Αίμα. Με αυτό που αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Από τη γέννηση μέχρι το τέλος, και από το χτίσιμο μέχρι την καταστροφή – μεταφορικά, κυριολεκτικά, τελετουργικά – η πολύτιμη πεμπτουσία της ύπαρξης πάντα κάτι ζητάει, πάντα «σφραγίζει» δεσμούς, συμφωνίες, φιλίες, συμβόλαια. Σε καιρό πολέμου κρίνει τον νικητή, σε καιρό ειρήνης ιεραρχεί τη συγγένεια, την πίστη, τον βαθμό αφοσίωσης.
Στη λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων ετών, το αίμα «τρυπώνει» ως συνοδευτικό μιας splatter αφήγησης, ως ειδικό εφέ μίας τραγικής ιστορίας, ως αναγκαίο κακό ενός σκληρού επιλόγου. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος με το «Γκιακ» δεν κάνει αυτό. Αφήνει το αίμα να μιλήσει μέσα από 9 σκληρές ιστορίες, σε ιδιαίτερο λαϊκό αρβανίτικο ιδίωμα, άλλοτε ιστορίες αντρών, που είτε γύρισαν από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, είτε εγκλωβίστηκαν για πάντα εκεί, είτε ερωτεύθηκαν τον συμπολεμιστή τους μ’ έρωτα παράφορο, παράνομο, διαβρωμένο από το αίμα της ντροπής κι άλλοτε την αφήγηση μιας γυναίκας που αναμετράται με τον Χάρο αντιπαραβάλλοντας την πείσμονα θνητότητά της.
9 κυνικές και γι’ αυτό ξέχειλες από τρυφερότητα και σπαραγμό φωνές, αφηγούνται μέρες εκδίκησης, στιγμές θολές από την ελληνική ιστορία, που κάποιος, κάποιοι, πολλοί πήραν το αίμα τους πίσω ή το χαλάλισαν.
Ο συγγραφέας του «Γκιακ» και υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μιλάει για την άγρια μουσική του αίματος σε πόλεμο ή ειρήνη.
Προφανώς, ένα έργο που γράφεται σήμερα δεν μπορεί παρά να μιλάει για το σήμερα, για το τώρα του. Αλλά δεν υπάρχει, ενσυνείδητα τουλάχιστον, προσπάθεια να περάσω ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Μακριά από εμένα ο διδακτισμός. Δεν θα 'θελα κάτι τέτοιο. Απεχθάνομαι τον διδακτισμό, υποτιμά κι όλους τους υπολοίπους.
Πώς κατέληξες σ’ αυτόν τον τίτλο, μια αρβανίτικη λέξη που δηλώνει το βαθμό συγγένειας, αλλά και τον φόνο για λόγους εκδίκησης; Τον φοβήθηκες;
Η αλήθεια είναι ότι δεν φοβήθηκα. Γιατί δεν ήμουν κι εγώ αυτός που τον σκέφτηκε. Εγώ τον διάλεξα, άλλος τον σκέφτηκε. Πριν δημοσιευθούν τα διηγήματα τα είχα δώσει σ’ έναν φίλο. Τον Ευθύμη Φιλίππου και του λέω “διάβασε τα. Και άμα έχεις καμιά ιδέα και για τίτλο, ρίξτ΄τη να τη συζητήσουμε”. Τελειώνοντας, μου γράφει κάποια πράγματα για το βιβλίο και μου λέει: “Αν ψάχνεις για τίτλο μονολεκτικό, “Γκιακ”. Αν ψάχνεις πρόταση, “Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σχίνα». Το δεύτερο προφανώς δεν το συζητήσαμε, γιατί ήταν πολύ μεγάλο. Το πρώτο, κάπως μου τσίνησε, γιατί το «Γκιακ» ως λέξη ήταν ανοίκεια. Μέσα μου, όμως, ωρίμαζε ως σκέψη, γιατί είναι η λέξη που ενώνει όλα τα διηγήματα. Και ως γραμμή αίματος μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά. Ουσιαστικά, ήταν ο πιο συνοπτικός τρόπος για να αποδώσει όλον αυτόν τον πατροπαράδοτο κώδικα αυστηρών αξιών και ηθών, με τον οποίο συγκρούονται οι ήρωες σε κάθε διήγημα. Όταν πείστηκα ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να ειπωθεί αυτό που ήθελα, μετά δεν με πολυένοιαξε. Ήταν λίγο μονόδρομος.
Πώς γράφτηκαν οι ιστορίες;
…Τυχαία. Την άνοιξη του 2013 είχα κάνει ένα ταξίδι στη Μικρά Ασία για το διδακτορικό μου. Έπρεπε να επισκεφθώ κάποιους αρχαιολογικούς χώρους και τελικά το ταξίδι με πήγε και αλλού. Περνάς απ’ όλα αυτά τα μέρη, είσαι κάποιες ώρες στο λεωφορείο, όπου απλώς παρατηρείς και σκέφτεσαι τα δικά σου. Και ενώ έπρεπε να σκεφτόμουν το διδακτορικό, σκεφτόμουν τα δικά μου. Μου έρχονταν στο μυαλό αφηγήσεις παλιές από το χωριό για το Μικρασιατικό και σκεφτόμουν τους δικούς μας στη Μικρά Ασία, σε μία άλλη εποχή, κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες και μετά εμένα στο λεωφορείο, σαν έναν λίγο διαφορετικό τουρίστας. Όταν επέστρεψα στην Οξφόρδη, υπήρξε ένα ερέθισμα για να γραφτεί ένα διήγημα. Μου είχαν ζητήσει από το περιοδικό «Διάστιχο», αν ήθελα να γράψω κάτι για το πώς δημιουργήθηκε η «ΜεταΠοίηση», ή εναλλακτικά αν ήθελα να γράψω ένα διήγημα. Επειδή θεώρησα ότι το πώς γράφτηκε ένα βιβλίο καταντά αυτοαναφορικό, επέλεξα το διήγημα. Και έτσι γράφτηκε το πρώτο. Μετά ήρθε το δεύτερο. Και μετά από μία τελείως προσωπική εμπειρία στην αρχαία Μίλητο, πήρε μπρος η μηχανή, από την άποψη ότι από τα δύο πρώτα διηγήματα και μετά άρχισα να σχηματίζω την ιδέα για ένα βιβλίο ολόκληρο γύρω από αυτόν τον άξονα.
Υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στα διηγήματα; Υπό την έννοια ότι αγγίζεις και ένα σοβαρό ιστορικό ζήτημα…
Στο «Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε», , τίποτα. Είναι απολύτως επινοημένο. Υπάρχει ένα τραγούδι αρβανίτικο, αγαπημένο μου πολύ και από εκεί ξεκίνησε η ιστορία. Μ’ άρεσε πολύ ως εικόνα. Είναι και ερωτικό τραγούδι και έχει μέσα του όλο αυτό το κομμάτι της απειλής και της ταπείνωσης. Είναι κατά κάποιο τρόπο μία τελετουργία ακύρωσης της θηλυκότητας. Οπότε είναι πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, γιατί από τη μία την ποθεί, αλλά αυτός ο πόθος δεν μπορεί να εκδηλωθεί παρά μόνο μέσω μίας απειλής. Ότι θα σε ακυρώσω ως γυναίκα, για να μη σε ποθώ τόσο πολύ. Γενικά, δεν υπάρχει πυρήνας αλήθειας σε καμία από τις ιστορίες. Τα μόνα δύο, στα οποία υπάρχει κάτι από πραγματικότητα είναι το «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε». Πάλι από τραγούδι ηπειρώτικο και βλάχικο, αλλά θυμάμαι από τον προπάππου μου που είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, ένα περιστατικό που όντως περπατούσε στη Σμύρνη και κάποιες κοπέλες τον φώναξαν από ένα μπαλκόνι να ανέβει για καφέ. Εκεί, όταν ρωτήσανε από πού είσαι και τους είπε από την Αθήνα, αυτές του απάντησαν «όχι από την Αθήνα. Η Μαλεσίνα δεν είναι στην Αθήνα!». Και στον «Αρραβώνα» που υπάρχει μία ιστορία ενός τοπικού ληστή, τελείως διαφορετική. Ήταν ένας άνθρωπος που βγήκε στο βουνό σα ληστής και γύρω από αυτό έχτισα την ιστορία. Συνειδητά, δεν θέλησα να ψάξω για μαρτυρίες. Η γενικότερη αίσθηση ήταν να λειτουργήσω στον απόηχο των όσων είχα ακούσει, για να έχω πλήρη έλεγχο του υλικού σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της πλοκής και την απόδοση της κάθε ιστορίας και του που ήθελα να το πάω εγώ. Ήξερα ότι, αν είχα στα χέρια μου αληθινές μαρτυρίες, θα έπρεπε να τις σεβαστώ και δυσκολευόμουν ακόμη και να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ να τις παραλλάξω. Είναι «κουσούρι» που μου έχει μείνει από την ακαδημαϊκή μου ενασχόληση με την ιστορία.
Στις ιστορίες σου συμβαίνουν σκληρά πράγματα στη ζωή και την ψυχή των χαρακτήρων. Δημιουργείται ψυχολογικό φορτίο, όταν αφηγείσαι τέτοιες εμπειρίες;
Όχι. Ψυχολογική φόρτιση όσο έγραφα, δεν υπήρχε. Είναι αυτό το λίγο κλισέ που λένε. Ότι όταν γράφεις είσαι λίγο κενός. Ούτε ενθουσιώδης ούτε εμπλεκόμενος. Γιατί οφείλεις να ελέγχεις ξανά και ξανά το υλικό. Κάνεις μια προετοιμασία στο μυαλό σου ποιος είναι ο ήρωας, πώς θα αντιδρούσε στο «χ» ή στο «ψ», ακόμη κι αν το «χ» και το «ψ» δεν χωρέσουν στο διήγημα, μια εξομοίωση του προσώπου και του τρόπου δράσης του. Όταν ολοκληρωνόταν αυτή η διαδικασία, όταν ήξερα, δηλαδή, ποιος είναι ο χαρακτήρας, τι θα γίνει πάνω κάτω στο διήγημα, καθόμουν και έγραφα με απόσταση. Απλώς, γνώριζα, ότι ανά πάσα στιγμή, αν παρεκκλίνω κατά τη διάρκεια της γραφής και προκύψει κάτι που δεν είχα σχεδιάσει, ήξερα να το χειριστώ, γιατί ήξερα τον ήρωα.
Το διήγημα «Παραλογή» με τη στιχομυθία του Χάρου με τη χήρα, θυμίζει έντονα το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού». Είχες επιρροές;
Συνειδητά όχι. Όταν κάθισα να το γράψω, δεν είχα στο μυαλό μου καμία επιρροή. Προφανώς, τώρα όλα αυτά με τα οποία έχεις έρθει σε επαφή στη ζωή σου, χωνεύονται και βγαίνουν από το υποσυνείδητο διαφορετικά. Πέρα από το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», υπάρχουν τόσα δημοτικά τραγούδια με τον Χάρο και όλα αυτά δημιουργούν ένα σύμπαν που δεν έχεις πάντα συνείδηση ότι υπάρχει και όταν έρθει η ώρα, αντλείς στοιχεία από εκεί χωρίς να το πολυσκέφτεσαι.
Οι ιστορίες σου πείθουν ότι πιστεύουμε ή έστω πιστεύαμε στην εκδίκηση. Θεωρείς ότι ο πολιτισμός έχει κάνει τη δουλειά του ή εξακολουθούμε να είμαστε εκδικητικές φύσεις;
Οι ιστορίες γυρίζουν γύρω από αυτόν τον κώδικα που επιτάσσει τέτοιου είδους συμπεριφορές. Προνεωτερική κοινωνία, στην οποία η εκδίκηση είναι και θέμα τιμής. Ότι χάνεις τη θέση σου στην κοινωνική ιεραρχία, αν δεν πράξεις αυτό που επιτάσσει ο συγκεκριμένος άγραφος κανόνας. Δεν είναι τόσο αναστοχασμός πάνω στο θέμα της εκδίκησης, όσο αναστοχασμός σε ο,τι αφορά τη θέση του ατόμου και τη στάση του, απέναντι σε ένα κοινωνικό πλαίσιο το οποίο βρίσκει ασφυκτικό και έχει πάψει πια να τον εκφράζει. Οι ήρωες είναι άνθρωποι που λόγω των εμπειριών τους έχουν αλλάξει πολύ και όταν επιστρέφουν στις κοινωνίες καταγωγής τους, είναι ξένοι. Έχουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά που τους καθιστούν μέλη αυτών των κοινωνιών, αλλά διαπιστώνουν ή μάλλον διαισθάνονται ότι δεν αποτελούν πια μέρος τους. Μια εμπόλεμη ζώνη, όπως μια φυλακή, είναι αυτό που λέμε non places, χώροι που δεν υφίστανται στον χώρο, αφού κανένας, παρά μόνο αυτοί που είναι εκεί, δεν έχουν γνώση του τι συμβαίνει. Κατά μία έννοια, η ψυχοσύνθεση των ηρώων έχει αναγωγές στο σήμερα. Εκδικούμαστε, απλώς επιλέγουμε μία όχι βίαιη εκδίκηση.
Περιγράφοντας τα όσα έκανε η ελληνική πλευρά στη Μικρασιατική Εκστρατεία – καταστροφές, αφαίρεση ζωών, βιασμούς - φοβήθηκες ότι αγγίζεις ένα «εξιδανικευμένο», ωστόσο προβληματικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας;
Δεν το σκέφτηκα καν. Δεν ήταν θέση ότι «α, θα δείξω τα κακώς κείμενα της Μικράς Ασίας». Θεώρησα αυτονόητο, ότι από τη στιγμή που μιλάς για ιστορίες στρατιωτών, οι οποίοι έχουν βρεθεί ως εισβολείς σε μία ξένη χώρα, είναι φυσικό επακόλουθο ότι τέτοια πράγματα θα συνέβαιναν. Συνέβησαν. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να ξενίζει κανέναν, ότι ένας στρατός συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Τουλάχιστον, η εμπειρία μου από τη μελέτη της ιστορίας, - γιατί και το διδακτορικό μου, που αφορά τους στρατιώτες των ελληνιστικών χρόνων, – ξέρεις ότι αυτό είναι από τις παγκόσμιες και διαχρονικές σταθερές. Δηλαδή, βάζεις νέους άντρες με ένα όπλο στο χέρι και τους δίνεις το ελεύθερο να ασκήσουν εξουσία, οπότε μοιραία η συνείδηση αρχίζει και υποχωρεί και στην επιφάνεια βγαίνουν ταπεινά ένστικτα. Ο πιο καλός και ενάρετος άνθρωπος να είσαι, σε καιρό πολέμου, όλη αυτή η έκθεση σε αυτού του είδους την εμπειρία σε εξαγριώνει.
Συγγραφείς που θεωρείς ότι έχουν «γράψει» επάνω σου;
Δύσκολη ερώτηση. Δεν είμαι περήφανος που το λέω, αλλά για πολλά χρόνια ήμουν αναγνωστικά ανενεργός. Τα ακαδημαϊκά χρόνια διάβαζα λογοτεχνία από εδώ κι από εκεί. Πολλά βιβλία αγορασμένα και δεν τα πιανα ποτέ. Τώρα προσπαθώ να κάνω ένα catchup και να διαβάσω πράγματα που θεωρούνται κλασικά και μέρος της βασικής λογοτεχνικής παιδείας.Το απολύτως ειλικρινές είναι ότι την περίοδο που γράφεις, αν πέσεις πάνω σε κάτι εξαιρετικό υπάρχει ο κίνδυνος να επηρεαστείς τόσο έντονα και να χωθεί σ’ αυτό που κάνεις χωρίς να το πάρεις μυρωδιά. Οπότε, δεν είναι εύκολο να πω για επιρροές, γιατί είναι ή παλιά αναγνώσματα ή τόσο σκόρπια που τείνω να τα ξεχνάω. Μπορώ να σου πω, όμως, Μπόρχες ή Χουάν Ρούλφο, το «Πέδρο Πάραμο» που διάβασα τελευταία. Ή του Πρίμο Λέβι, τον «Περιοδικό Πίνακα».
Κάποιος από τους ήρωες σου ερωτεύεται σε μια δύσκολη – για τα ήθη – εποχή τον συμπολεμιστή του. Να κάτι που αποφεύγεται επιμελώς ως καταγραφή σε στρατιωτικές αφηγήσεις και δη ελληνικές…
Όλοι οι αφηγητές είναι άντρες. Θεώρησα ότι δεν μπορούσε να λείπει ένα διήγημα, το οποίο εξερευνά μία άλλη πτυχή του αντρικού δεσμού, της αντρικής συντροφικότητας που δηλώνεται διαφορετικά. Όλο αυτό το θεωρώ κομμάτι της ίδιας αφήγησης. Ξεκάθαρα και όχι συγκαλυμμένα, αφενός γιατί έτσι είναι και αφετέρου διότι θα το θεωρούσα ανέντιμο σε ένα λογοτεχνικό έργο να μην είσαι ειλικρινής. Αν ένα από τα προτάγματα της λογοτεχνίας είναι αυτό, ε, τότε κυρίως γι’ αυτό. Όταν περιγράφεις μία κατάσταση, προσπαθείς να προσεγγίσεις την αλήθεια της. Επιπλέον, γιατί να χάσουμε ένα κομμάτι του κόσμου που μας περιβάλλει αφήνοντας αυτή την έκφανση του έρωτα στην άκρη; Όπως έχει πει και ο Αντονιόνι, «το που θα στήσεις την κάμερα, δηλώνει ηθική στάση». Και θα σοκαριστεί ποιος; Γιατί; Αναπαριστούμε ρεαλιστικά τη βία και την καταναλώνουμε σε τεράστιες ποσότητες στην τηλεόραση. Γιατί να σοκάρει αυτή η έκφραση του έρωτα; Είναι πιο σοκαριστικό, λόγου χάριν, να βλέπεις δύο άντρες ή δύο γυναίκες να φιλιούνται από το να βλέπεις χυμένα σπλάχνα στις ειδήσεις; Από πότε η αναπαράσταση μίας ερωτικής σκηνής κατάντησε πιο βάναυση για την αισθητική μας από την αναπαράσταση της ακραίας βίας;
Οι ήρωες ανήκουν στο χθες. Ωστόσο, περιγράφουν πολλά από αυτά μας συμβαίνουν σήμερα. Εσύ, βρίσκεις αναγωγές;
Προφανώς, ένα έργο που γράφεται σήμερα δεν μπορεί παρά να μιλάει για το σήμερα, για το τώρα του. Αλλά δεν υπάρχει, ενσυνείδητα τουλάχιστον, προσπάθεια να περάσω ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Μακριά από εμένα ο διδακτισμός. Δεν θα ‘θελα κάτι τέτοιο. Απεχθάνομαι τον διδακτισμό, υποτιμά κι όλους τους υπολοίπους. Ο από καθέδρας λόγος είναι κάτι ανέντιμο, υποκριτικό και χυδαίο. Ο λόγος της λογοτεχνίας δεν μπορεί να είναι τέτοιος. Η λογοτεχνία ζητά την δική της αλήθεια.
Επόμενο βήμα;
Αυτήν την εποχή διασκευάζω σε συνεργασία με τον συγγραφέα Γιάννη Ράγκο και τον δημιουργό comics Γιώργος Γούση τον «Ερωτόκριτο» σε graphic novel. Το βιβλίο είναι προγραμματισμένο να βγει το φθινόπωρο του 2015 από τις εκδόσεις Polaris.
Άλλα έργα
"Η αδελφότητα του πυριτίου", εκδόσεις Αρμός 1998
"Ο τέταρτος ιππότης", εκδόσεις Κέδρος 2001
"ΜεταΠοίηση", εκδόσεις Κέδρος 2012
σχόλια