Η Σκόπελος αρχικά μπορεί να αποτελέσει μια λύση ανάγκης ή της τελευταίας στιγμής, γιατί η εύρεση καταλύματος εκεί αποδεικνύεται σχετικά εύκολη υπόθεση και αρκετά οικονομική. Ωστόσο, το «μπλε και πράσινο» νησί, όπως συνήθως την αποκαλούν, είναι πολύ παραπάνω από αυτό. Καταλαβαίνω όσους την απορρίπτουν επειδή πρέπει να φτάσουν μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο για να πάρουν το καράβι, αλλά, πραγματικά, αξίζει τον κόπο.
Εντάξει, δεν θα ζήσεις το ρομαντικό και χαρούμενο μυθιστόρημα που περιγράφει το Mamma Mia, τα γυρίσματα του οποίου έγιναν στο νησί, ούτε σε ακολουθούν παντού οι Abba – ωστόσο, αν θυμάμαι καλά, υπάρχει σινεμά στη Χώρα που παίζει την ταινία αρκετά συχνά, οπότε οι ορκισμένοι φαν δεν θα μείνουν παραπονεμένοι.
Η Σκόπελος έχει κάτι λιγότερο απτό ή κινηματογραφικό, αλλά πολύ πιο έντονο και ουσιώδες, την αύρα της, μια μυστηριακή διάσταση που συντηρούν εδώ και αιώνες μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις για θεούς, ημίθεους, βασιλιάδες, δράκοντες, πειρατές και αγίους.
Η Σκόπελος έχει κάτι λιγότερο απτό ή κινηματογραφικό, αλλά πολύ πιο έντονο και ουσιώδες, την αύρα της, μια μυστηριακή διάσταση που συντηρούν εδώ και αιώνες μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις για θεούς, ημίθεους, βασιλιάδες, δράκοντες, πειρατές και αγίους.
Μια βόλτα στην όμορφη, αμφιθεατρικά χτισμένη Χώρα και στον παραδοσιακό οικισμό της με τους διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και τις πολλές μικρές εκκλησίες που είναι κρυμμένες ανάμεσα στα σπίτια αρκεί για να πείσει και τον πιο επιφυλακτικό επισκέπτη. Αν, μάλιστα, φτάσετε μέχρι το Ενετικό Κάστρο, απογευματάκι προς βράδυ κατά προτίμηση, θα καταλάβετε τι εννοώ.
Ακόμα καλύτερα, προτιμήστε την ανάβαση στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη, διάσημο λόγω της ταινίας, και όχι άδικα. Τα περίπου εκατό σκαλιά, λαξευμένα στον βράχο, δεν πρέπει να σας φοβίσουν. Μια μεγάλη ανάσα, καλή διάθεση και πίστη στην ομορφιά της φύσης θα σας φέρουν μπροστά σε μια θέα αντάξια της φήμης του.
Αν, μάλιστα, πάτε σαν άνθρωποι και όχι όπως εγώ, με πλατύγυρο καπέλο −χάριν στυλ−, του οποίου το ύψος έπρεπε να ρυθμίζω κάθε τόσο για να μην πηγαίνω στα τυφλά, η εμπειρία θα σας μείνει αξέχαστη.
Το νησί είναι τα χρώματά του, μπλε και πράσινο, σε όλες σχεδόν τις αποχρώσεις, αξεχώριστα από ένα σημείο και μετά, όταν έχεις χαλαρώσει κι έχεις μπει πραγματικά σε mood διακοπών. Είναι από τις λίγες φορές –η προηγούμενη ήταν στον Μούρο, στην Αμοργό− που έμεινα τόσο πολύ στη θάλασσα, χωρίς να με νοιάζει το αντηλιακό που δεν είχα ανανεώσει, τα πράγματα που είχα αφήσει αφύλαχτα στην παραλία, οι γονείς που τσιρίζουν επειδή το παιδί τους πρέπει να φάει το αυγό συγκεκριμένη ώρα και τα κεφτεδάκια ζεστά, ο ήχος που κάνει το μπαλάκι της ρακέτας και είναι σαν να μετρά αντίστροφα μέχρι τη στιγμή που θα προσγειωθεί στο κεφάλι σου.
Στη Στάφυλο, στην Καστάνη, στη Μηλιά, στον Πάνορμο, στο Λιμνονάρι, βρίσκεις παραλίες με ψιλό χαλίκι, και όχι την ενοχλητική άμμο που μπαίνει παντού, και τη σκιά των πεύκων, που σε απαλλάσσει από την έγνοια της ομπρέλας και σε συνοδεύει σχεδόν όπου κι αν πας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του νησιού καλύπτεται από παρθένο πευκοδάσος.
Και επειδή το μπάνιο και η αλμύρα της θάλασσας πάντα ανοίγουν την όρεξη, οι ταβέρνες στην παραλία, αν πεθαίνεις της πείνας, αλλά και στη Χώρα, σε κάποιον οικισμό ή χωριό, αν έχεις τη διάθεση να το ψάξεις, διαθέτουν καλό φρέσκο ψάρι και θαλασσινά, όπως και πιάτα με κρέας, για το οποίο η Σκόπελος φημίζεται. Ό,τι κι αν διαλέξεις, από το τραπέζι δεν μπορεί να λείπει η στριφτή, σκοπελίτικη πίτα σε διάφορες εκδοχές, όχι μόνο με τυρί, όλες πολύ καλές.
Την περίοδο που πήγαμε εμείς, απαραίτητο συνοδευτικό κάθε γεύματος ήταν ένα πιατάκι με ελληνικό καφέ που έκαιγε για να διώχνει τις σφήκες, που ομολογουμένως είναι το μόνο défaut του νησιού. Τις ξεχνάς πολύ εύκολα όμως μετά από ένα ποτό σε χαλαρά και με θέα μπαράκια, όπως το Platanos Jazz Bar και ο Βράχος. Εις υγείαν.