Οι διακοπές στη Δονούσα είναι η μέρα της μαρμότας, με την καλύτερη των εννοιών. Σε ένα μέρος που όλο κι όλο μετράει δεκατέσσερα χιλιόμετρα, οι οικισμοί είναι τέσσερις, οι επιλογές για φαγητό ίσα που φτάνουν τα δάχτυλα των δύο χεριών, αν συνυπολογίσουμε και τα καφέ-μπαρ που εξυπηρετούν το νησί.
Αν, λοιπόν, αποφασίσετε να ζήσετε το νησί για μέρες και ότι δεν θα είναι απλώς μια στάση στον καλοκαιρινό σας προγραμματισμό, τότε θα επαναλάβετε σίγουρα εξόδους και τραπέζια. Όσοι την επιλέγουν σταθερά για μέρες και για χρόνια αυτό ακριβώς φαίνεται να αναζητούν, την επανάληψη, την άνεση που προσφέρει καμιά φορά το να μην έχεις αμέτρητες επιλογές. Και οι μισοί που την επισκέπτονται για πρώτη φορά αλλάζουν τα εισιτήριά τους αν μπορούν, δεν τους κάνει καρδιά να την αφήσουν γρήγορα. Αυτός ο τόπος σε καταπίνει με τη θέλησή σου.
Στη βορειοανατολική άκρη του νησιού είναι τοποθετημένος ο οικισμός της Καλοταρίτισσας, μάλλον το όνομά του προέρχεται από τη λέξη «καλοταριά», που σημαίνει «αίθριος καιρός», «νηνεμία». Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει το όνομα, δεν είναι δηλαδή σαν εκείνες τις παραλίες των Κυκλάδων που λέγονται «μεγάλο λιβάδι»/«μικρό λιβάδι»/«λιβάδι» σκέτο, ενώ ψάχνεις να βρεις όχι καμιά σημαντική έκταση αλλά ψήγματα πρασίνου. Όποτε φυσάει και ο Κέδρος ταλαιπωρείται από αμμοβολή και κύματα, η λύση είναι ο κόλπος της Καλοταρίτισσας με τις τρεις παραλίες του, το Σαπουνόχωμα με το χοντρό βότσαλο, τη Μέσα Άμμο με το ψιλό και την αμμουδερή Τρυπητή.
Εκεί κάνει τέρμα ο περιφερειακός δρόμος του νησιού, ο οποίος όμως δεν έφτανε στο σημείο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, αρχές του μιλένιουμ. Όταν κάποιοι λίγοι το προσέγγιζαν με τη λάντζα ‒γνωστή και ως «Δονούσα Μάγισσα»‒, είτε από το μονοπάτι, υπήρχε ένα καφενείο που λειτουργούσε με γεννήτρια, σέρβιρε ελληνικό καφέ, αυγά, αυτά.
Η δεύτερη γενιά του μαγαζιού έχει βάλει σκοπό να μην αλλάξει τίποτα. Δεν θα αντικαταστήσει το κατρούτσο με ακριβά κρασιά προκειμένου να εξυπηρετήσει τα σκάφη που εμφανίζονται, ούτε πιο δημιουργικά πιάτα θέλει να προσθέσει, ούτε τον χώρο να εκμοντερνίσει, άλλωστε η κόρη της οικογένειας μαγείρεψε για κάποια χρόνια σε άλλου τύπου εστιατόρια, έφυγε στο Βερολίνο, αλλά προτίμησε τον λιτό χαρακτήρα της νησιώτικης ταβέρνας
Ο θείος της Φανής και του Γιώργου που μας υποδέχονται στην τωρινή και μοναδική ταβέρνα της Καλοταρίτισσας δεν πρόλαβε να δει ούτε τον δρόμο ούτε το ρεύμα να διευκολύνει το χωριό. Ενώ η οικογένεια των Λεμπέσηδων συνέχιζε να περνάει τα καλοκαίρια της εκεί (ήταν μάλιστα η μόνη οικογένεια που διέμενε μέχρι πρόσφατα, πλέον νοικιάζονται τρία-τέσσερα δωμάτια και τα καλοκαίρια κατοικούνται άλλα δύο), κάποια στιγμή άρχισαν να εμφανίζονται τουρίστες που τους ζητούσαν λίγο νερό.
Τότε, το 2007, ήταν που η Μαρία και ο Θύμιος, οι γονείς της Φανής και του Γιώργου δηλαδή, σκέφτηκαν να ανοίξουν μια ταβέρνα, κρατώντας τα αυγά μάτια στο γκάζι και την ομελέτα που έφτιαχνε ο θείος εκεί, προσθέτοντας μαμαδίστικο φαγητό σαν αυτό που σερβίρουν εδώ και σαράντα χρόνια στο Μεταξουργείο. Στην Αθήνα το μαγαζί τους λέγεται «Θύμιος», ενώ στη Δονούσα «Μήτσος», αυτό ήταν το όνομα του παππού που τους άφησε το χωράφι και ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν προς τιμήν του, όπως λένε.
Αν βρεθείτε εκεί νωρίς για να πιείτε τον μερακλίδικο ελληνικό τους πριν επιλέξετε μία από τις τρεις παραλίες, θα δείτε να καθαρίζονται οι πατάτες και τα λαχανικά στο τραπέζι δίπλα στην πόρτα της κουζίνας, είναι πάντα αυτό που κρατάει η οικογένεια για να κάνει μικρά διαλείμματα μέσα στη μέρα, ενώ έχει φροντίσει να έχει κι ένα ράντζο, θα το δείτε ψάχνοντας το μπάνιο ή πρίζα για να φορτίσετε το κινητό σας, που στ’ αλήθεια δεν θα σας φανεί χρήσιμο, αφού η Καλοταρίτισσα δεν έχει ούτε μισή γραμμή σήμα.
Στην «Καλότα», κατά την αργκό που έχει αναπτυχθεί στο νησί, και στην ταβέρνα της τα πράγματα είναι απλά, μετρημένα και καλοφτιαγμένα. Φασολάκια τόσο-όσο λαδερά με την ντομάτα τους, μπάμιες που κρατάνε το σχήμα τους, πείθοντας και τους μεγαλύτερους εχθρούς τους να τις δοκιμάσουν, ωραίοι γίγαντες και ρεβίθια σούπα, τζατζίκι-φωτιά, η πιο νόστιμη φάβα του νησιού και η πιο σωστή χωριάτικη με καλή μυζήθρα, καμιά φορά έχουν ολόφρεσκο ψάρι από τις βάρκες του νησιού, φαγγριά, σκαθάρια, σαργούς, μπαρμπούνια. Προσπαθούν τα τυριά τους να έρχονται από τα Κουφονήσια και την Πάρο, οι πατάτες τους από την Πάρο και τη Νάξο, ψάχνουν ντομάτες στην Αμοργό.
Αλλά αυτό για το οποίο φημίζονται και έχει επικρατήσει αυθόρμητα ως το όνομα του μαγαζιού έχει μαστόρικο ψήσιμο στα κάρβουνα, μόνο μοσχαρίσιο κιμά, μαϊντανό και καθόλου μπαχαρικά. Αν, λοιπόν, ακούσετε κάποιον στον Σταυρό να λέει ότι έχει κανονίσει να πάει «στα μπιφτέκια», σημαίνει ότι πάει στου Μήτσου.
Μου έλεγε η Φανή ένα πρωί: «Βάλτε, ρε παιδιά, και καμιά πανσέτα στο μενού, κανένα μαγειρευτό. Ωραίο το μπιφτέκι, δεν το συζητώ, αλλά όταν βλέπω μια παρέα δέκα ατόμων να παραγγέλνει δέκα μερίδες μπιφτέκια, αναρωτιέμαι, δεν έχετε περιέργεια τι άλλο φτιάχνουμε σε αυτό το μαγαζί; Έχουμε και κατσίκι ντόπιο, ωραίο». Κι έπειτα ακολούθησε ο εξής διάλογος:
— Το δοκίμασα το κατσίκι, ωραίο είναι.
Μετά από πόσο καιρό;
— Μετά από τέσσερα καλοκαίρια.
Βλέπεις τι εννοώ;
Δίκιο έχει και η Φανή, οι μερίδες μπιφτέκια που συνηθίζουμε να παραγγέλνουμε είναι υπερβολικές, είναι και κάτι παραπάνω από χορταστικές. Αλλά κι εμείς έχουμε τα δίκια μας. Το μπιφτέκι της Καλοταρίτισσας είναι ακαταμάχητο.
Η δεύτερη γενιά του μαγαζιού έχει βάλει σκοπό να μην αλλάξει τίποτα. Δεν θα αντικαταστήσει το κατρούτσο με ακριβά κρασιά προκειμένου να εξυπηρετήσει τα σκάφη που εμφανίζονται, ούτε πιο δημιουργικά πιάτα θέλει να προσθέσει, ούτε τον χώρο να εκμοντερνίσει, άλλωστε η κόρη της οικογένειας μαγείρεψε για κάποια χρόνια σε άλλου τύπου εστιατόρια, έφυγε στο Βερολίνο, αλλά προτίμησε τον λιτό χαρακτήρα της νησιώτικης ταβέρνας, «σκεφτόμουν “τι θες να κάνεις, ρε Φανή, να παιδεύεσαι για τους λίγους και τα εύσημα να τα παίρνουν οι σεφ ή να μαγειρεύεις για τους πολλούς, να μπαίνουν στην κουζίνα και να σου λένε “τι μπάμιες είναι αυτές που έφτιαξες;”; Μου αρέσει που έμαθα το γκουρμέ, αλλά καλύτερα είναι για μένα εδώ, που το φαγητό είναι τίμιο», όπως λέει. Πιστεύει ότι αυτοί που επιστρέφουν ξανά και ξανά στη Δονούσα το κάνουν γιατί νιώθουν ότι αποκτούν μια οικογένεια, τον φούρναρη, τον καφετζή, τους Λεμπέσηδες, που θα τους μάθουν και την επόμενη χρονιά θα τους πουν «εσύ έχεις ξανάρθει, σωστά;».
Οι ρυθμοί του νησιού επηρεάζονται έντονα από τα δρομολόγια που εκτελεί το ΚΤΕΛ του Σαράντου, άλλωστε το να πάρεις αμάξι στη Δονούσα δεν είναι αναγκαίο, άσε που μαθαίνεις και άγνωστα, new age νησιώτικα στη διαδρομή. Βέβαια, για να απολαύσουν κάποιοι την ηρεμία της Καλοταρίτισσας και τη νοστιμιά των μπιφτεκιών της έχουν χάσει εσκεμμένα το λεωφορείο της επιστροφής, δίνοντας ακόμα μία ώρα στον εαυτό τους μέχρι το επόμενο ή μέχρι το τελευταίο, των δέκα και τέταρτο.
Σε αυτό το λεωφορείο έχει ξεχαστεί ένα μπιφτέκι που δόθηκε σε πακέτο, το τηλεφώνημα και το ευτράπελο που ακολούθησε για να ενημερωθεί ο οδηγός του μόνο στη Δονούσα θα μπορούσε να είχε συμβεί. Επίσης γνωρίζω άνθρωπο που όταν μια μέρα άκουσε ότι τελείωσαν τα μπιφτέκια, χλώμιασε.
Κι έπειτα, είναι τα καλοκαιρινά chats που φτιάχνουν οι μεγάλες παρέες για να συνεννοούνται στα νησιά, αυτά που θα ζήσουν για λίγες μέρες μετά τις διακοπές και θα αργοσβήσουν καθώς φθινοπωριάζει. Από τη στιγμή που αν κάναμε για κάτι πρόγραμμα σε αυτό το νησί είναι για το πότε θα πάμε στην Καλοταρίτισσα και για το τι ώρα θα ανέβουμε να πιάσουμε τραπέζι, αυτά τα μπιφτέκια μνημονεύτηκαν στη δική μας πολυμελή συνομιλία πολλάκις, με πλεκτή και σταυρωτή ομοιοκαταληξία, παραφράζοντας τον Οδυσσέα Ελύτη. «Τραγανό και ζουμερό, ήρθα πεινασμένη απ’ τον γιαλό», «το καλύτερο της Δονούσας στέκι είναι ετούτο το μπιφτέκι», «αυτά τα μπιφτέκια διώχνουν τα πιο βαριά σεκλέτια», «τα τρως και χάνεσαι», «με μπιφτέκι Καλοταρίτισσας κάνεις καλύτερο μαύρισμα», «θα ήταν το φαγητό που θα ζητούσα για τελευταίο γεύμα πριν πεθάνω», «εάν αποσυνθέσεις τη Δονούσα, θα δεις στο τέλος να σου απομένουν μια γάτα, ο Κέδρος και τα μπιφτέκια του Μήτσου».
Ο Μήτσος, Καλοταρίτισσα-Δονούσα, 22850 51522