Ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους θεατρικούς σκηνοθέτες, ο Λούκα Ρονκόνι, έφυγε το Σάββατο από τη ζωή, σε ηλικία 82 ετών. Άφησε την τελευταία του πνοή στην Πολυκλινική του Μιλάνου, πιθανότατα από επιπλοκές που σχετίζονται με τον ιό της γρίπης.
Για τον κόσμο του θεάτρου στην Ιταλία ο Ρονκόνι δεν ήταν μόνο ο μεγάλος τους δάσκαλος. «Τον σεβόντουσαν ως μαντείο, ακόμα και αυτοί στους οποίους δεν άρεσαν οι παραστάσεις του».
Το 2010, σε ένα στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Ο πολιτισμός σε περίοδο κρίσης» που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου, είδαμε για τελευταία φορά τον σκηνοθέτη. Στο μαγνητοσκοπημένο βίντεο, ο καλλιτεχνικός σύμβουλος του Piccolo Teatro, Λούκα Ρονκόνι, τόνισε πως «η κρίση έγκειται περισσότερο στο γεγονός ότι εκείνο που έμοιαζε 'νέο' δέκα χρόνια πριν, αρχίζει να μας φαίνεται παλιό τώρα γιατί κωδικοποιήθηκε. Δηλαδή υπάρχει ένα είδος συνταγής του «νέου» που το κάνει να μοιάζει όχι επικίνδυνο και άγνωστο όπως κάθε τι καινούργιο, μα αντιθέτως προ-μαγειρεμένο και προ-χωνεμένο και με ένα εγχειρίδιο οδηγιών έτοιμο να εφαρμοστεί. Από αυτή την άποψη είμαστε σε μία περίοδο κρίσης του θεάτρου». Τον Λούκα Ρονκόνι, τον είχαμε γνωρίσει για πρώτη φορά 25 χρόνια νωρίτερα.
Το 1985, ένα θρυλικό όνομα του ευρωπαϊκού θεάτρου κατεβαίνει στην Επίδαυρο με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Με το Εθνικό θέατρο, τον Διονύση Φωτόπουλο να σπέρνει χιλιάδες στάχυα και να κιτρινίζει την ορχήστρα της Επιδαύρου, με την κωμωδία του Αριστοφάνη στα χέρια του σκηνοθέτη Λούκα Ρονκόνι να μετατρέπεται από διονυσιακό γλέντι σε όνειρο. Και μάλιστα όνειρο κάπως μελαγχολικό. Είδαμε εν ολίγοις την φόρμα ενός μεγάλου σκηνοθέτη, μια φόρμα καθαρή, και την σύλληψη ενός σκηνοθέτη που κατάφερε και έλυσε την αμηχανία του ανοιχτού χώρου και των ηθοποιών που μιλούσαν άλλη γλώσσα. Ήταν μια παράσταση «εικαστική», αξέχαστη σε πολλούς και η πρώτη ίσως αφορμή να γνωρίσουν τον Ιταλό σκηνοθέτη. Ο Ρονκόνι δε σταμάτησε ποτέ να ασχολείται και να τον απασχολεί το αρχαίο δράμα. Επανήλθε στην Επίδαυρο το 2004, με τις Βάκχες, μια παραγωγή του Πίκολο Τεάτρο ενώ σκηνοθετούσε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στα ανοιχτά θέατρα της Ιταλίας.
Η είδηση του θανάτου του Ronconi ήρθε το βράδυ της 21ης Φεβρουαρίου, και σήμανε για τον κόσμο του θεάτρου κάτι διαφορετικό. Ένας ακόμα ποιητής του θεάτρου και ίσως ο μεγαλύτερος Ιταλός θεατρικός σκηνοθέτης του 20ου αιώνα, ενεργός μέχρι πριν λίγες μέρες, με την τελευταία του πρεμιέρα, τη σάγκα της οικογένειας Λέχμαν, το έργο Lehman Trilogy, να κάνει πρεμιέρα σε σκηνοθεσία του στο Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνο, στις 29 Ιανουαρίου.
Για τον κόσμο του θεάτρου στην Ιταλία ο Ρονκόνι δεν ήταν μόνο ο μεγάλος τους δάσκαλος. «Τον σεβόντουσαν ως μαντείο, ακόμα και αυτοί στους οποίους δεν άρεσαν οι παραστάσεις του». Γιατί ο Λούκα Ρονκόνι ανήκε στη γενιά των μεγάλων Ιταλών καλλιτεχνών που όρισαν και διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική ταυτότητα μιας μισογκρεμισμένης Ιταλίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Τον σεβόντουσαν και για έναν άλλο βασικό λόγο: για την αξεπέραστη ποιητική πλευρά που περιείχε, έναν άξονα αναφοράς, που δε μπορούν να αναζητήσουν σε επόμενες γενιές. Οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του, τον αποκαλούν διευθυντή εξ ορισμού. Γιατί η προσωπικότητα και το όνομά του ήταν συνώνυμα της σκηνοθεσίας και του θεάτρου. Στο ιταλικό θέατρο μετά τον θάνατο του Τζόρτζιο Στρέλερ, του Μάσιμο Καστρί και τώρα του Ρονκόνι, πέφτει βαριά η αυλαία στο ανεπανάληπτο θέατρο του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας.
Το να κάνει κάποιος μια σύνθεση της προσωπικότητας του Ρονκόνι στο χαρτί είναι σχεδόν αδύνατον. Πρόκειται για μια παραβολή καλλιτεχνική μεγαλύτερη και από τη ζωή. Η ιδέες του για τα κτίρια και τους χώρους άλλαξαν την πολιτιστική σκηνή κάθε πόλης από την οποία περνούσε. στο Τορίνο, τη Ρώμη και το Μιλάνο, υπάρχει μια προ και μετά-Ronconi εποχή. Και οι παραγωγές του όπως τα θρυλικά Orlando Furioso, The last days of humanity, Awful Mess on Via Merulana, Lolita, θα μείνουν για πάντα κληρονομιά ρητή, ένα άγγιγμα των αισθήσεων, που ακολουθεί τόσο το κοινό όσο και αυτούς που ζουν μέσα στο θέατρο.
Η παράσταση που τον εκτόξευσε στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, το 1969, ήταν ο Orlando Furioso, που αποτέλεσε ένα εξαιρετικό θεατρικό γεγονός.
Και το σημάδι του είναι ανεξίτηλο για όσους έχουν δει έστω και δέκα λεπτά μιας παράστασής του. Η διδασκαλία των ηθοποιών, η αγάπη του για τις μεγάλες λογοτεχνικές ιστορίες, η αυστηρή προσέγγιση, το μοντέλο της ακούραστης περιέργειας. Μια περιέργεια που δεν περιορίστηκε ποτέ στους κλασικούς, αλλά επικυρώθηκε και από τις επιλογές ακόμα και των τελευταίων του χρόνων, όταν διάλεξε τον Rafael Spregelburd (Panic, Modesty) και τον Stefano Massini (Lehman Trilogy).
Ο Λούκα Ρονκόνι γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1933 στα Σούσα. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν ενός έτους. Μεγάλωσε στη Ρώμη, στενά συνδεδεμένος με την μητέρα του, η οποία ήταν δασκάλα ιταλικών και αντιφασίστρια. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο από μικρός. Αποφοίτησε από την Accademia d'Arte Drammatica (Ακαδημία Δραματικής Τέχνης) στη Ρώμη το 1953 και εργάστηκε ως ηθοποιός με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραστάσεις με σκηνοθέτες όπως ο Luigi Squarzina, Orazio Costa και Μικελάντζελο Αντονιόνι.
Σκηνοθέτησε για πρώτη φορά το 1963, δυο κείμενα του Γκολντόνι σε ενιαία παράσταση. Ήταν η πρώτη πρωτοποριακή ανάγνωση ενός συγγραφέα που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αναδειχθεί μόνο η κωμική του όψη. Ο Ρονκόνι φώτισε το σκότος και την μελαγχολία των κωμικών ρόλων με ένα τρόπο που δε μπορούσε να θεωρηθεί ανατρεπτικός αλλά καινοτόμος.
Όταν το 1996 σκηνοθέτησε την Ιακωβιανή τραγωδία του Μίντλετον The Changeling, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της Αγγλικής Αναγέννησης, χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως ένα από τα ηγετικά στελέχη της ιταλικής θεατρικής πρωτοπορίας.
Πολύ νωρίτερα, η παράσταση που τον εκτόξευσε στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, το 1969, ήταν ο Orlando Furioso, που αποτέλεσε ένα εξαιρετικό θεατρικό γεγονός. O Ρονκόνι μετέτρεψε το ποίημα του Ariosto σε μια περίφημη παράσταση-δρώμενο στο Φεστιβάλ των Δύο Κόσμων στο Σπολέτο. Δημιούργησε στην ουσία μια οπτικοακουστική ιστορία, και ενώ διατήρησε τη σύζευξη της ειρωνείας και της αποξένωσης του έργου, έσπασε κάθε παραδοσιακή φόρμα, με τους φανταστικούς χαρακτήρες του συγγραφέα να περιπλανώνται στις αίθουσες, τα κλιμακοστάσια, τις σοφίτες και τις αυλές του Αγίου Νικολάου στο φεστιβάλ του Σπολέτο, στο Palazzo Farnese ή σε άλλη εκδοχή στα λουτρά του Καρακάλλα που μετατράπηκαν σε αμαξοστάσιο με μηχανικές πλατφόρμες να μετακινούν τους ηθοποιούς. Ο Ρονκόνι λάτρευε την κίνηση των ηθοποιών, την μηχανική λύση των κινούμενων παταριών μοτίβο το οποίο θεωρήθηκε σπουδαία σκηνική λύση και χρησιμοποιήθηκε σκηνογραφικά σε πολλές παραστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από το 1975 έως το 1977, διετέλεσε διευθυντής του Τμήματος Θεάτρου της Μπιενάλε της Βενετίας.
Στη δεκαετία του '80, με τις προσεγγίσεις του δημιούργησε νέες οπτικές και αμφισβήτησε τις παραδοσιακές φόρμες του μεταπολεμικού ιταλικού θεάτρου σε παραστάσεις όπως οι Διάλογοι των Καρμελιτισών και οι Τρείς Αδερφές. Διηύθυνε μεγάλα θέατρα όπως αυτό του Τορίνο, από το 1989 έως το 1992. Σκηνοθέτησε τις «Τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας» του Kraus, στον τεράστιο χώρο του εργοστασίου της FIAT. Στην παράσταση αυτή έφερε "επί σκηνής" περισσότερους από 60 ηθοποιούς. Ήταν αμέσως μετά τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο (1991) και το αντιμιλιταριστική περιεχόμενο του προφανώς συνδέεται με αυτή τη σύγκρουση.
Τον Απρίλιο του 1994, διορίστηκε ως διευθυντής του Teatro di Roma και τον Ιανουάριο του 1999 έγινε σύμβουλος του Στρέλερ στο Piccolo Teatro di Milano διευθυντής του της σχολής του θεάτρου. Τον Ιούνιο του 2008 άρχισε να συνεργάζεται με τις dei Due Mondi Φεστιβάλ di Spoleto παρουσιάζοντας μερικά «μαθήματα» για την δραματουργία του Ίψεν και στη συνέχεια μια μελέτη για τον Τσέχοφ. Το 2012 είχε την πρώτη του "εμπειρία με τον Μπρεχτ", σκηνοθετώντας το έργο «Η αγία Ιωάννα των σφαγείων». Στο θέατρο σκηνοθετούσε κάθε χρόνο, ανελλιπώς, αλλά από το 1977 σκηνοθέτησε τις κλασικές Ιταλικές όπερες όπως Nabucco, Trovatore, Norma, Traviata, Aida, Τόσκα, αλλά και σύγχρονες όπερες στις μεγαλύτερες σκηνές της Ιταλίας και της Ευρώπης.
Το 2002 ήρθε σε σύγκρουση με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, καταγγέλλοντας τη λογοκρισία που ασκήθηκε στην παράσταση Βάτραχοι που ανέβασε στο θέατρο των Συρακουσών. Στο τέλος του έργου εμφανίζονταν τέσσερις γιγάντιες αφίσες με την καρικατούρα του Μπερλουσκόνι και τριών άλλων πολιτικών της κυβέρνησης, του Φίνι, του Μπόσι και Λα Ρούσα. Οι αφίσες κατέρρεαν στο τέλος της παράστασης, μόλις έπεφτε η αυλαία. Αυτό το σκηνοθετικό εύρημα του Ρονκόνι ενόχλησε την κυβέρνηση και ιδιαίτερα δύο Σικελούς υπουργούς. Ο υφυπουργός Οικονομίας Τζανφράνκο Μιτσικέ παρενέβη και ζήτησε από τον σκηνοθέτη να αποσύρει τις αφίσες. «Δεν μπορείτε να παρουσιάσετε αυτές τις αφίσες. Επιπλέον, ο Αριστοφάνης δεν αποκάλυπτε τα ονόματα των ατόμων εναντίον των οποίων ασκούσε κριτική. Ο Αριστοφάνης κατήγγειλε τους τυράννους, ο Μπερλουσκόνι δεν είναι τύραννος» είπε ο Τζ.Μιτσικέ. Οι ενστάσεις μεταβλήθηκαν σε απειλές, όταν ο κ. Μιτσικέ προειδοποίησε τον Ρονκόνι ότι οι παραστάσεις του Αρχαίου Θεάτρου των Συρακουσών χρηματοδοτούνται από τον Μπερλουσκόνι, δηλαδή από το κράτος. Στο τέλος της παράστασης ο Ρονκόνι δεν εμφανίσθηκε στη σκηνή για να ευχαριστήσει το κοινό, γιατί, όπως είπε, το έργο που παίχθηκε δεν ήταν αυτό που είχε σκηνοθετήσει.
Ο Λούκα Ρονκόνι ήταν όπως τον αποκαλούσαν εφευρέτης του χώρου, αλλά και δημιουργός ενός μοναδικού στιλ ερμηνείας. Έφερε μια υφολογική επανάσταση στο θέατρο ακόμα και με την συνεχή του αμφισβήτηση στη διατύπωση ενός κειμένου. Ήταν τέκνο της αβάν-γκαρντ και του κλασικού θεάτρου που δημιούργησε ένα νέο ρεπερτόριο πέρα από το ίδιο το θέατρο, ανακαλύπτοντας μέσα στα ίδια τα έργα ασυνήθιστους τρόπους και δυνατότητες. Λάτρευε την ασέβεια του κοινού, και ήταν ο πρώτος που έλεγε ως αστείο "διαρκεί μόνο πέντε ώρες»...
Ο Ρονκόνι είχε αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο. Ήταν ο λόγος για να ζει. Έφερε την ομορφιά, τον πολιτισμό, την ποίηση, τη διαλεκτική, τις αντιθέσεις, τις αμφιβολίες, τις ερωτήσεις.
Περίπου 200 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των φίλων, των αγαπημένων του ηθοποιών και σπουδαστών με τους οποίους υπήρξε εξαιρετικά δεμένος τον αποχαιρέτησαν στο μικρό χωριό της Civitella Benazzone στην Περούτζια. Τον τόπο της ταφής του τον επέλεξε ο ίδιος. Εκεί βρίσκεται το παρεκκλήσι της οικογένειάς του, το οποίο σχεδίασε ο ίδιος, εκεί ενταφιάστηκε η μητέρα του.
Η τέχνη του θα μείνει ζωντανή. Επειδή το θέατρο είναι ίσως η μόνη κοσμική τελετουργία ικανή να συμβιβαστεί με το θάνατο, έστω και χωρίς την ελπίδα της νίκης. Επειδή το θέατρο θα αναζητήσει νέους δρόμους, νέες δυνατότητες, νέους καθοδηγητές για να δώσει στη σκηνή την ίδια δύναμη που του έδωσε όλα αυτά τα χρόνια, ο Λούκα Ρονκόνι. Από σήμερα η σχολή του Πίκολο Τεάτρο, ονομάζεται "Scuola di Teatro Luca Ronconi", για να τιμηθεί η μνήμη και η βαθιά σχέση που είχε με τους μαθητές του Ο Ρονκόνι.
σχόλια