Του Σπύρου Κουζινόπουλου από www.enet.gr
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη στυγερή δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του νεολαίου αγωνιστή του αριστερού κινήματος Στέφανου Βελδεμίρη... Ενός παλικαριού που είχε αφήσει εποχή στη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα για την αγωνιστικότητα, την απλότητα και την ανθρωπιά του. Ενός μειλίχιου και πάντα γελαστού οραματιστή για τον οποίο ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, στο ποίημα «Ωδή» που έγραψε συγκλονισμένος από τη δολοφονία του Βελδεμίρη, θρηνούσε: «Στέφανε Ακανθοστέφανε, έκλαψε η νύχτα όλα τ' αστέρια της, στο γυμνό σώμα σου»
Ηταν ανήμερα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου 1961, τρεις μόλις ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές που έμειναν στην ιστορία ως «οι εκλογές της βίας και της νοθείας» και κατά τις οποίες, εκτός του Βελδεμίρη, είχε δολοφονηθεί στο Δεμίρι Αρκαδίας και ο 24χρονος στρατιώτης Διονύσιος Κερπινιώτης, στέλεχος της ΕΔΑ.
Η δολοφονία του «γελαστού παιδιού», όπως αποκαλούσαν τον Στέφανο Βελδεμίρη, συνέβη την εποχή που, κράτος και παρακράτος, σε αγαστή συνεργασία, προσπαθώντας να ανακόψουν την άνοδο της αριστεράς, η οποία στις προηγούμενες εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί δεύτερη δύναμη, είχαν εξαπολύσει ένα φοβερό κύμα βίας και τρομοκρατίας, με εκατοντάδες τραυματισμούς στελεχών της ΕΔΑ αλλά και απλών πολιτών.
Ενα σκηνικό που κορυφώθηκε την ημέρα των εκλογών με τη νοθεία που διαπράχθηκε, καθώς αποδεδειγμένα εμφανίζονταν να έχουν ψηφίσει ακόμη και... νεκροί!
Ηταν τόσο χυδαία η νόθευση του λαϊκού φρονήματος σε εκείνες τις εκλογές, ώστε ακόμη και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1969, όταν ήταν στο Παρίσι αυτοεξόριστος την περίοδο της δικτατορίας, αναφερόμενος στα όσα διαδραματίστηκαν τότε να πει: «Μετά τις εκλογές του 1958, που έφεραν την ΕΔΑ δεύτερο κόμμα, είχε δημιουργηθεί μια εύλογη ανησυχία στα Ανάκτορα και σε ορισμένους στρατιωτικούς κύκλους. Και είχε γίνει η σκέψις, ενόψει των νέων εκλογών, να ασκηθεί ψυχολογική πίεσις επί των κομμουνιστών για να συμπτυχθεί η δύναμίς των. Τα ανόητα αυτά σχέδια κατήρτιζαν μυστικές υπηρεσίες εν αγνοία της κυβερνήσεώς μου...».
Ο Στέφανος Βελδεμίρης γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1937 στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του Σίμος Βελδεμίρης ήταν ένας βασανισμένος βιοπαλαιστής, κουρέας στο επάγγελμα που για τις αριστερές του πεποιθήσεις είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο.
Ο Στέφανος ήταν ένα παιδί έξυπνο και ζωηρό. Το μυαλό του βρισκόταν σε αδιάκοπη ανησυχία. Πήγε στο σχολείο νωρίτερα απ' ό,τι το επέτρεπε η ηλικία του. Ηθελε όλα να τα μάθει, όλα να τα ξέρει. Ηταν ένα παιδί ζωηρό και πανέξυπνο, που, όπως αφηγούνται οι φίλοι του, έπαιρνε πάντα πρωτοβουλίες, είτε στις φιλικές συντροφιές, είτε στα παιχνίδια των συνομηλίκων του.
Φοίτησε τρία χρόνια στη Σχολή Ηλεκτροτεχνιτών και στα 1952 έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Τεχνιτών του Πολεμικού Ναυτικού. Η θάλασσα ήταν μία από τις μεγάλες του αγάπες. Εκείνη την εποχή δεν ζητούσαν τα περιβόητα «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων» και ο νεαρός Στέφανος όχι μόνο μπήκε με το σπαθί του, αλλά ήταν και ανάμεσα στους πρώτους. Τα βράδια, όταν τελείωναν τα μαθήματα, κατέβαινε στη θάλασσα, την ώρα που το κύμα χτύπαγε λυσσασμένο στα βράχια. Η ψυχή του αντρειευόταν. Ηθελε να δαμάσει τη ζωή, να την νικήσει.
Γρήγορα όμως οι αρχές της Σχολής ανακάλυψαν ότι ο πατέρας του ήταν φακελωμένος ως αριστερός. Και τότε ο Στέφανος Βελδεμίρης θα εκδιωχθεί, έχοντας στην τσέπη του ένα χαρτί που έγραφε ότι «εστερείτο πατριωτικού χαρακτήρος»!
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, ρίχνεται στη σκληρή βιοπάλη, δουλεύοντας ως ηλεκτρολόγος. Ενώ παράλληλα αναπτύσσει πλούσια συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα μέσα από τις γραμμές της Νεολαίας ΕΔΑ. Κι όταν θα έρθει η ώρα να παρουσιαστεί στο στρατό, θα τον στείλουν στο περιβόητο «Τάγμα Σκαπανέων Κολινδρού», όπου συγκέντρωναν και βασάνιζαν τους αριστερούς στρατιώτες.
Ο τότε συνάδελφός του στο στρατό και πολύ αργότερα ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Κατηφόρης, θα γράψει χαρακτηριστικά για τον Βελδεμίρη: «Στον Κολινδρό τον φωνάζαμε "Σβέικ". Δεν ήταν παρατσούκλι. Με το πηγαίο λαϊκό χιούμορ του, με την ασυνήθιστη σβελτάδα του μυαλού του, πάλευε τη μιλιταριστική τυραννία τόσο καλά, που αυθόρμητος ο θαυμασμός μας τον είχε παρομοιάσει με τον αθάνατο ήρωα της τσεχικής λογοτεχνίας, που κορόιδευε με το κράτος του Φραγκίσκου Ιωσήφ».
Μετά την απόλυσή του από το στρατό, ο Στέφανος Βελδεμίρης εντείνει την πολιτική δραστηριότητα και όταν προκηρύσσονται οι εκλογές του 1961, αναλαμβάνει όλο το βάρος ευθύνης της τεχνικής προεκλογικής δουλειάς της ΕΔΑ, στήνοντας μεγαφωνικές εγκαταστάσεις στις πόλεις της βόρειας Ελλάδας όταν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν συγκεντρώσεις της ΕΔΑ.
Στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, ο Βελδεμίρης μαζί με τον στενό του φίλο και σύντροφό του στη Νεολαία της ΕΔΑ, Μόρφη Στεφούδη, μισθώνουν ένα ταξί και αρχίζουν να σπορπούν προκηρύξεις της αριστεράς στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, καλώντας το λαό να αντισταθεί στις εκλογές της βίας και νοθείας. Περνούν από τις συνοικίες Νεάπολη, Σταυρούπολη, Εύοσμος και όταν φτάνουν στην Ξηροκρήνη, ένας χωροφύλακας, ο Σπύρος Φιλίππου, από τους καλύτερους σκοπευτές της αστυνομίας, αρχίζει και πυροβολεί κατά του αυτοκινήτου. Δυο σφαίρες βρίσκουν το Βελδεμίρη στο πίσω μέρος του κεφαλιού και πέφτει νεκρός στην αγκαλιά του συντρόφου του Μ. Στεφούδη. «Τους την είχαν στημένη», δηλώνει αργότερα ο πατέρας του.
Η κηδεία του δολοφονημένου αγωνιστή γίνεται σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας, νύχτα κατά παράβαση των θρησκευτικών κανόνων, ενώ οι αστυνομικοί δεν αφήνουν ούτε τους γονείς του νεκρού να δώσουν τον ύστατο χαιρετισμό στον λεβέντη τους. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες οργισμένου λαού έξω από τα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας επαναλαμβάνουν επί ώρες την κραυγή: «Δολοφόνοι».
Η δίκη του δολοφόνου χωροφύλακα Σπύρου Φιλίππου θα γίνει πέντε μήνες αργότερα στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης και οι αστυνομικοί που θα παρελάσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης προσπαθούν ενορχηστρωμένα να δημιουργήσουν κλίμα ότι πυροβολήθηκε ο Βελδεμίρης γιατί τάχα οι Αρχές είχαν πληροφορία ότι από το σημείο εκείνο επρόκειτο να περάσουν... λαθρέμποροι! Το αποτέλεσμα της δίκης; Ο Φιλίππου καταδικάστηκε σε μόνο 4 χρόνια φυλάκιση, έμεινε σε αγροτικές φυλακές τα 2 και έκτοτε κυκλοφορούσε ελεύθερος μέχρι το θάνατό του στη Θεσσαλονίκη. Η απόφαση εκείνου του δικαστηρίου είχε προκαλέσει καγχασμό, με τον εισαγγελέα της έδρας Παύλο Δελαπόρτα να δηλώνει αγορεύοντας ότι «οι ένορκοι δεν υπήρξαν καλοί εργάται της δικαιοσύνης».
* Ο Σπύρος Κουζινόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, τέως γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
σχόλια