Σαν τον άντρα του Πολεμικού που αρμενίζει στις θάλασσες είναι κι αυτή η γη που αρμενίζει στον αέρα. Εμείς οι θνητοί είμαστε όλοι πάνω σε μια γρήγορη φρεγάτα, έναν κόσμο που δεν βουλιάζει ποτέ, κι ο Θεός είναι ο ναυπηγός της: και δεν είναι παρά ένα πλοίο στον στόλο του Γαλαξία, που έχει τον Θεό για Λόρδο Αρχιναύαρχό του. Το λιμάνι απ' όπου αποπλεύσαμε βρίσκεται παντοτινά στην πρύμνη μας. Και παρόλο που είμαστε μακριά από τη στεριά κι αρμενίζουμε αιώνες ολόκληρους, με σφραγισμένες εντολές, ο τελικός προορισμός μας παραμένει άγνωστος και για μας, και για τους αξιωματικούς μας: κι όμως, το τελευταίο λιμάνι μας ήταν προκαθορισμένο από τότε που γλιστρήσαμε από τα σκαριά της Δημιουργίας».
Κι αν κάποιος είχε καταλάβει καλύτερα από τον καθένα τη συμβολική βαρύτητα που φέρει για την εσωτερική ζωή το επίπονο ταξίδι, αυτός ήταν αναμφίβολα ο σπουδαίος Χέρμαν Μέλβιλ.
Με αυτά τα λόγια ορίζει ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος της Αμερικής, ο Χέρμαν Μέλβιλ, στον Ασπροφόρη του τον συμβολικό κόσμο που μας κληροδότησε σαν πολύτιμο μυστικό: έναν κόσμο ανάμεσα στη γη και στη θάλασσα, ένα φανταστικό λιμάνι όπου οι αξίες θα έχουν παντοτινή ισχύ και όπου κανένας αδυσώπητος ρεαλισμός δεν θα μπορεί να μετατρέψει τις χρυσές καρδιές σε χωμάτινη σκόνη. Το πλέον συγκινητικό με τον Μέλβιλ είναι ότι ο ίδιος δεν σταμάτησε, όσα κι αν πέρασε κι όσο κι αν ταλαιπωρήθηκε στην πολύπαθη ζωή του –είδε τα δυο παιδιά του να πεθαίνουν, έζησε με τους κανίβαλους, ταξίδεψε στα άκρα του κόσμου και πάλευε μονίμως με τη φτώχεια–, να πιστεύει ότι τα ανθρώπινα είναι αλλιώς φτιαγμένα, αδιασάλευτα δεμένα με τη δικαιοσύνη. Στην αιώνια μάχη που έδινε ο εκάστοτε πρωταγωνιστής του, είτε ως καπετάνιος Άχαμπ είτε ως ο αδικημένος Ασπροφόρης, αυτό που προείχε ήταν η νίκη του άγραφου νόμου που θα αναδείκνυε ως αποκλειστικό νικητή το καλό – και πρωταγωνιστή τον άνθρωπο. Ακόμη κι αν ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στην ψυχογραφική οικονομία των βασανισμένων, οι οποίοι πάντοτε θα ακολουθήσουν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και τις αρχές του ρεβανσισμού αντί της δικαιοσύνης, πρέσβευε ότι το «ουδείς εκών κακός» κάποια στιγμή θα δικαιωθεί, έστω και συμβολικά, από τις περίτεχνες σελίδες του. Καταρχάς, την άνιση αυτή μάχη με τον συμβολισμό του καλού ο Μέλβιλ την έδωσε με τους αναγνώστες του, γράφοντας αλληγορικά μυθιστορήματα, όπως το Μάρντι, για το πώς μπορεί κανείς να νικήσει στη διεκδίκηση της ανθρωπιάς. Το πρόσφορο υλικό όμως δεν έτυχε της μαζικής αποδοχής που έχουν πάντα οι κυριολεκτικές ιστορίες, κι έτσι, με όπλο τα βιώματα και τις ανέκδοτες καταστάσεις από την πραγματική του ζωή ως ναυτικού και κυρίως τη θητεία του ως ναύτη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1843 και το 1844, ο Μέλβιλ εξέδωσε το 1850 το Γουάιτ-Τζάκετ, Ασπροφόρης ή Ο κόσμος σε ένα πολεμικό πλοίο, ένα κλασικό αριστούργημα που κυκλοφορεί στα ελληνικά στη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg, σε περίτεχνη απόδοση από την Έφη Καλλιφατίδη.
Εδώ ο συγγραφέας, έχοντας αρχικά σκοπό να διασκεδάσει τον αναγνώστη με διάφορα ευτράπελα, ακόμα και την ώρα του τραγικού, ουσιαστικά μεταφέρει στο χαρτί τις πιο άδηλες σκέψεις για τον τρόπο που λειτουργεί πραγματικά η κοινωνία. Έτσι, οι ανέκδοτες ιστορίες του σαλεμένου πληρώματος ενός πολεμικού που ουσιαστικά συνιστούν τα επιμέρους κεφάλαια του Ασπροφόρη έφτασαν να συμβολίζουν τους πολλαπλούς τρόπους κοινωνικής οργάνωσης, την καταπίεση των ισχυρών και τη βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη καρδιά οφείλει να υπερνικά τη βαρβαρότητα με τα ίδια της τα μέσα. Με όπλο τη φαντασία και με τη δύναμη που αντλεί από τις ανεξάντλητες κοιτίδες των εκφραστικών του μέσων, ο άνθρωπος καλείται να βρει την υπέρτατη θέση που τον οδηγεί κοντά στο Αγαθό. Δεν έχει σημασία τι υφίσταται, αρκεί να μην απομακρύνεται από τα συμβολικά του όπλα: ο υπότιτλος του βιβλίου, Ο κόσμος σε ένα πολεμικό πλοίο, είναι δηλωτικός της αλληγορικής διάστασης που αποκτά η φασματική εικόνα ενός πλοίου πέρα από τη θάλασσα, σε μια άλλη διάσταση, ένα πλοίο των τρελών με πολιτικές συμπαραδηλώσεις. Προγραμματικά σχεδόν αυτή η μυθοπλαστική πανδαισία καταστάσεων και χαρακτήρων θα βρει την πρώτη ύλη της στις καρδιές των ηττημένων της ζωής, των απόκληρων, των δειλών, των ξεκομμένων από τον κόσμο, οι οποίοι, όπως ο «Ασπροφόρης», βάλθηκαν να παλεύουν με την ίδια τους τη μοίρα. Ακόμα, όμως, κι αν υπήρξαν δακτυλοδεικτούμενοι –το άσπρο παλτό που φοράει ο πρωταγωνιστής, απ' όπου αφορμάται και το παρατσούκλι του, τον κάνει αναγκαστικά να ξεχωρίζει–, ακόμα κι αν δέχονται τα μύρια βασανιστήρια, τελικά μετατρέπουν τα στραπάτσα τους σε ιστορίες, τις ιστορίες σε φως. Άλλος χρησιμοποιεί την ποίηση, άλλος την εμμονή του με το διάβασμα, άλλος την ευγένειά του (όπως ο πραγματικά καλός ήρωας του βιβλίου Τζακ Τσέιζ) στον δικό του παράδοξο «ανθρωπιστικό» αγώνα. Ουσιαστικά, όμως, αυτό που μετατρέπει την πιο οδυνηρή και εφιαλτική πραγματικότητα σε παρηγορητική φαντασία είναι η σουρεαλιστική και διαβρωτική ισχύς της ίδιας της αφήγησης: χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου όλοι γίνονται σκνίπα, πίνοντας τόνους κολόνιας και σκορπώντας ένα μεθυστικό άρωμα σε ολόκληρο το πλοίο. Ο σουρεαλισμός είναι γοητευτικά αδόκητος, μέχρι και σε στιγμές που πρωταγωνιστoύν ο πόνος και ο τρόμος. Συγκλονιστικό είναι το το κεφάλαιο όπου ο Παρανυχίδας, ο Επιγονατίδας και ο Δόκτωρ Επίδεσμος μετατρέπονται σε αυτόκλητους χειρουργούς μιας αποτυχημένης επέμβασης που απλώς δίνει ψεύτικες ελπίδες στον καταδικασμένο ήδη σε θάνατο τραυματία. Το σουρεαλιστικό αυτό κεφάλαιο, ένα τρομακτικό ποίημα που παραπέμπει σε αντίστοιχες στιγμές από Μπουκόφσκι και Τιμ Μπάρτον, είναι η απόδειξη ότι η φαντασία θα γλιτώνει για πάντα τον άνθρωπο, ακόμα και την πλέον αποτρόπαια στιγμή του θανάτου. Όσο ο άνθρωπος θα ζει, θα είναι ταυτισμένος με κάποιο είδος δημιουργίας: μια αλλόκοτη σκέψη, ένα αυτοσχέδιο έργο που θα έχει ως πρωταγωνιστή τον ίδιο (υπέροχη είναι επίσης η σκηνή με το αυτοσχέδιο θεατρικό που στήνουν οι ετερόκλητοι ναύτες του πολεμικού). Ακόμη κι αν του στερήσεις τα πάντα, ακόμη κι αν του βγάλεις τα όργανα, ο άνθρωπος θα μετατρέπει, όπως θα ήθελε κι ο ποιητής, σε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.
Η ασπαίρουσα φαντασία είναι επομένως αυτή που δίνει στον Ασπροφόρη και στον κάθε επιβαίνοντα του πλοίου το δικαίωμα του άνω θρώσκοντα, παρά το ότι υποχρεούται να παρίσταται ως μάρτυρας αλλά και να υφίσταται τα πιο σκληρά βασανιστήρια, να γίνεται ανήθικος και να ξοδεύει τα μύχια της ψυχής του στα λιμάνια. Διεξερχόμενος τα ποικίλα στάδια της οδύνης, μαθαίνοντας ουσιαστικά να διακρίνει το ιερό από το ανίερο και τη βαρβαρότητα από τη δικαιοσύνη, γίνεται ουσιαστικός ήρωας της λογοτεχνίας και της ζωής του. Ο τύραννος, εν τέλει, πάντα προδίδεται σε σχέση με τον άνθρωπο, κοινοποιεί επώδυνα την ψυχή του στον αναγνώστη και ορίζει ποιες είναι οι πράξεις που πρέπει να υπομείνει κανείς για να βρει την εσωτερική γαλήνη. Μέσα από τη συντριβή και όχι μέσα από τη λύτρωση. Κι αν κάποιος είχε καταλάβει καλύτερα από τον καθένα τη συμβολική βαρύτητα που φέρει για την εσωτερική ζωή το επίπονο ταξίδι, αυτός ήταν αναμφίβολα ο σπουδαίος Χέρμαν Μέλβιλ.
σχόλια