύτερη: σιγή γυναιξί κόσμον φέρει
Η Χ είναι συγγραφέας. Τώρα τελευταία μάς τα έχει χαλάσει, αλλά τουλάχιστον πρόλαβε να ενοχλήσει, να τσαντίσει και να προκαλέσει τον φθόνο συντηρητικών, αριστερών ηθογράφων, οικογενειολατρών, νεκραναστημένων λειψάνων της γενιάς του 30, λεβεντοπροζάτων, ξινών κριτικών. Ωστόσο την πιο εύλογη κριτική για τη Χ δεν την άκουσα για μια σειρά από χαριτωμένα αλλά αδιάφορα βιβλία της, ούτε για άρθρα της που πρέπει να σερβίρονται με αγχολυτικό. Την άκουσα για την πολιτεία της Χ, και είναι χαρακτηριστική του πατριαρχικού-σεξιστικού γραφικού χωριού Κωσταλέξι που είμαστε: Η Χ δεν είναι μάνα, αδερφή, σύζυγος ή κόρη κανενός. Ίσα ίσα, όπως επιγραμματικά μού είπε κάποιος του χώρου, "μεθοκοπάει και τραβολογιέται με γκόμενους στα πάρτυ". Η αξιολόγηση μού έμεινε διότι εκείνη την ώρα ο εν λόγω άνθρωπος του χώρου ήταν ακόμα πιο μεθυσμένος κι από εμένα. Εντάξει, αν ήταν η Χ άντρας, θα ήταν πούστης, κρυφός κατά προτίμηση. Το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι στην τρίτη σημείωση:
Σημείωση τρίτη: τα βραχιόλια της βροντούν
Ποιες είναι οι ελληνίδες συγγραφείς που όλοι σέβονται; Σύζυγοι, μητέρες, σαλές ποιήτριες της πρόζας. Εντάξει. Είπαμε, πώς αλλιώς να σου δώσει σημασία ο χώρος.
Ποιες ελληνίδες συγγραφείς πουλάνε; Κυρίες με μισό δάχτυλο μέικαπ, βραχιόλια, περιδέραια, χάντρες πολλές, με το μαλλί σε απόχρωση βαφής φούρνου, απόφοιτοι και εργαζόμενες και συνταξιούχοι. Γράφουν για τον έρωτα (what else is there?). Ομαλά, λυρικά, ποιητικά. Με πάθη ωραία, αποστεγνωμένα, της καρδιάς κι όχι των βουβώνων. Τις φαντάζομαι να γράφουνε στον υπολογιστή και τα τζάτζαλα που φοράνε να κροταλίζουν. Από μέσα ακούγονται ο Καπουτζίδης στην τιβί και η Φιλιππινέζα που τραγουδάει χαμηλόφωνα να μην ενοχλεί την κυρία. Άλλες θα γράφουνε με Parker (η Montblanc, δώρο του συζύγου, της Εθνικής Τραπέζης, επί τη ευκαιρία της 46ης χιλιάδας, είναι αποκλειστικά για την υπογραφή αντιτύπων) γιατί είναι αισθαντικότερη η διαδικασία, δεν πατάς κουμπάκια σε ένα άψυχο μηχάνημα παρά σέρνεις πάνω στο παρθενικό χαρτί τον μικρό φαλλό που ξεχειλίζει γαλάζιους χυμούς αφήνοντας πίσω του γραφή. Βεβαίως, μιλάνε τελικά για τα βάσανα της μέσης ελληνίδας που έχει ανοίξει η χοάνη του γάμου και την έχει καταπιεί σχεδόν μέχρι τον λαιμό, σαν κάποιο υποχθόνιο σκάμμα στην κωνική Κολαση του Αλιγκιέρι. Ακόμα και όταν η ιστορία εκτυλίσσεται στα σκλαβοπάζαρα της Ζανζιβάρης και στα αρχοντικά της Βραΐλας. Αλλά όλοι για τα βάσανά μας μιλάνε. Ιδίως λ.χ. τα τούρκικα σήριαλ.
σχόλια