— Ποια είναι η σχέση σας με την επικαιρότητα, το χρόνο;
Για μένα η επικαιρότητα μπορεί να είναι ένα κείμενο του 1473, όπως το Περί της αξιοπρεπείας του ανθρώπου του Πίκκο ντελα Μιράντολα, που διάβασα πρόσφατα. Η επικαιρότητα, έτσι όπως την κυνηγούν κάποιοι άνθρωποι στο χώρο του βιβλίου, είναι ένα πλαστό πράγμα. Στη Διεθνή Έκθεση της Φρανκφούρτης τρέχουν όλοι να πάρουν τα τελευταία βιβλία, ενώ υπάρχουν αριστουργήματα της περασμένης δεκαετίας ή τεσσαρακονταετίας που δεν έχουν βγει ποτέ στην Ελλάδα. Αξίζει να έρθει κανείς και να δει το παζάρι των δικαιωμάτων. Δεν υπήρχε ποτέ η τρέλα που κυριαρχεί σήμερα. Τους παρουσιάζουν ως αριστουργήματα βιβλία που δεν έχουν κατακάτσει, δεν έχει φύγει από πάνω τους ο στρόβιλος, η σκόνη του καινούργιου. Πρέπει να έχεις ένα άλλο φάσμα και μια άλλη σχέση με το χρόνο και την ανάγνωση. Μπορείς να κάνεις διάλογο με κείμενα που είναι επί της ουσίας σύγχρονα, με τελείως διαφορετικούς όρους. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε στη δουλειά μας, είναι άλλωστε και μέρος της γοητείας της.
— Παρασύρονται οι Έλληνες εκδότες;
Οι Έλληνες είχαν μια απόσταση, αλλά τώρα έχουν μπει σε αυτό το παιχνίδι. Σήμερα ο κόσμος θέλει πολύ σύγχρονα πράγματα, συγγραφείς που βγαίνουν στην τηλεόραση και δίνουν συνεντεύξεις. Αυτό έχει πάει πίσω τα πιο κλασικά βιβλία. Βιβλία που έχουν άλλη σχέση με το χρόνο. Παλιότερα δεν είχες πρόβλημα με τον Χένρι Τζέιμς. Σήμερα έχεις.
— Είναι διεθνές φαινόμενο αυτό;
Το καραγκιοζιλίκι είναι ελληνικό. Σαφώς και άλλες χώρες συμπεριφέρονται έτσι, και πρόκειται κυρίως για χώρες που φτάνουν απότομα σε μια ανάπτυξη, αλλά στην Αγγλία, για παράδειγμα, δεν αποποιούνται το παρελθόν τους. Οι Άγγλοι μιλούν για κλασικούς αλλά και για μοντέρνους κλασικούς, αναφερόμενοι στη δεύτερη περίπτωση σε συγγραφείς όπως ο Ζενέ ή ο Σαρτρ, οι οποίοι εξακολουθούν να βρίσκουν τη θέση τους στα βιβλιοπωλεία. Εδώ όμως η οπισθοδρόμηση ως προς τους παλαιότερους συγγραφείς βρίσκεται στα όρια του επιθετικού φαινομένου.
Είναι πολλά τα βιβλία όμως που φτάνουν τις 40 και 50 χιλιάδες αντίτυπα, όπως κάποιας Χρύσας Δημουλίδου. Βιβλία που συνειδητά πλέον δεν θέλουν να συνδέονται με το χώρο της λογοτεχνίας και της διανόησης, δηλώνουν ότι συγγενεύουν περισσότερο με τον κόσμο της διαφήμισης, της τηλεόρασης, των media. Αυτά τα βιβλία ρουφάνε τη ζωή από τα υπόλοιπα. Κάνουν τεράστια τιράζ και είναι σαν βρικόλακες που πίνουν το αίμα των άλλων.
— Είναι η λογική του fast-junk food. Όμως εσείς οι εκδότες δίνετε τροφή στους αναγνώστες.
Το αναγνωστικό κοινό είναι ένα κοινό που αγοράζει περιοδικά, βλέπει τηλεόραση και τα βιβλιοπωλεία ανταποκρίνονται σε αυτή την έτοιμη τροφή. Παλαιότερα όμως έβγαιναν κάποια πιο δύσκολα κείμενα - δεν θέλω να χρησιμοποιώ τη λέξη αντιεμπορικά. Ας πούμε, βιβλία που έχουν άλλη ταχύτητα κυκλοφορίας, όπως για παράδειγμα ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Αυτά μπορούσαν να βρουν το χώρο τους σε ένα βιβλιοπωλείο, να μείνουν στο ράφι για κάποια χρόνια και ακόμη και να εξαντληθεί μια τέτοια έκδοση και να ξανατυπωθεί. Αυτά τα βιβλία σήμερα ούτε 400 αντίτυπα δεν μπορούν να δώσουν. Φεύγουν γρήγορα από τα βιβλιοπωλεία και γίνονται σαν γιαούρτια με ημερομηνία λήξεως.
— Το βιβλίο, δηλαδή, ως προϊόν;
Το έχουν κάνει καταναλωτικό προϊόν. Μπορεί να υπάρχουν 100 απορρυπαντικά, η κίνηση επικεντρώνεται στα εξής 4. Αυτό γίνεται και στο βιβλίο. Κοιτάξτε, γίνονται τεράστια τιράζ κάποιων βιβλίων...
— Τι εννοούμε τεράστιο τιράζ στην Ελλάδα;
Ας μην πάρουμε τα πιο ψηλά των 200 -250 χιλιάδων, όπως ήταν οι Μάγισσες της Σμύρνης ή ο Κώδικας Ντα Βίντσι. Είναι πολλά τα βιβλία όμως που φτάνουν τις 40 και 50 χιλιάδες αντίτυπα, όπως κάποιας Χρύσας Δημουλίδου. Βιβλία που συνειδητά πλέον δεν θέλουν να συνδέονται με το χώρο της λογοτεχνίας και της διανόησης, δηλώνουν ότι συγγενεύουν περισσότερο με τον κόσμο της διαφήμισης, της τηλεόρασης, των media. Αυτά τα βιβλία ρουφάνε τη ζωή από τα υπόλοιπα. Κάνουν τεράστια τιράζ και είναι σαν βρικόλακες που πίνουν το αίμα των άλλων.
— Οι λίστες των ευπώλητων κάνουν κακό σε αυτά τα βιβλία;
Με κάποιον τρόπο ναι. Όταν πας έξω από το κέντρο και τα μεγάλα βιβλιοπωλεία, στα συνοικιακά βιβλιοχαρτοπωλεία και σε μικρές πόλεις, βλέπεις ότι γεμίζουν τα ράφια με τις λίστες. Είναι δύσκολο ένα βιβλίο να βρει το δρόμο του όταν δεν είναι στις λίστες. Οι λίστες φτιάχνουν ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας: Ένα βιβλίο πουλάει επειδή πούλησε. Μπαίνει στους πάγκους και δίπλα στα ταμεία και περιθωριοποιεί τα βιβλία που έχουν άλλη ταχύτητα. Επιμένω σε αυτό, δεν χρησιμοποιώ τη λέξη αντιεμπορικό γιατί αυτή χρωματίζει το βιβλίο. Μιλάω για τη διαφορετική ταχύτητα κυκλοφορίας.
— Τον εμπορικό κίνδυνο τον σκέφτεστε;
Πολλά βιβλία μας είναι προορισμένα να μη βγάλουν τα έξοδά τους. Το ξέρεις αυτό. Δεν την πατάς από λάθος υπολογισμό, το ξέρεις από πριν.
— Ποιο ποσοστό των βιβλίων της Άγρας ανήκει σε αυτή την κατηγορία;
Αν πιστεύουμε ότι πρέπει να βγει ένα βιβλίο, θα το εκδώσουμε έτσι κι αλλιώς. Υπάρχουν τρόποι να το υποστηρίξουμε. Θα το βγάλουμε σε αντιεμπορική εποχή, ας πούμε. Το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο, μήνες κατά τους οποίους νεκρώνουν τα βιβλιοπωλεία, τότε είναι η φάση που μπορεί μια ποιητική έκδοση να μείνει έστω για λίγες μέρες σε έναν πάγκο, να φανεί κάπου. Είναι πολλά βιβλία μέσα στον προγραμματισμό μας που ξέρουμε ότι θα είναι παθητικά από οικονομική άποψη. Αλλά είμαστε περήφανοι που μπορούμε και τα βγάζουμε. Αυτό το παιχνίδι όμως στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Εγώ δεν θέλω να κάνω άλλη δουλειά. Αυτά τα βιβλία ξέρω και μου αρέσει να βγάζω. Πάνω σε αυτό έχει μονταριστεί όλη η Άγρα και το κοινό της.
— Κάθε φορά που σας αναζητώ, είστε στο τυπογραφείο. Πώς μοιράζετε το χρόνο σας ανάμεσα στη διοίκηση, την επιλογή τίτλων, την εκτύπωση;
Έχω μια συνολική, κυκλωτική αντιμετώπιση του θέματος. Από την επιλογή του βιβλίου, των κειμένων που θα πλαισιώσουν το κυρίως κείμενο. Αρχίζει η περιπέτεια της ερμηνείας του πράγματος που έχεις στα χέρια σου. Αυτό μπορεί να έχει ακόμη και ένα στοιχείο αυθαιρεσίας. Όταν το 1983 δημιουργήσαμε την αστυνομική σειρά που έβγαλε τα αστυνομικά από τα περίπτερα και τα έβαλε στα βιβλιοπωλεία, βοηθήσαμε να αναδειχθεί ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος και όχι ως παραλογοτεχνία. Τότε τυπώσαμε για πρώτη φορά ολόκληρα τα κείμενα, χωρίς περικοπές, με μεταφραστές που ταίριαζαν με το ύφος των συγγραφέων. Για πρώτη φορά αντιμετωπίζαμε τους συγγραφείς των αστυνομικών ως στυλίστες. Και για να υποστηρίξουμε το εγχείρημά μας εκδίδαμε τον Τσάντλερ ή τον Χάμετ με 100 σελίδες επίμετρο, με εργοβιογραφίες, σαν να βγάζεις τον Μπαλζάκ.
— Γι' αυτό πέτυχε.
Κοιτάξτε όμως πόσο αυθαίρετο ήταν αυτό που κάναμε. Ήταν μια ιδιομορφία δικιά μας. Την αποφασίσαμε με τον Ανδρέα Αποστολίδη. Πουθενά στον κόσμο δεν τυπώνονται έτσι τα βιβλία της αστυνομικής λογοτεχνίας. Μετά την επιλογή των τίτλων, διαλέγω το σχήμα του βιβλίου, τα τυπογραφικά στοιχεία, φτάνουμε στο εξώφυλλο και στην εκτύπωση. Το παρακολουθώ όλο αυτό μέχρι και την τελευταία τυπογραφική διόρθωση. Είμαι και στο στάδιο του χειρογράφου και στην τελευταία τυπογραφική διόρθωση. Οπότε ο χρόνος μου έχει μεγάλη σχέση με την ανάγνωση, υπάρχει ένα μοναχικό κομμάτι που είσαι με το στυλό και διορθώνεις.
Εξ ορισμού, όταν οι συγγραφείς μου μου λένε ότι γνωρίζουν τον τάδε τηλεοπτικό ηθοποιό για να τους παρουσιάσει το βιβλίο, απαντώ "δεν θα πάρουμε".
— Έχετε εκδώσει 840 τίτλους. Υπάρχουν βιβλία για τα οποία μετανιώσατε;
Μόνο τέσσερα. Και αυτό γιατί κάποια στιγμή υπέκυψα, δεν είπα όταν έπρεπε το όχι. Δεν έκανα κάτι από υποχρέωση αλλά από δική μου αμηχανία. Δεν μετανιώνω ποτέ γιατί ό,τι κάνω, το κρίνω όμως.
— Δεν σας αφορά γενικότερα η έννοια της μετάνοιας;
Όχι. Έχει να κάνει με τον καθολικισμό αυτό... Την ώρα που βγάζουμε ένα βιβλίο ξέρουμε πολύ καλά γιατί το κάνουμε. Μετά μπορεί να αποστασιοποιηθούμε και προσπαθούμε σε μια ανατύπωση να του δώσουμε τη μορφή που πιστεύουμε ότι είναι πιο σωστή. Αλλά αυτό είναι κάτι εν κινήσει, ανάλογα με το πώς είσαι την εποχή που το κάνεις. Προφανώς σκεφτόμαστε κριτικά για το παρελθόν, αλλά δεν μετανιώνουμε. Μπορούμε και να γελάσουμε ή να κοροϊδέψουμε τα λάθη μας.
— Ποια είναι λοιπόν η κριτική σας για αυτά τα τέσσερα βιβλία;
Δεν είναι σπουδαία από λογοτεχνική άποψη. Δεν τα κάναμε όμως επειδή νομίζαμε ότι θα πουλήσουν.
— Ποιο είναι το μεγαλύτερο τιράζ για βιβλίο της Άγρας;
Δεν λέω ποτέ νούμερα. Είναι στάση αυτό. Θα σας πω όμως ότι ένα μήνα πριν κυκλοφορήσει το Όταν έκλαψε ο Νίτσε του Γιάλομ, που είναι το βιβλίο μας που έχει πάει καλύτερα από όλα, στις τελευταίες διορθώσεις έλεγα ότι η πρώτη του έκδοση θα εξαντληθεί σε πέντε μήνες. Ήμουν ευχαριστημένος. Τελικά η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε 28 μέρες, χωρίς να μπει πουθενά διαφήμιση. Έπεσα τελείως έξω.
— Θέλετε να μου εξηγήσετε τη στάση σας για τα νούμερα;
Ερχόμαστε στην κουβέντα που κάναμε νωρίτερα για τα ευπώλητα. Μέχρι το 1990 μας τηλεφωνούσαν το Δεκέμβριο από εφημερίδες να μας ρωτήσουν «ποιο είναι το πιο αξιόλογο βιβλίο που βγάλατε φέτος». Λίγο αργότερα, με τα έγχρωμα περιοδικά και το «Κλικ», οι ερωτήσεις μετατράπηκαν σε «ποιο βιβλίο σας πούλησε περισσότερο μέσα στο χρόνο». Έκτοτε εγώ το βούλωσα επ' αυτού. Είναι ψευδές, καταλήγει σε ψευδή συμπεράσματα και γι' αυτό δεν θέλω να παίζουμε δημόσια με αυτά τα ζητήματα. Τα βιβλία του Καββαδία κάθε χρόνο ξανατυπώνονται. Όλα. Δεν υπάρχει ποιητής που το συνολικό του έργο να τυπώνεται κάθε χρόνο. Όμως ο Καββαδίας δεν θα περάσει ποτέ σε καμία λίστα best seller. Άρα όλο αυτό είναι ένα ψέμα.
— Στηρίζεται στο στιγμιαίο.
Και σε ένα παιχνίδι αριθμών. Γι' αυτό αρνούμαι να μπω στο παιχνίδι. Συχνά μας το ζητάνε, τώρα μας βάζουν και να το «πληρώσουμε» σε μερικά έντυπα. Για παράδειγμα, πέρυσι τον Ιούνιο κυκλοφόρησε Η Μάνα και το νόημα της ζωής του Γιάλομ. Πούλαγε σαν τρελό. Επειδή όμως δεν λέγαμε νούμερα, βγήκε ένα αφιέρωμα μεγάλης εφημερίδας για τα ευπώλητα του καλοκαιριού και δεν είχε αναφορά στο βιβλίο.
— Πόσο βοηθούν οι κριτικές και οι στήλες των βιβλίων;
Υπάρχουν θετικά και αρνητικά. Υπάρχουν σοβαροί δημοσιογράφοι που κάνουν καλή και λεπταίσθητη δουλειά. Όμως, κριτική υψηλού επιπέδου, όπως στο εξωτερικό, δεν υπάρχει. Αναφέρομαι στο είδος της κριτικής του «TLS», του «New York Review of Books». Απέχουμε έτη φωτός από αυτό. Εδώ το επίπεδο της κριτικής είναι πολλές φορές απογοητευτικό. Ακόμη και όταν είναι εγκωμιαστική, μπoρεί να γίνεται για λάθος λόγους. Πέρυσι είχαμε πρωτοσέλιδο σε ένα έντυπο για ένα καταπληκτικό βιβλίο μιας ξένης συγγραφέως. Η κριτικός το εγκωμίασε, πέρασε όμως δίπλα από αυτό που ήταν το ενδιαφέρον, από όλους τους λόγους για τους οποίους το εκδώσαμε. Θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε, και εγώ για μια εβδομάδα δεν μιλιόμουνα. Αυτό θα έπρεπε να καταγραφεί ως επιτυχία, αφού βοήθησε το βιβλίο...
— Το φαινόμενο των κριτικών που γίνονται λογοτέχνες και το αντίθετο, ή τα εγκώμια νέων συγγραφέων προς συναδέλφους τους, πώς το σχολιάζετε;
Δεν με ενοχλεί εξ ορισμού. Όλα έχουν δύο όψεις. Το εγκώμιο, όταν είναι καθαρό, δεν είναι κακό. Το έχουμε ξεχάσει και είναι σαν να μην τολμούμε να πούμε καλή κουβέντα. Το πιο μεγάλο παράδειγμα είναι το κείμενο που γράφει ο Εμπειρίκος για τον Εγγονόπουλο. Ο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου. Λέει, «δεν θα μιλήσω ως κριτικός, θα μιλήσω ως θαυμαστής και φίλος». Και αρχίζει ένα καταπληκτικό κείμενο που μπαίνει στην ουσία του έργου του Εγγονόπουλου, αλλά ορίζει εξαρχής τη θέση του ως θαυμαστή. Έχει μια καθαρότητα, μια λάμψη, μια γενναιοδωρία. Η γενναιοδωρία δεν είναι κακό να υπάρχει στην κριτική και στην κουλτούρα γενικότερα. Και στο χώρο της λογοτεχνίας είναι καλό να υπάρχει. Είμαστε μίζεροι, δεν τολμούμε να πούμε καλό λόγο και αν τον πούμε υπάρχει, συχνά, κάποια διαπλοκή. Αν ο φίλος εγκωμιάσει το φίλο του για τους σωστούς λόγους, είναι θεμιτό. Πάντως ο κριτικός που κάποια στιγμή θελήσει να γίνει συγγραφέας, ποιητής, συχνά αποδίδει. Ή το αντίστροφο: Ο Σεφέρης όρισε όλη την ελληνική κουλτούρα για δεκαετίες με τις Δοκιμές του. Ήταν υψηλού επιπέδου κριτικός, δοκιμιακός λόγος.
Δεν χρησιμοποιώ το ίντερνετ. Πρέπει να τυπώσω για να διαβάσω. Και πάλι, τα printout τα διαβάζω σαν μάθημα, δεν μπορώ να πάρω καθαρή απόλαυση από αυτά.
— Η τάση να γίνονται όλο και περισσότερες παρουσιάσεις-αναγνώσεις βιβλίων σας ενοχλεί;
Εδώ έχω απάντηση, ενώ στα άλλα θέλω να βλέπω πάντα δυο ή περισσότερες πλευρές. Πιστεύω ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός εκδηλώσεων, όπως και ένας πληθωρισμός παραγωγής. Αυτό είναι δυσάρεστο και κουραστικό.
— Επικίνδυνο είναι; Μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις;
Μη χρησιμοποιήσουμε τη λέξη επικίνδυνο. Τελευταία όλα είναι επικίνδυνα, σύμφωνα με τα ΜΜΕ. Επικίνδυνες οι φωτιές, επικίνδυνο και το χιόνι στην οδό Αλεξάνδρας. Έβγαιναν οι δημοσιογράφοι λες και είχαμε τσουνάμι . Όταν στη δεκαετία του '60, που ήμουν μικρός, χιόνιζε, ήταν γιορτή. Τώρα είναι επικίνδυνο. Ως προς τις παρουσιάσεις βιβλίων, το φαινόμενο είναι πληθωριστικό. Κάθε καρυδιάς καρύδι παρουσιάζει ένα βιβλίο. Τώρα έχουμε ένα επόμενο φαινόμενο που με ανατριχιάζει. Ηθοποιοί που στην αρχή της καριέρας τους έπαιξαν λίγο θέατρο και μετά επί είκοσι χρόνια έπαιζαν στα χειρότερα σίριαλ και σκουπίδια, όταν φτάνουν στα 45 ξαφνικά αρχίζουν και ψάχνουν την ποιότητα. Και να οι ηθοποιοί της τηλεόρασης που αρχίζουν και διαβάζουν ποίηση στη Στοά του Βιβλίου και σε άλλα βιβλιοπωλεία. Πολλοί συνάδελφοι τούς χρησιμοποιούν. Δεν βλέπω το λόγο ένας νέος ποιητής να έχει ανάγκη τον τηλεοπτικό ηθοποιό στην παρουσίασή του. Εγώ, εξ ορισμού, όταν οι συγγραφείς μου μου λένε ότι γνωρίζουν τον τάδε για να τους παρουσιάσει το βιβλίο, απαντώ «ευχαριστώ πολύ, δεν θα πάρουμε». Γιατί να δίνουμε συγχωροχάρτι σε όλους αυτούς που επί χρόνια έπαιζαν Φώσκολο και οτιδήποτε άλλο στην τηλεόραση; Άσε μας στον μικρό μας κόσμο και στο μικρό μας κοινό να κάνουμε τη δουλειά μας. Άλλωστε, έχουν φθείρει το όποιο ταλέντο τους με την τηλεοπτική εκφορά λόγου. Αν έρθουν ηθοποιοί, ας έρθουν του θεάτρου, σοβαροί. Ακόμη και η Στοά του Βιβλίου ως επίσημος φορέας καλεί τους τηλεοπτικούς.
— Και φυσικά δεν λείπουν πια οι πολιτικοί από τις παρουσιάσεις.
Η άλλη φάρσα. Έρχονται υπουργοί και υφυπουργοί και μιλάνε για βιβλία μαγειρικής, λογοτεχνία, για τα πάντα. Η Άγρα δεν φέρνει ποτέ πολιτικούς, συνειδητά. Μια φορά φέραμε μόνο επειδή ήταν πολιτικό το βιβλίο και ο πολιτικός ήταν εν αποστρατεία, ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης. Άλλη φάρσα, που θεωρώ εξίσου χυδαία, μαζί με τους τηλεοπτικούς αστέρες που ωριμάζουν και έρχονται να διαβάσουν λογοτεχνία, είναι οι παρουσιάσεις βιβλίων με πολιτικούς από όλα τα κόμματα στο ίδιο πάνελ. Έχουμε τσακωθεί γι' αυτόν το λόγο με συγγραφέα που θεωρεί ότι πάμε κόντρα στο βιβλίο του. Ας πάει σε άλλο εκδοτικό οίκο. Αυτός ο εκχυδαϊσμός είναι εκτός της λογικής μας. Δεν τον θέλουμε.
— Σας θυμώνει η φυγή συγγραφέων με τους οποίους έχετε συνεργαστεί;
Δεν είναι ευχάριστο. Αλλά μερικές φορές μπορεί εκατέρωθεν να έχει ολοκληρωθεί ο χρόνος της συνύπαρξης. Η έκδοση ενός βιβλίου είναι σαν αρραβώνας, κρατάει χρόνια με υποχρεώσεις εκατέρωθεν... Ποτέ δεν βγάζεις ένα βιβλίο και τελειώνεις με αυτό. Μετά πρέπει να το υποστηρίξεις τον επόμενο χρόνο, τα επόμενα δέκα χρόνια. Είναι μια συνειδητή δέσμευση που έχεις πάρει, είναι μέρος της δουλειάς. Με τα χρόνια, με κάποιους ανθρώπους κλείνει ο κύκλος. Πάντως, όπως και να το κάνεις, είναι διαζύγιο. Έχει στεναχώρια.
— Έχει γίνει «αρπαγή» συγγραφέα της Άγρας από άλλον οίκο;
Αρπαγή όχι. Έχει συμβεί, όμως, με έναν συγγραφέα που είχαμε συμφωνήσει και ετοιμάζαμε την έκδοση του βιβλίου του. Στη στροφή του δρόμου, μας τον αρπάξανε με μια πρόταση υψηλής προκαταβολής. Αρνηθήκαμε, για λόγους αρχής, να μπούμε στον πλειστηριασμό. Με αυτή την έννοια, ναι, έχει συμβεί.
— Θα το χαρακτηρίζατε ανήθικο;
Σαν άχαρο παιχνίδι το βλέπω. Θεωρώ ότι ήμασταν τυχεροί τελικά. Εμείς ξεκινήσαμε με την πιστότητα, τη σχέση εμπιστοσύνης, θέλαμε και καταφέραμε να είναι ο εκδοτικός οίκος το σπίτι του συγγραφέα.
— Έχετε δείξει την έξοδο σε συγγραφέα;
Ναι. Όλα έχουν γίνει. Το θέμα είναι να μη γίνονται ασχήμιες. Να είναι πολιτισμένα τα διαζύγια. Το κακό είναι οι συγγραφείς που πρωτοεκδίδονται και μετά κάθε βιβλίο τους το βγάζουν σε διαφορετικούς οίκους. Θυμάμαι το παράδειγμα ενός συγγραφέα από την επαρχία που δεν δεχθήκαμε το χειρόγραφό του. Το δέχθηκε ένας εξαιρετικός συνάδελφος, το εξέδωσε και πήρε εγκωμιαστικές κριτικές. Στο δεύτερο βιβλίο του μεταγράφτηκε και στο τρίτο ξανά. Εκεί τρελαίνεσαι. Και αυτός είναι μέτριος συγγραφέας, το πρώτο του βιβλίο είναι η μόνη αναλαμπή του. Αυτό με στενοχωρεί για το συνάδελφο που τον ανέδειξε, τον έβγαλε από τα εκατοντάδες χειρόγραφα που φτάνουν κάθε χρόνο στον εκδοτικό οίκο.
— Είστε επιχειρηματίας, κύριε Πετσόπουλε;
Βεβαίως. Από τη στιγμή που διοικώ μια επιχείρηση. Μπορεί βέβαια να τη διοικώ κάπως ιδιότυπα, αλλά είμαι επιχειρηματίας. Θα ήταν πιο λογικό, βέβαια, να διοικώ από το γραφείο αντί να περνάω τόσες μέρες στα ατελιέ και τα τυπογραφεία.
— Το κέρδος είναι απαγορευμένη λέξη εδώ μέσα;
Όχι, όχι. Απλώς δεν έχουμε πλουτίσει από αυτήν τη δουλειά.
— Γιατί γίνατε εκδότης;
Είναι μια καλή ερώτηση αυτή... Ήθελα από 19 χρονών να γίνω εκδότης έστω και ενός βιβλίου. Έτυχε να έχω γνωρίσει στα 16 τη Νανά Καλλιανέση και να πηγαίνω κάθε Σάββατο στον Κέδρο να μου δίνουν ένα βιβλίο να διαβάσω. Ήμουν από οικογένεια συντηρητικών τάσεων, ευκατάστατη, που έχασε τα λεφτά της εκείνη την εποχή. Έψαχνα να καταλάβω πράγματα γύρω από τον αριστερό χώρο. Πήγα στον Κέδρο να ζητήσω τα ταξίδια του Καζαντζάκη Στη Ρουσία και Στην Κίνα. Δεν τα είχανε, αλλά μου έδωσαν τον Εικοστό Αιώνα της Μέλπως Αξιώτη. Κάθε εβδομάδα πήγαινα μαζί με δυο τρεις φίλους και παίρναμε βιβλία. Μας σύστηναν στους συγγραφείς, τον Τσίρκα, τον Βάρναλη, που τους μάζευε και τους φρόντιζε η Καλλιανέση στο πατάρι του Κέδρου. Μετά γνώρισα τον Φίλιππο Βλάχο στα «Κείμενα», που στοιχειοθετούσε κιόλας. Με επηρέασε πάρα πολύ, είχε ένα στοιχείο βιβλιοφιλίας και αγάπης της τυπογραφίας και της αισθητικής του βιβλίου. Όντας από έναν χώρο μάχιμο αριστερό. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που εξαρχής με απασχόλησε πολύ: Ένας χώρος της Αριστεράς που όταν τύπωνε συνήθως απεμπολούσε την αισθητική. Εκεί κόλλησα το μικρόβιο κατασκευής του βιβλίου. Από την άλλη, δεν γράφω ο ίδιος, δεν ζωγραφίζω, δεν είμαι φωτογράφος∙ αγαπώ τα κείμενα και την ανάγνωση, αγαπώ τη ζωγραφική και τη φωτογραφία, αγαπώ την τυπογραφία, τον κόσμο των τυπογράφων, την κατασκευή και την επιμέλεια του βιβλίου. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου; Μου δίνεται η δυνατότητα να έχω στα χέρια μου και να επεξεργάζομαι και να δίνω μορφή στις δημιουργίες των άλλων.
— Η αισθητική ήταν από τότε βασικό ζητούμενό σας;
Εξαρχής. Ξεκίνησα 25 χρονών και τότε είτε δεν εκδίδονταν τα βιβλία που θέλαμε είτε έβγαιναν χάλια, όσον αφορά στη μετάφραση και την τυπογραφία. Εν γένει κακοποιημένα. Θέλαμε να βγάλουμε βιβλία που αντιπροσώπευαν την αισθητική μας, τις λογοτεχνικές και πολιτικές απόψεις μας. Πολλές φορές μιλούσαμε για την πολιτική μέσα από το λογοτεχνικό επιχείρημα. Θέταμε ως πολιτικό ζήτημα την αισθητική στο χώρο του βιβλίου.
— Σε ποια ηλικία άρχισε η σχέση σας με το βιβλίο; Με ποια αναγνώσματα;
Διάβαζα σε τρεις γλώσσες από παιδί. Η άμεση επαφή με τα βιβλία σε τρεις γλώσσες ήταν το καλύτερο πανεπιστήμιο. Πήγαινα στο Κολλέγιο Αθηνών και κάναμε Άμλετ στη Δευτέρα Γυμνασίου και στην Πέμπτη Γυμνασίου Βασιλιά Ληρ. Μεγάλο κέρδος θεωρώ επίσης την ανάγνωση του Καζαντζάκη στην πρώτη εφηβεία.
— Και σήμερα;
Δοκίμασα να τον ξαναδιαβάσω και δεν διαβάζεται με τίποτα. Υπάρχει ένας αφόρητος φολκλορισμός της γλώσσας που είναι απολύτως απωθητικός. Γι' αυτό έχω την εντύπωση ότι διαβάζεται καλύτερα ο Καζαντζάκης στα γαλλικά ή τα αγγλικά. Στη μετάφραση, όπου χάνεται το κακό φολκλόρ της γλώσσας. Παρ' όλα αυτά, η ρώσικη σαλάτα που κάνει με μηδενισμό, νιτσεϊσμό, χριστιανισμό, μαρξισμό, βουδισμό και το φολκλόρ σού ανοίγει κόσμους - δεν σου τους κλείνει. Όταν τελειώσεις την καζαντζακική παιδική περιπέτεια, ανοίγεις προς όλες τις κατευθύνσεις.
— Τα βιβλία που σας καθόρισαν ποια είναι;
Εκεί που άλλαξε ο κόσμος όλος είναι στα 18, όταν διάβασα τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία του Εμπειρίκου και την τριλογία του Τσίρκα. Μου άλλαξαν τη ματιά προς τον κόσμο.
— Ποιες αγάπες καθορίζουν την Άγρα;
Έχω πολλές εμμονές, και όχι μόνο αναγνωστικές... Μια είναι ο Εμπειρίκος, μια άλλη ο Καββαδίας. Είναι τα κείμενα περί ζωγραφικής με τα οποία ασχοληθήκαμε από νωρίς. Η έκδοση του Ντυσάμπ, που είχαμε κάνει το '90, εξαντλήθηκε μόλις τώρα. Να, είναι βιβλία που κάποια στιγμή τελειώνουν σχεδόν από φυσικό θάνατο. Τα πρώτα μας βιβλία φέτος αφορούσαν στη ζωγραφική. Μόλις κυκλοφόρησε μια έντονη κριτική που κάνει ο ιστορικός τέχνης Νίκος Χατζηνικολάου απέναντι στο Ελ Γκρέκο του Σμαραγδή για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωγραφική και το ζωγραφικό φαινόμενο στον κινηματογράφο. Με ενδιαφέρει το στοιχείο της κριτικής και της παρέμβασης που μπορεί να είναι και πολιτικού τύπου, αλλά μέσα από αισθητικά φαινόμενα.
— Άλλες εμμονές σας;
Οι εμμονές προχωράνε και ανανεώνονται. Πάντα υπάρχει μια εμμονή με την ερωτογραφία. Μεγάλη. Εκδώσαμε τότε τα κείμενα του Μπατάιγ, τον Μεγάλο Ανατολικό του Εμπειρίκου, αυτά έχουν καθορίσει την Άγρα. Τώρα τα Χριστούγεννα βγάλαμε την πρώτη πλήρη έκδοση του Κάμα Σούτρα με όλα τα κείμενα, γλωσσάρια, με πλούσια εικονογραφία. Η ιστορία του ματιού του Μπατάιγ ήταν το τέταρτο βιβλίο της Άγρας. Ήταν η εποχή των απαγορεύσεων, είχε βγει το Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη του Πετρόπουλου, η Αυτοβιογραφία της Μπέτυ, μιας τραβεστί, και όλα είχαν απαγορευτεί και, όταν γινόταν αυτό, ξαφνικά πουλάγανε σαν τρελά. Εμείς παλέψαμε να μην απαγορευτεί το βιβλίο, γιατί δεν θέλαμε να κινηθεί η ερωτική λογοτεχνία μέσα από την απαγόρευση.
— Πιστεύετε ότι μπαίνουμε ξανά σε μια εποχή απαγορεύσεων;
Ξαναξεκινάει. Πιστεύω ότι σήμερα κάποια κείμενα του Εμπειρίκου θα μπορούσαν να έχουν πρόβλημα. Είμαστε σε εποχή νεοσυντηρητισμού. Μαζί με τον Μπους και το Ιράκ επηρεάζονται και τα ήθη. Βρίσκουν ευκαιρίες, γίνεται η βέλγικη παιδεραστία και ξαφνικά δεν μπορείς να ακουμπήσεις τίποτα που να έχει να κάνει με εφηβικό ερωτισμό.
— Διαβάζετε από το ίντερνετ;
Δεν το χρησιμοποιώ. Πρέπει να τυπώσω για να διαβάσω. Και πάλι, τα printout τα διαβάζω σαν μάθημα, δεν μπορώ να πάρω καθαρή απόλαυση από αυτά. Παρ' όλα αυτά έχω το παράδειγμα ενός Γάλλου συναδέλφου που εκδίδει κυρίως δοκίμια. Πολλά του βιβλία είναι εξαφανισμένα από τα βιβλιοπωλεία, πουλάνε μέχρι 30 αντίτυπα το χρόνο. Όταν τα ανέβασε στο ίντερνετ, έφτασαν οι πωλήσεις τα 200 βιβλία το χρόνο.
— Θα βάλετε τα βιβλία της Άγρας στο ίντερνετ;
Ναι, αλλά δεν έχουμε ακόμη το μηχανισμό. Αλλά σαν απάντηση σ' αυτό που ρωτάτε, ναι, θέλουμε να το κάνουμε, να αρχίσουν να περνάνε τα βιβλία μας στο ίντερνετ. Τελικά, αντί να βλέπω κίνδυνο σε αυτό, βλέπω ενδιαφέρον. Δεν θα το περίμενε κανείς αυτό από εμάς∙ λόγω του πολυτονικού που χρησιμοποιούμε, πιστεύουν ότι είναι συντηρητική η Άγρα, όμως η αλήθεια είναι πως βρίσκεται στην αιχμή της τεχνικής. Την εποχή που ήμασταν από τους τελευταίους που τυπώναμε τα βιβλία σε τυπογραφείο με μέταλλο, την ίδια στιγμή χρησιμοποιούσαμε τις πιο προχωρημένες τεχνικές στις διτονικές εκτυπώσεις μαυρόασπρης φωτογραφίας. Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στην Ελλάδα χωρίς φιλμ, αλλά απευθείας από το ηλεκτρονικό αρχείο στον τσίγκο ήταν δικό μας, το Βιβλίο των Αγγέλων.
— Ποια βιβλία θα βάζατε πρώτα στο διαδίκτυο;
Θα έβαζα το Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης του Εμπειρίκου, τον Κρότο του χρόνου που είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη, θα έβαζα, για να δω πώς θα λειτουργούσε, το best seller μας Όταν έκλαψε ο Νίτσε. Μπορεί να έβαζα διάφορα δοκίμια από τους Τζίνα Πολίτη, Λίζυ Τσιριμώκου, Σάββα Μιχαήλ, ένα βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα για το 18 ΑΝΩ και ένα αμιγώς πολιτικό. Το βιβλίο της Άντζελα Ντέιβις που μόλις βγάλαμε, έναν προβληματισμό για το σωφρονιστικό σύστημα και την πολιτική των ΗΠΑ ή την ελληνική έκδοση του «New Left Review».
________
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 110 της έντυπης LIFO
σχόλια