Κιμονό, τουνίκ, μάξι φορέματα και τζάκετ, όλα πολύχρωμα και με απίθανα patterns από vintage υφάσματα μεγάλων οίκων πολυτελείας αλλά και με εντελώς δικά τους prints συνθέτουν το μαξιμαλιστικό σύμπαν των ρούχων των Rianna+Nina.
Το δίδυμο που έχει σαν έχει ως βάση το Βερολίνο αποτελούν στην ουσία η Ελληνίδα Ριάννα Κούνου και η Γερμανιδα Νίνα Κουν. Το μεγάλο μπαμ στον χώρο της μόδας έγινε όταν πριν από λίγους μήνες λάνσαραν τη συλλογή τους It's all Greek to me σε ένα trunk show στο Instagram του διεθνούς σάιτ Moda Operanti και ξεπούλησαν εν μια νυκτί.
Η Ριάννα Κούνου υπήρξε εμβληματική φιγούρα της Αθήνας αφού διατηρούσε επί χρόνια το θρυλικό μαγαζί Le Streghe Son Tornate στη οδό Χάρητος στο Κολωνάκι με τα απίθανα και εντελώς μοναδικά vintage κομμάτια, μέχρι που μια μέρα (μέσα στο 2009) και δίχως πολλή σκέψη αποφάσισε να μεταναστεύσει οικογενειακώς στο Βερολίνο και να ανοίξει εκεί μια καινούρια μπουτίκ που ονόμασε Rianna in Berlin την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα στο Mitte.
Στα vintage η Ριάννα Κούνου βρήκε τη μοναδικότητα που πάντα αποζητούσε. «Δεν ήθελα να μοιάζω με κανέναν και το κατάφερα φορώντας ή μεταποιώντας ρούχα οίκων περασμένων δεκαετιών. Επίσης, μου αρέσει να βλέπω τις λεπτομέρειες που έχουν τα παλιά ρούχα. Έχω βρει για παράδειγμα Hermès του '60 που είναι ραμμένα στο χέρι».
«Κάθομαι έξω, στα σκαλοπάτια του μαγαζιού αυτή τη στιγμή που σου μιλάω» μου λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Με κοιτάνε καλά-καλά οι περαστικοί. Καταλαβαίνεις πώς είμαι ντυμένη πάλι. Πολύ διακριτικά!» λέει και γελάει.
Δεν τη γνωρίζω προσωπικά αλλά καταλαβαίνω πως πρόκειται για μια πληθωρική προσωπικότητα, ένας άνθρωπος πολύ αλέγρος.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που ζω στο Βερολίνο» μου λέει. «Ξανάζησα εδώ ως παιδί. Είχαμε έρθει οικογενειακώς με τη μαμά μου και μείναμε από το 1981 μέχρι και το 1990, οπότε αυτή η πόλη δεν μου ήταν ξένη» εξηγεί.
Η μητέρα της Ριάννας, που διηύθυνε ξενοδοχεία ενώ παράλληλα είχε και το Berlin της οδού Ομήρου, ήταν εκείνη που της κόλλησε το μικρόβιο με τα vintage.
«Όπου κι αν ταξιδεύαμε και όπου κι αν βρισκόμασταν με έσερνε σε ό,τι υπόγειο υπήρχε για να ξετρυπώνει παλιά ρούχα. Είναι ποτισμένες οι αναμνήσεις μου με τη χαρακτηριστική μυρωδιά που έχουν αυτοί οι χώροι.
»Η αρχή όμως νομίζω πως έγινε όταν στα δεκαεπτά μου μού χάρισε ένα μαντίλι Hermès. Είχα ξεκινήσει ήδη να διαβάζω τη Vogue και ήμουν σε θέση να καταλάβω την αξία του. Ήταν για μένα ο πρώτος μου θησαυρός».
Από τότε απέκτησε και το «κουσούρι» να μαζεύει μαντίλια. «Έχω μια μεγάλη συλλογή. Μόνο τα Hermès είναι 150. Τα Pucci, τα YSL και τα υπόλοιπα είναι απλά αμέτρητα. Έχω σκεφτεί ότι ίσως είναι καλή ιδέα να κάνω μια έκθεση κάποια στιγμή με αυτά».
Στα vintage η Ριάννα βρήκε τη μοναδικότητα που πάντα αποζητούσε. «Δεν ήθελα να μοιάζω με κανέναν και το κατάφερα φορώντας ή μεταποιώντας ρούχα οίκων περασμένων δεκαετιών. Επίσης, μου αρέσει να βλέπω τις λεπτομέρειες που έχουν τα παλιά ρούχα. Έχω βρει για παράδειγμα Hermès του '60 που είναι ραμμένα στο χέρι».
Λίγο αργότερα μου εξηγεί ότι η εμμονή της με τα παλιά και σπάνια κομμάτια δεν βρίσκεται ακριβώς στο πατρόν (το σχέδιο δηλαδή) αλλά στο πανί, το ύφασμα. «Θυμάμαι πάντα τη μαμά μου που έλεγε "μα τι σχέση έχει το πολυέστερ με το μετάξι!". Επίσης λάτρευα πάντα τα υφάσματα των επιπλώσεων διότι έχουν μεγάλα prints».
Κάποια στιγμή την ακούω να ενημερώνει μια ενδιαφερόμενη πελάτισσα ότι το μαγαζί θα ανοίξει στις 12. «Ναι, τα μαγαζιά εδώ στο Βερολίνο λειτουργούν συνήθως από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 7 το απόγευμα» μου λέει. «Απορώ ακόμα με τα ωράρια της Ελλάδας! Ποιος είναι ο λόγος να ανοίγουν οι μπουτίκ από τις 9 το πρωί; Είναι γελοίο».
Μου περιγράφει τη ζωή στο Βερολίνο. «Είναι μια πολύ ανθρώπινη πόλη. Οι ρυθμοί είναι πολύ διαφορετικοί. Επίσης, υπάρχουν μεγάλοι δρόμοι, τεράστια πεζοδρόμια, πολύ πράσινο και γενικά μια αίσθηση ανοιχτοσύνης που από την Αθήνα, όσο κι αν την αγαπώ, λείπουν, όπως και να το κάνουμε.
»Είναι ωραία εποχή τώρα. Σήμερα έχει 22 βαθμούς περίπου, έχει μια ελαφριά δροσιά δηλαδή. Ό,τι πρέπει για να μπαίνει ο κόσμος στο μαγαζί και να ψωνίζει τα φθινοπωρινά του» λέει και γελάει.
Μου λέει πως ταξιδεύει πολύ και κυρίως για δουλειά. «Σε λίγες μέρες θα πάμε στη Νότια Γαλλία για την φωτογράφηση της καινούριας μας κολεξιόν με έναν πολύ γνωστό φωτογράφο-έκπληξη, μετά ίσως πάω στις Βρυξέλλες για υφάσματα.. Όμως ακόμα και στο Πόρτο Χέλι που βρέθηκα κάποιες μέρες για διακοπές, ακόμα κι εκεί, έκανα μια φοβερή ανακάλυψη και βρήκα νέο συνεργάτη!
Λατρεύω τη δουλειά μου και δεν την ξεχωρίζω από την προσωπική μου ζωή. Ζω και αναπνέω μέσα από αυτή. Δεν την βλέπω σαν αγγαρεία. Ποτέ δεν γκρίνιαξα γιατί έπρεπε να ανοίξω το μαγαζί μου ή να πάω στο ατελιέ. Το κάνω με κέφι. Με ενδιαφέρει να έρχομαι σε επαφή με κόσμο. Με ενδιαφέρει η αισθητική γενικότερα γιατί είναι μέρος της ζωής μου».
Πριν από τέσσερα χρόνια περίπου συνάντησε τη Νίνα Κουν, ένα κορίτσι από τη Φρανκφούρτη με πολλούς τίτλους σπουδών στο βιογραφικό της πάνω στις δημόσιες σχέσεις και το μάρκετινγκ και συνεργασίες με μεγάλους οίκους όπως οι Etro και Cartier.
«Το κοινό σημείο αναφοράς μας ήταν η αγάπη μας για τα vintage και τα χρώματα. Κάποια στιγμή της έδειξα και τα ρούχα που φτιάχνω και της άρεσαν πολύ. Την κάλεσα σπίτι μου για φαγητό και αυτό ήταν. Την επόμενη μέρα παραιτήθηκε από τη θέση της διευθύντριας marketing των Galeries Lafayette του Βερολίνου και αποφασίσαμε να συνεργαστούμε. Η Νίνα ανέλαβε το κομμάτι της προώθησης κι εγώ το δημιουργικό».
Πέρσι μάλιστα δημιούργησε για το brand Rianna+Nina, μια σειρά με ελληνικής έμπνευσης prints που βασίστηκαν πάνω σε παραδοσιακά ελληνικά κεντήματα κυρίως από τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Σκύρο, αλλά και παλιά ελληνικά παραμύθια.
«Τα τυπώσαμε στον ίδιο τεχνίτη που τυπώνει και ο Dries Van Noten και η χαρά που πήραμε όταν λάβαμε τα δείγματα δεν περιγράφεται. Ένα θα σου πω: Χορεύαμε κι οι δύο τσιφτετέλι στο ατελιέ σαν τις τρελές».
Η ιδέα γι' αυτό βασίστηκε πάνω σε κάτι τραπεζομάντιλα που είχε μετατρέψει σε φόρεμα για προσωπική χρήση. «Κάποια στιγμή μου έστειλε ένας φίλος κάτι απίθανα παλιά τραπεζομάντιλα από τη Θράκη. Να σου πω σε αυτό το σημείο ότι πάντα έραβα τα ρούχα που φοράω μέσα σε λίγα λεπτά. Τα πιάνω λοιπόν, τα ράβω τσακ-μπαμ και τα κάνω ένα απίθανο καφτάνι που φόραγα στις διακοπές μου στην Πάρο. Σε πληροφορώ πως όλοι με σταματούσαν στο δρόμο για να με ρωτήσουν τι είναι αυτό που φοράω κι εκεί ήταν που σκέφτηκα πως πρέπει να το εξελίξω».
Η ίδια δεν θέλει να αποκαλείται σχεδιάστρια. «Δεν έχω τελειώσει κάποια σχολή, κάτι σεμινάρια ενδυματολογίας έχω κάνει μόνο στο παρελθόν. Έχω όμως μάτι και αισθητική».