Γράφοντας για τον νομαδισμό, κάπως «φυτεμένοι» στην Κρήτη σχεδόν για όλο το 2023. Το πρωί σε φαράγγι του Ρεθύμνου και το απόγευμα σε ρακοκάζανο στις χανιώτικες Μαδάρες.΄Ημασταν –και προσπαθούμε να είμαστε και σήμερα– φανατικοί οπαδοί της έννοιας «όπου γης και πατρίς», η οποία για μας εκφράζει την απόλυτη προσαρμοστικότητα που απαιτείται να έχουμε οι ίδιοι ως δικλείδα ασφαλείας σε επερχόμενες αλλαγές. Αλλά το ερώτημα παραμένει μέχρι και σήμερα: μπορεί να είναι βιώσιμη η τόση κινητικότητα; Τελικά, ταξιδεύουμε ποτέ εκτός δουλειάς;
Το SteMajourneys είναι ένα όραμα που άρχισε σιγά σιγά να παίρνει σάρκα και οστά μετά από αμέτρητες εργατοώρες και δημιουργήθηκε ως μια συνειδητή προσπάθεια διαφυγής από την καθημερινότητα και τον ιδρυματισμό που έχει καθιερωθεί στην ελληνική εργασιακή πραγματικότητα. Το κίνητρο ήταν επίσης το πόσο λίγο γνωρίζουμε τη χώρα μας, η γνωριμία με ανθρώπους που διεκδικούν την ουσία που αναζητάμε κι εμείς στον κόσμο μας, καθώς και η άμεση επαφή με τη φύση που τελικά μας (εμ)φύτεψε μια ιδεολογία (όχι απλώς ως lifestyle ή trend που θα ξεφτίσει μετά από λίγο). Ιδεολογία που ενσωματώνει τον σεβασμό στη φύση, στις τοπικές ιδιαιτερότητες και στη βιωματική εμπειρία ενός τόπου με τη λογική του ταξιδιώτη και όχι του τουρίστα.
Η περιπλάνηση δεν σημαίνει σερφάρισμα στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά το αντίστροφο: βαθιά επίγνωση του βάρους τους και της πυκνότητας της σημασίας τους.
Παίρνοντας πολλά προσωπικά ρίσκα, με δικά μας, μικρά κεφάλαια και χωρίς διαφημίσεις στα σόσιαλ μίντια, με πολλή δουλειά που δεν φαίνεται και αξιοποιώντας το προνόμιο και την πολυτέλεια να μπορούμε να σκεφτόμαστε και να πράττουμε αναλόγως (όχι όμως με συνθήκες τόσο ευνοϊκές για τέτοιου είδους εγχειρήματα, δηλαδή χωρίς να έχουμε λυμένο το οικονομικό ή να ταξιδεύουμε just for fun), ξεκινήσαμε να χτίζουμε ένα ιδιόμορφο περιβάλλον εργασίας που θα μας κάνει να νιώθουμε πιο πλήρεις, χαρούμενοι και αποδοτικοί. Κάνοντας μικρές και μεγάλες υπερβάσεις, επιλέξαμε να ζούμε και να δουλεύουμε διαφορετικά. Κάποιους μήνες κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους κάνοντας μοντάζ, επεξεργασία φωτογραφιών και γράφοντας κείμενα, και κάποιους άλλους ζώντας στον δρόμο ως ψηφιακοί νομάδες, μαζεύοντας το υλικό μας.
Δεν έχουμε ακριβώς μόνιμο τόπο κατοικίας, αλλά έχουμε δύο βάσεις, την Αθήνα και τα Χανιά. Ταξιδεύουμε δυο άνθρωποι (κι ένας σκύλος μαζί) από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τα εργασιακά πρότζεκτ που προκύπτουν. Αυτό το ταλέντο του νομάδα το είχαμε στο DNA μας μάλλον by default (χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει απαραίτητα και χωρίς να το έχουμε εξασκήσει), και ας θριαμβεύει πια διεθνώς.
Ας πιάσουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής για μας δεν ήρθε ξαφνικά. Ξεκίνησε σταδιακά από το 2016, πολύ πριν ο κορωνοϊός επιβάλλει τη νέα κουλτούρα της εξ αποστάσεως εργασίας (remote working) – τότε ήταν σαν να ανοίγουμε έναν βιωματικό διάλογο με τα μικρά και μεγάλα μέρη της Ελλάδας, τον παγωμένο καθησυχαστικό ελληνικό Βορρά και την εύκρατη ζώνη του ελληνικού Νότου. Η προηγούμενη βραχύβια θητεία σε εκπομπές και περιοδικά μάς έδωσε να καταλάβουμε ότι η εργασιακή ευτυχία, όσο μπορεί να υφίσταται κάτι τέτοιο, δεν θα προέκυπτε για εμάς με τους συγκεκριμένους όρους, οδηγώντας μας στη συνέχεια σε κειμενογραφικές δουλειές που γίνονται από παντού. Με αφορμή τις ταξιδιωτικές αποστολές για έρευνα και κειμενογράφηση που μας ανέθεσαν σε ελληνικούς προορισμούς και προστέθηκαν στις αρμοδιότητές μας, αποφασίσαμε να εμπλουτίσουμε την επαγγελματική μας επάρκεια με τη χρήση κάμερας για φωτογραφία και βίντεο. Αξιοποιώντας, λοιπόν, την εμπειρία μας στη δημοσιογραφική έρευνα και στην οργάνωση παραγωγής και προσθέτοντας στην επαγγελματική μας φαρέτρα τη χρήση καμερών και φωτογραφικών μηχανών, αναζητήσαμε νέες μορφές εργασίας και στρώσαμε το δικό μας επαγγελματικό μονοπάτι.
Και κάπως έτσι γίναμε φυγάδες-νομάδες ως κειμενογράφοι/φωτογράφοι/βιντεογράφοι: η ιδέα έπεσε στο τραπέζι και άρχισαν οι γνωστές πολύωρες συζητήσεις σχετικά με την ανασφάλεια, τα διλήμματα, την αβεβαιότητα, δισταγμός και μετρημένα λόγια. Και πολλή πολλή δουλειά.
Σχεδόν ταυτόχρονα με ένα μεγάλο διάστημα αυτοεκπαίδευσης στη χρήση εξοπλισμού, drone, μοντάζ κ.λπ., που φυσικά δεν σταματάει ποτέ, αρχίσαμε να συγκροτούμε κι έναν οδικό χάρτη για τα ταξίδια μας. Κάποια στιγμή, λοιπόν, φύγαμε για ένα δίμηνο ταξίδι. Και σαρώσαμε την ενδοχώρα της Ελλάδας... Ραχούλες, βουνά, λόγγους, κάμπους, απίθανα χωριά, το ελληνικό Twin Peaks: από την Αθήνα, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην Αιτωλοακαρνανία και στη Δυτική Μακεδονία, από την παλιά εθνική οδό με πολλές στάσεις σε περιοχές ξεχασμένες στον χρόνο μέχρι τους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους και διαμονή σε επαρχιακές πόλεις-ορόσημα της ελληνικής επαρχίας. Και μετά στις πρώιμες καλοκαιρινές μέρες του Μαΐου και του Ιουνίου στην Αμοργό, στην Κάσο ή στην Κάλυμνο, ή στο βαθύ πια καλοκαίρι του Αυγούστου στην Ψέριμο, στην Τέλενδο και στον απομονωμένο και αντιτουριστικό κρητικό Νότο, με τον ήλιο να τσουρουφλίζει το σώμα και να μας ντοπάρει για να κάνουμε πράγματα όχι για να δραπετεύουμε από τη ζωή αλλά για να μη μας ξεφεύγει η ζωή.
Θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες ατελείωτες για τα μικρά και μεγάλα ταξίδια που περιλαμβάνουν πάμπολλες εμπειρίες αλλά και εκπαίδευση. Τραπέζια σε σπίτια κυνηγών να μας παραπονιούνται που τα παιδιά τους δεν βρίσκουν δουλειά στα βουνά όπου μεγάλωσαν και ξέρουν σαν την παλάμη του χεριού τους, κουβέντες καθημερινές με γιαγιάδες που ψήνουν κάστανα και αερίζουν τα ρούχα τους στη δροσιά του χειμώνα αλλά και παππούδες σε καφενεία της θαλπωρής μπροστά στην ξυλόσομπα στη μέση του πουθενά. Περάσματα από χωριά-οχυρά του παλιού κόσμου που χάνεται, αμέτρητοι ύπνοι κάτω από προπολεμικά κάδρα που μυρίζουν παρελθόν, και δώσ' του σπουδαίες ιστορίες απ' όσους συναντήσαμε.
Το ταξίδι μπήκε, λοιπόν, στη ζωή μας αρχικά ως ανάγκη εξερεύνησης του μικρόκοσμου της χώρας μας και μετατράπηκε σταδιακά σε επαγγελματικό εργαλείο, μέσο βιοπορισμού με κάθε είδους πελάτες, από ξενοδοχεία που θέλουν φωτογράφιση, ιδιώτες που χρειάζονται υλικό για την ιστοσελίδα τους, συλλόγους, ιδρύματα πολιτισμού που θέλουν βίντεο, περιοδικά που χρειάζονται φωτογραφίες και εταιρείες που θέλουν location scouting για τις δικές τους φωτογραφίσεις μέχρι δήμους ανά την Ελλάδα και φορείς του τουρισμού που θέλουν γενικά οπτικοακουστικό περιεχόμενο.
Είμαστε σε μια συνεχή αναζήτηση νέων τόπων, νέων γεύσεων και νέων εμπειριών. Πάντα ήμασταν μάλλον, απλώς τώρα το κάνουμε πιο συνειδητά, πιο έντονα από πριν. Αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά τους τόπους. Γι' αυτό αγαπάμε τους ατέλειωτους δρόμους, γιατί μας οδηγούν σε άγνωστα μέρη και επανεξετάζουμε τις ισορροπίες μας. Περιπλανιόμαστε πολύ. Χανόμαστε στις επαρχιακές πόλεις και στα χωριά (ναι, είναι λιγότερα απ' ό,τι στο παρελθόν, αλλά στέκουν ακόμα κάμποσα και δεν φτιάχτηκαν για τους τουρίστες αλλά για ντόπιους που θα δουλεύουν συντονισμένοι με τη γη και τη φύση, εναρμονισμένοι με αυτή, κι αυτή να τους γερνάει με τα σπουδαία δώρα της), καταγράφοντας τη ζωή όπως τη συναντάμε. Ορισμένες φορές την ώρα της φωτογράφισης ενός νέου προορισμού δεν παρατηρούμε τίποτα. Κάνουμε τη δουλειά μας και τον βλέπουμε μόνο αφού επιστρέψουμε πίσω, αφού αποστασιοποιηθούμε και κοιτάξουμε τις εικόνες μερικές εβδομάδες ή μήνες αργότερα. Είναι σημαντικό να αφήσεις το μέρος να σου δείξει την ιστορία του αντί να την αναζητάς ο ίδιος με μια ιδέα που έχεις σκεφτεί από πριν.
Λίγο πριν από την Καρυά Αργολίδας, πέρα από την απίστευτη ομορφιά της φύσης και τα χρώματα του χειμώνα κατά την επίσκεψή μας, δεν θα ξεχάσουμε μια συνάντηση που είχαμε με ένα νέο ζευγάρι που μόλις είχε μετακομίσει στο χωριό του παππού, όπου ζούσαν 5 άτομα όλα κι όλα. Η μαζική έξοδος των Αθηναίων από το κλεινόν άστυ έχει σήμερα τον ίδιο βασικό λόγο, την άμεση επιστροφή στη φύση. Αρχιτέκτονες απ' όλο τον κόσμο σχεδιάζουν σπίτια πνιγμένα στο πράσινο, τα πιο ακριβά boutique hotels βρίσκονται απομονωμένα σε τροπικά δάση και ψηλά βουνά. Σαν να ξέρουν όλοι ότι σε λίγα χρόνια τα πράγματα θα αγριέψουν ακόμη περισσότερο. Δεν ξέρουμε αν το συγκεκριμένο ζευγάρι είναι όλες τις στιγμές ευτυχισμένο (σίγουρα όχι), δεν ξέρουμε αν βρήκαν αυτό που έψαχναν, αν η ζωή τους τώρα έχει ή όχι κενά, αν νιώθουν μοναξιά. Εμείς θα θυμόμαστε σίγουρα αυτό που είδαμε στα λίγα λεπτά που βρεθήκαμε κοντά τους: ένα πηγαίο χαμόγελο και μια ανοιχτή καρδιά, μια ψυχική ηρεμία που δεν έμοιαζε να είναι αποτέλεσμα παρόρμησης αλλά συνειδητής και επίπονης εσωτερικής διαδικασίας. Αυτό που μαθαίνουμε και επανεπιβεβαιώνουμε σε κάθε ταξίδι είναι ότι η ζωή στην ελληνική περιφέρεια έχει σαφή ρουτίνα αλλά και ποιότητα ζωής που δεν συγκρίνεται, είναι όμορφη όταν τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Έτσι, σου δημιουργείται η αυταπάτη ότι τα έχεις όλα. Άσε στην άκρη το κλειστοφοβικό, αποπνικτικό τοπίο της επαρχίας που θα σου παρουσιάσουν πολλές φορές οι ντόπιοι, για σένα θα πρέπει να είναι η απόλυτη πρωτεύουσα της περιπέτειας. Βαρυχειμωνιά με χιόνια, δροσιά το κατακαλόκαιρο, βαρεμάρα μηδέν, εξορμήσεις στη φύση και φυσιολατρικές δραστηριότητες, τα καλύτερα τσίπουρα και βουτιές σε τοπία παραμυθένια.
Με αυτά και μ' αυτά, φτάνουμε στο ταξίδι ζωής στην Ελλάδα που για μας είναι οι Πρέσπες. Γιατί είναι κάτι παραπάνω από λίμνες, μια ιερή συμφωνία μεταξύ περιβάλλοντος και ανθρώπου, είναι σύμβολα ολοζώντανα της πληθωρικής μας φύσης, είναι βουνό και νερό μαζί, λύκοι και αρκούδες, αγριάδα και ηρεμία μαζί σε ένα combo ανεπανάληπτο, είναι γαστρονομία με γεύσεις μοναδικές, όλη η ομορφιά της φύσης συμπυκνωμένη σε ένα κομμάτι γης σχεδόν αλπικό, με κάθε είδους βλάστηση. Εδώ οι άνθρωποι παλεύουν με τη λήθη, εξημερώνουν τα αστικά ήθη των ταξιδιωτών, έμαθαν να ζουν με τη φύση και όχι από αυτή. Εδώ δεν είσαι απλώς ένας τουρίστας, εδώ γίνεσαι ταξιδιώτης, εδώ παίρνεις δόσεις από τα αυθεντικά Βαλκάνια και βλέπεις μια άλλη Ελλάδα που ο αστός δεν ξέρει ότι υπάρχει αν δεν την επισκεφτεί... Πάντα οι περιοχές κοντά στα σύνορα είχαν κάτι το αμφίσημο, ίσως γι’ αυτό είναι και γοητευτικές, μείγμα κόσμων και ανθρώπων.
Η διαρκής περιπλάνηση, βέβαια, ενέχει και τον κίνδυνο να περιφέρεσαι χωρίς βάση και δίχως νόημα, απλώς κάνοντας stories, καλύπτοντας την προσωπική σου ματαιοδοξία στον ψηφιακό κόσμο και συλλέγοντας περιοχές, όπως τα ταξιδιωτικά μαγνητάκια-σουβενίρ για το ψυγείο. Η περιπλάνηση, όμως, δεν σημαίνει σερφάρισμα στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά το αντίστροφο: μια βαθιά επίγνωση του βάρους τους και της πυκνότητας των σημασιών. Όταν μετακινείσαι διαρκώς, ελάχιστα πράγματα έχεις να χάσεις και η επικαιρότητα χάνει τη δύναμή της επάνω σου. Η Κρήτη είναι αφετηρία και τερματικός σταθμός στον εν λόγω νομαδισμό μας: τόπος με πολλές όμορφες αντιθέσεις αλλά και αρκετή ασχήμια. Χαιρόμαστε όταν φεύγουμε αλλά και όταν επιστρέφουμε. «Οι πατρίδες είναι πάντα στη θέση τους κι εμείς είμαστε δέντρα που ριζώνουμε παντοτινά στα χώματά τους. Κι αν φεύγουμε, οι ρίζες δεν κόβονται, επιμηκύνονται μονάχα, απίστευτα πολύ…» που λέει κι η Βαμβουνάκη. Προς το παρόν, ατενίζουμε και πάλι το μέλλον με άγχος, αβεβαιότητα και αισοδοξία, αλλά φέτος ατενίζουμε και το Λιβυκό Πέλαγος με δέος και ευγνωμοσύνη. Μέχρι το επόμενο ταξίδι-στάση αναφοράς.