Πάνω από 60 εκδόσεις, μισό εκατομμύριο αναγνώστες για ένα από τα πιο αγαπημένα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Το Αμερικανικό Κολλέγιο της Κωνσταντινούπολης όπου σπούδασε η Μαρία Ιορδανίδου όταν επέστρεψε από την Σταυρούπολη. Φωτ. Studentshandouts.com.
Λωξάντρα (1980), μία σειρά βασισμένη στο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου που σκηνοθέτησε για την ΕΡΤ ο Γρηγόρης Γρηγορίου. Τον ρόλο της Λωξάντρας είχε ερμηνεύσει η Μπέτυ Βαλάση.
Λωξάντρα, ΕΡΤ, πρώτο επεισόδιο (01 - 1980).
Λωξάντρα, μία παράσταση στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, που ξεπέρασε τους 100.000 θεατές.
Η Κωνσταντινούπολη της Μαρίας Ιορδανίδου.
Φωτ. Studentshandouts.com.
Φωτ. National Geographic.
Φωτ. Τ. Wild, από το λεύκωμα Κωνσταντινούπολη 1900.
Καρτ ποστάλ Delcampe.
Καρτ ποστάλ Delcampe.
Καρτ ποστάλ Delcampe.
Καρτ ποστάλ Delcampe.
Καρτ ποστάλ Delcampe.
Απόκριες στα Ταταύλα.
"Τα Ταταύλα είναι χτισμένα πάνω σε λόφο
και στην κορφή του λόφου είναι η Τούμπα ...
Γύρω από τον ιστορικό ναό του Άη Δημήτρη
οι Ταταυλιανοί ζούσαν οργανωμένοι με τα σχολεία τους ...
Τα Ταταύλα ήταν το μόνο προάστιο της Πόλης,
που είχε πληθυσμό εκατό τοις εκατό ελληνικό.
Τούρκος το πόδι του στα Ταταύλα να τον παρακαλούσες, δεν το πατούσε."
Μ. Ιορδανίδου, "Λωξάντρα".
"Η συνοικία των Ταταύλων σε αντίθεση με το γειτονικό Πέρα
δεν έπλεε στο φως ούτε λικνιζόταν στο θόρυβο του κοσμοπολιτισμού.
Δεν είχε αριστοκρατικά σπίτια ούτε κοσμικά κέντρα.
Ήταν μια φτωχογειτονιά με πολλά ξύλινα σπίτια
που κάθε λίγο και λιγάκι έπαιρναν φωτιά
λόγω κάποιας αβλεψίας των ιδιοκτητών στο εικονοστάσι ή στην καπνοδόχο.
Γι' αυτό και σήμα κατατεθέν της περιοχής δεν ήταν άλλοι
από τους ξακουστούς τουλουμπατζήδες (=πυροσβέστες),
νταήδες και καθημερινούς ήρωες της γειτονιάς
που σε κάθε πυρκαγιά έτρεχαν με την τουλούμπα τους (=αντλία), για να σβήσουν τη φωτιά
και μετά.... έριχναν και ένα ξύλο μεταξύ τους.Κι όμως σ' αυτήν τη φτωχική συνοικία με τα στενά σοκάκια και τους πετρώδεις ανηφορικούς δρόμους
συνέρρεαν με τις άμαξες από αρκετές συνοικίες της Πόλης,
για να διασκεδάσουν στα φημισμένα υπαίθρια ταβερνάκια και τις μπυραρίες,
όπως στο Αραράτ, στο Ακροπόλ, στο μαγαζί της Δέσποινας, στου Μπόγου ή στης Μπιζού.
Εξ ου και το γνωστό τραγούδι «Καροτσέρη, τράβα να πάμε στα Ταταύλα»,
που εδώ θα ακούσετε ίσως από την ωραιότερη αντρική φωνή που ακούστηκε ποτέ στην Πόλη,
από τον Αντώνη Διαμαντίδη,
γνωστό και ως Νταλγκά για τους κυματισμούς της φωνής του
και τον ερωτικό καημό (τουρκ. dalgα= κύμα, νταλκάς) που μετέδιδε, όταν τραγουδούσε τους αμανέδες.
Μοναδικό σ' αυτό το μέρος ήταν και το Καρναβάλι,
που σε αντίθεση με τα καρναβάλια των υπόλοιπων συνοικιών
ξεκινούσε την Καθαρά Δευτέρα και διαρκούσε το πρώτο δεκαπενθήμερο της Σαρακοστής.
Μιλώ για το περίφημο Μπακλαχοράνι,
κατά το οποίο μπορεί μεν να έτρωγαν σαρακοστιανά, όπως πρόσταζε το θρησκευτικό τυπικό,
και κυρίως φάβα από κουκιά (τουρκ. bacla),
αλλά το αποκριάτικο γλέντι ήταν πανταχού παρόν.
Τα πειράγματα στους δρόμους, οι βεγγέρες στα σπίτια έδιναν και έπαιρναν.
Τα παλικάρια τα Ταταυλιανά φορούσαν τις φουστανέλες τους
και χόρευαν στον περίβολο του Άη Δημήτρη συρτούς πολίτικους και χασάπικα. Ανήμερα της Καθαράς Δευτέρας γινόταν και μια ιδιότυπη παρέλαση μασκαρεμένων,
που ξεκινούσε από το Γαλατά και έφτανε πάνω στην πλατεία του Αγίου Δημητρίου,
όπου τους περίμεναν μικροπωλητές, πλανόδιοι μουσικοί, λατερνατζήδες, μίμοι και ακροβάτες,
καθώς και αθλητές του Αθλητικού Συλλόγου Ταταούλων που έκαναν γυμναστικές και χορευτικές επιδείξεις. Αργότερα, όταν τα παιδιά με τους χαρταετούς και οι καθώς πρέπει οικογένειες μαζεύονταν σπίτι,
στην πομπή εντάσσονταν και οι λεγόμενες «Αμαζόνες» .
Η Πολίτισσα ηθοποιός Ελένη Χαλκούση περιέγραφε αυτήν τη στιγμή ως εξής:
«Γινόταν ακόμη λόγος – κι αυτό κέντριζε τη φαντασία μας –
για κάποιες γυναίκες («καλές αρχόντισσες» τις ονόμαζαν κατ' ευφημισμόν)
που ανέβαιναν τον ανήφορο των Ταταύλων έφιππες, ντυμένες προκλητικά,
με κοντό βελούδινο πανταλονάκι και μαστίγιο στο χέρι,
για να γιορτάσουν αυτήν τη μέρα
της θρησκευτικής αργίας και της καθαριότητος των «σπιτιών» τους,
στις ξακουσμένες μπυραρίες ή αν το επέτρεπε ο καιρός, στο ύπαιθρο!
Αυτά ψιθυρίζονταν από στόμα σε στόμα...
Οι γλεντζέδες της Πόλης
-της ομογένειας δηλαδή της Πόλης γιατί άλλος δεν έβαζε το πόδι του στα Ταταύλα –
με τη λατέρνα μπροστά ανέβαιναν πεζοί τον ανήφορο από το Γαλατά
για να συνεχίσουν το γλέντι της Κυριακής,
να πιουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να γλεντήσουν,
ως εκεί που βαστούσε η ψυχή τους...»
Το ταταυλιανό Μπακλαχοράνι γνώρισε μεγάλες δόξες μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Το έθιμο άρχισε να ατονεί μετά το 1929 που ξέσπασε η μεγάλη φωτιά (εμπρησμός των Τούρκων κατά τα λεγόμενα)
που αλλοίωσε την τοπογραφία και τον κοινωνικό χαρακτήρα των Ταταούλων.
Μέχρι και όνομα άλλαξε η συνοικία.
Όλως τυχαίως οι Τούρκοι δεν την αποκαλούσαν πια
ούτε Giaour Tatavla (άπιστα Ταταύλα) ούτε Κüçük Atina (μικρή Αθήνα),
αλλά Kurtuluş, δηλ. απαλλαγή, απελευθέρωση, σωτηρία..."
Κείμενο της APRI στο φόρουμ της Κοινότητας των Εκπαιδευτικών.
σχόλια