— Τι θα βρούμε, λοιπόν, από τον δικό μου Πειραιά εκεί κάτω; με ρώτησε.
— Ό,τι βρίσκει ένας ποιητής –του είπα– εκεί που δεν υπάρχει πια τίποτα για τους άλλους. Τον εαυτό του.
Αυτή ήταν μια ερώτηση του Ζαν Μωρεάς και αντίστοιχα η απάντηση του Παύλου Νιρβάνα, περισσότερο από έναν αιώνα πριν. Ίδια θα μπορούσε να είναι η απάντηση και σε κάποιον που αναρωτιέται για ποιον λόγο να πάει μια βραδινή βόλτα στο λιμάνι του Πειραιά σήμερα.
Είναι η ώρα που κατά τη χειμερινή περίοδο φεύγουν τα τελευταία πλοία, λίγο πριν από τις 21:00. Το ακούραστο λιμάνι εξυπηρετεί κυρίως όσους πηγαίνουν σε πιο μακρινούς προορισμούς. Οι λίγοι που έρχονται εκείνη την ώρα από τα νησιά το αφήνουν πίσω βιαστικά, σαν κακή παρέα.
Τα φώτα στο λιμάνι δεν είναι όπως κάποτε, θαμπά και κίτρινα. Μεγάλοι προβολείς φωτίζουν την τσιμεντένια μικροπολιτεία με τις δώδεκα πύλες. Και οι δώδεκα όμως οδηγούν στη μία, τη μεγάλη και παντοτινή, τη θάλασσα. Πύλη για αναχώρηση, για επιστροφή, για τουρισμό, για εργασία, για εμπορεύματα…
Οι εργαζόμενοι έχουν τη δική τους ρουτίνα, ενώ το περιβάλλον διαρκώς μεταβάλλεται. Ο λιμενικός καθοδηγεί με τη σφυρίχτρα του, οδηγοί φορτηγών περνάνε από την πλάστιγγα για ζύγιση, άλλοι οδηγοί κοιμούνται γιατί είναι από νωρίς εκεί, ταξί πηγαινοέρχονται, οι υπάλληλοι στα εκδοτήρια εξυπηρετούν με μηχανικές κινήσεις, ο οδηγός του εσωτερικού λεωφορείου ακούει διακριτικά ραδιόφωνο, οι αξιωματικοί στον καταπέλτη μετράνε ακόμα μία βάρδια, στην οποία με προσοχή και ευθύνη όλα πρέπει να κυλήσουν καλά μέχρι τον απόπλου. Οι μνήμες από τη δολοφονία του δύσμοιρου Αντώνη Καργιώτη είναι νωπές.
Οι άνθρωποι που βλέπεις να είναι μόνοι στο λιμάνι δεν έχουν συγκεκριμένη ηλικία, φύλο ή μόρφωση, όπως ούτε και η μοναξιά έχει. Οι μόνοι του λιμανιού είναι σαν να βρίσκονται σε έναν ερήμην διάλογο με όσους νιώθουν το ίδιο πάνω στα βαπόρια και βγαίνουν στην κουπαστή για ένα τσιγάρο, προτού πλακώσει ο κόσμος.
Οι παρκαδόροι μοιάζουν με πραματευτές στη λαϊκή της λαμαρίνας, οι υπάλληλοι των ΕΛΤΑ στις αποθήκες τσεκάρουν την επιβίβαση των γερασμένων φορτηγών τους και τα νέα δέματα όπου αναγράφονται ονόματα και νησιά με μεγάλα γράμματα, οι καβοδέτες περιμένουν το σήμα και οι καντινιέρηδες την ώρα που θα πάνε για ξεκούραση.
Η ιστορία του ξεκινάει από πολύ παλιά. Το 479 π.Χ. κατασκευάζεται για πρώτη φορά λιμάνι στον Πειραιά. Μέχρι τότε επίνειο των Αθηναίων ήταν το Φάληρο. Κατά την αρχαιότητα, αλλά και στα βυζαντινά χρόνια, το λιμάνι θα περάσει περιόδους ακμής και παρακμής και θα καταστραφεί πολλές φορές. Το ίδιο θα συμβεί και κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, με συχνές ναυμαχίες ακόμα και εντός του μεταξύ Οθωμανών και Ενετών. Η πρώτη μεγάλη εμπορική κίνηση εκείνης της περιόδου συνέβη το 1670-1675, οπότε και γίνεται συστηματική εξαγωγή λαδιού από τον Πειραιά στη Μασσαλία.
Διαβάζοντας τα ιστορικά, σκέφτομαι κάτι κοινό που έχουν όλα τα λιμάνια: υπάρχει πάντα ένας που βιάζεται πάρα πολύ και τρέχει να προλάβει και ένας που έχει πάει πολύ νωρίτερα από την ώρα αναχώρησης. Από κανένα λιμάνι δεν θα λείψει και ένας μικροπωλητής που θα εμφανιστεί από το πουθενά με ρολόγια, φορτιστές, μπρελόκ, φωτιζόμενα παιχνίδια και άλλα μικροπράγματα που του εξασφαλίζουν την επιβίωση – έτσι και στον Πειραιά.
Μπορεί να είναι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα επιβατικά λιμάνια της Μεσογείου, αλλά το 1806 ο Σατωβριάνδος, έκπληκτος, έκανε λόγο για έναν σχεδόν έρημο τόπο. Στις αρχές του 20ού αιώνα άλλα λιμάνια της Ελλάδας ήταν σημαντικότερα, όπως εκείνο της Ερμούπολης στη Σύρο, της Πάτρας ή του Ναυπλίου. Η ανάπτυξη της Αθήνας και η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου (1893) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση και εξέλιξη του Πειραιά.
Το λιμάνι έτσι κι αλλιώς είναι γεμάτο αντιθέσεις, που το βράδυ είναι πιο φωτεινές. Αδειάζει και γεμίζει, για να αδειάσει ξανά. Έξω από τις μπουκαπόρτες βλέπεις τη χαρά της αντάμωσης και τη λύπη του αποχωρισμού· τη σιωπή μιας σταθμευμένης νταλίκας και τις φωνές μαθητών που πηγαίνουν εκδρομή· τους νησιώτες που πηγαινοέρχονται για δουλειές και τους τουρίστες που έρχονται για αναψυχή.
Στη μεριά που δένουν τα κρουαζιερόπλοια, αν είναι κανείς παρατηρητικός ή αν κάπου έχει ακούσει την πληροφορία, μπορεί να διακρίνει ένα μεγάλο άγαλμα με το περιβόητο λιοντάρι. Δεν ήταν μόνο αυτό, ούτε είναι το αυθεντικό που υπήρχε εκεί. Το 1687, με διοικητή τον «γνωστό» μας Μοροζίνι, οι Ενετοί κανονιοβολούν και τον Πειραιά. Τότε είναι που παίρνουν ως λάφυρο στη Βενετία το μεγάλο μαρμάρινο λιοντάρι του λιμανιού λόγω του οποίου ήταν γνωστό ως Πόρτο Λεόνε ή Όρμος Λεόνε ήδη από το 1318. Υπάρχουν πολλοί θρύλοι γύρω από αυτό.
Το μεγάλο μαρμάρινο λιοντάρι μπορεί να έφυγε, αλλά οι Οθωμανοί έμειναν μέχρι το 1824, οπότε ο Πειραιάς απελευθερώθηκε με αρχηγό τον Καραΐσκάκη. Και αν το λιοντάρι είναι λίγο πιο δύσκολο να το παρατηρήσεις, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις τεράστιες αποθήκες, τα λεγόμενα σιλό. Είναι αδύνατο να έχεις ταξιδέψει με πλοίο και να μην τα έχεις δει.
Εγκαινιάστηκαν το 1937 για να καλύψουν τις μεγάλες ανάγκες της εμπορικής κίνησης του λιμανιού, τις οποίες εξυπηρετούσαν για δεκαετίες. Πλέον περιμένουν κι αυτά τη γραφειοκρατία, τις τελικές αποφάσεις και τα σχέδια που διαρκώς αλλάζουν· τελικός στόχος είναι να γίνουν ξενοδοχείο, μουσείο, καφετέριες και άλλα «καταφύγια» του σύγχρονου κόσμου.
Όταν γίνουν αυτά που έχουμε δει στις μακέτες, θα μιλάμε για μια νέα εποχή. Μέχρι τότε το μόνο ζωντανό κομμάτι είναι τα ΕΛΤΑ στο ισόγειο ενός εξ αυτών, τα πελώρια graffiti και το μεγάλο ρολόι που χτυπάει κάθε μία ώρα. Παραμένουν, βέβαια, ένα όχι και τόσο πρωτότυπο μέρος για κάθε είδους γύρισμα.
Τότε που δημιουργήθηκαν υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις από τους εργάτες του λιμανιού γιατί φοβούνταν πως οι τεχνολογικές εξελίξεις θα τους έριχναν στην ανεργία. Οι περισσότεροι ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν αντικρίσει το ίδιο λιμάνι το 1922. Γράφει ο Στέφανος Μήλεσης στο «Πειραιόραμα»:
«Πριν από τη λειτουργία των σιλό η εκφόρτωση του σταριού γινόταν με εκατοντάδες εργάτες που σχημάτιζαν αλυσίδα που ξεκινούσε από τα αμπάρια του πλοίου μέχρι την ακτή. Ένας αριθμός από 220 έως 250 περίπου εργάτες με σκληρή εργασία καταπονούσαν τη μέση τους και επιβάρυναν τον οργανισμό τους, πετυχαίνοντας ύστερα από επίπονη εργασία να εκφορτώσουν περί τους 400 με 500 τόνους σταριού την ημέρα. Με τη λειτουργία των αυτομάτων μηχανημάτων των σιλό η 24ωρη λειτουργία τους επιτύγχανε την αναρρόφηση μέχρι και 4.000 τόνων σταριού!».
Πιο πέρα από τις αποθήκες είναι ένα από τα ιστορικά πλοία Liberty που έδωσαν νέα πνοή στην ελληνική ναυτιλία από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 κι έπειτα. Εκατό από τα χιλιάδες παρόμοια πλοία που είχαν ναυπηγήσει οι Αμερικανοί για τον Μεγάλο Πόλεμο χαρίστηκαν στην Ελλάδα προφανώς και για πολιτικούς λόγους. Το Hellas Liberty, όπως ονομάζεται σήμερα, λειτουργεί ως μουσείο με ελεύθερη είσοδο και το βράδυ μοιάζει σαν να ταξιδεύει μόνο του κάπου μακριά. Σίγουρα αξίζει μια επίσκεψη με παιδιά, ή χωρίς. Δεν υπάρχει και πρόβλημα παρκαρίσματος…
Τη νύχτα στο μεγάλο λιμάνι συναντάει κανείς και κόσμο πέρα από τους επιβάτες και όσους εργάζονται εκεί. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω βρεθεί εδώ και να μην υπάρχει σε κάποια γωνιά έστω ένας να ψαρεύει. Υπάρχουν φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’50 με την ίδια απεικόνιση. Η αιώνια απορία παραμένει: αν πιάσει κάτι, θα πάει μετά σπίτι και θα το φάει;
Υπάρχουν, βέβαια, και οι άλλοι που κάνουν μια βόλτα με το ποδήλατο ή έχουν βάλει τα αθλητικά τους και τρέχουν στη διαδρομή του εικονικού πεζόδρομου που είναι βαμμένο με κόκκινη μπογιά για τους επιβάτες. Πολλοί ηλικιωμένοι νησιώτες, παλιοί ναυτικοί και ποιητές, κατεβαίνουν ακόμα στο λιμάνι μόνο για να δουν τα καράβια και τη θάλασσα – τους αρκεί.
Βλέποντας τη βραδινή κίνηση και τη ζωή, θυμήθηκα ότι κάποτε είχα διαβάσει για τους βομβαρδισμούς του. Αρχικά ήταν οι γερμανικές βόμβες το 1941. Βυθίστηκαν πολλά πλοία και πλωτά σκάφη, αφού μία από τις βόμβες έπληξε το αγκυροβολημένο βρετανικό «SS Clan Fraser» που ήταν γεμάτο τόνους πυρομαχικών. Η έκρηξη ήταν τεράστια και κόστισε ανθρώπινες ζωές. Πιο σφοδρός όμως ήταν ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τις συμμαχικές δυνάμεις (Αγγλία, Αμερική) με 900 βόμβες(!) τον Ιανουάριο του 1944 στην προσπάθειά τους να ισοπεδώσουν τον ναζιστικό ανεφοδιασμό.
Στη στρατιωτική επιχείρηση υπήρχαν και οι περιβόητες παράπλευρες απώλειες. Πέρα από τα βομβαρδιστικά που συγκρούστηκαν μεταξύ τους στον αέρα λόγω κακής ορατότητας, η Ιστορία έγραψε: 700 νεκροί (10 εκ των οποίων Γερμανοί) και 750 τραυματίες. Σαν να μην έφτανε αυτό, φεύγοντας οι ναζί βύθισαν αρκετά πλοία στο λιμάνι.
Πήρε χρόνια μέχρι να καθαριστεί τελείως από τα ναυάγια. Σήμερα, το μόνο που μπορεί να θυμίσει όλα αυτά είναι ο γκρεμισμένος ταινιόδρομος (από σεισμό του 2019) στην Πύλη Ε1 απέναντι από τον πυροσβεστικό σταθμό που βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού.
Η εικόνα δύο μεγάλων κρουαζιερόπλοιων με κάνει να σκεφτώ τα άλλα μεγάλα πλοία που έφευγαν από εδώ μεταφέροντας επιβάτες όχι για αναψυχή αλλά για μετανάστευση. Αυτός ήταν ένας άλλος «βομβαρδισμός», στις ψυχές των ανθρώπων αυτήν τη φορά. Από την Ακτή Μιαούλη, από το 1945 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, έφυγαν χιλιάδες Έλληνες για αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, μακριά από τον Εμφύλιο και τη φτώχεια. Το λιμάνι, που τώρα μας ειδοποιεί με φωτεινούς πίνακες ποιο καράβι αναχωρεί από ποια πύλη, με τα ταξί να περιμένουν στη σειρά τον πελάτη, τότε συγκρατούσε τα δάκρυα όσων έφευγαν με εισιτήριο μονής διαδρομής και όσων τους αποχαιρετούσαν. Αξίζει να αναζητήσει κανείς περισσότερα για τα «Νέα Ελλάς», «Κορινθία», «Κυρήνεια», «Ιωνία», «Βασίλισσα Φρειδερίκη», «Ολυμπία», «Άννα Μαρία», «Πατρίς», «Αυστραλίς», «Atlantic» και όλα αυτά τα υπερωκεάνια που πέρασαν από εδώ.
Ήταν όμως και τα άλλα, τα μικρότερα, που πήγαιναν για τα νησιά, με τα ωραία τους ονόματα και τα ονειρικά τους καταστρώματα. Τελικά, είναι και το λιμάνι ένα μέρος γεμάτο ονόματα: ανθρώπων, πλοίων, εργαζομένων, παραγγελιών… Όπως τότε, έτσι και τώρα. Απλώς τώρα τα βαπόρια ονομάζονται πλοία και τα τζόβενα ναύτες. Σε ένα παράλληλο σύμπαν κάποια λίγα παιδιά παίζουν στον παιδότοπο και ελάχιστοι οδηγοί κάνουν μια παρέα στα καφέ της αναμονής.
Από τις αρχές του ’60 κι έπειτα ο Πειραιάς θα γνωρίσει μέρες δόξας και θα κατασκευαστούν δύο νέες μεγάλες αποθήκες στην Ακτή Βασιλειάδου όπου σήμερα, κατά διαστήματα, γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις (φωτογραφίες από το λιμάνι του Πειραιά το 1964 δείτε από το αρχείο της LiFO).
Και σε αυτό το σημείο του λιμανιού υπήρχαν άνθρωποι που περνούσαν την ώρα τους ψαρεύοντας δίπλα σε ένα άτυπο πάρκινγκ φορτηγών. Στις προβλήτες, βέβαια, με τα πόδια ή μέσα στα αυτοκίνητά τους, είναι κι εκείνοι που ούτε ψαρεύουν, ούτε τρέχουν, ούτε έχουν κάποια δουλειά εκεί, αλλά κατέβηκαν απλώς για βόλτα. Ή με το ζευγάρι τους ή με παρέες ή και, αρκετά συχνά, μόνοι τους. Φαίνεται πως η αίσθηση του λιμανιού τούς φέρνει πιο κοντά στα δικά τους ανεκπλήρωτα ταξίδια και στα απομακρυσμένα πρόσωπα, σε μνήμες ή σε μια ανθρώπινη κίνηση που για κάποιο λόγο τους λείπει. Ποιος ξέρει τι σκέφτονται βλέποντας τους νέους να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται σφιχτά πριν από τον αποχωρισμό;
Οι άνθρωποι που βλέπεις να είναι μόνοι στο λιμάνι δεν έχουν συγκεκριμένη ηλικία, φύλο ή μόρφωση, όπως ούτε και η μοναξιά έχει. Οι μόνοι του λιμανιού είναι σαν να βρίσκονται σε ένα ερήμην διάλογο με όσους νιώθουν το ίδιο πάνω στα βαπόρια και βγαίνουν στην κουπαστή για ένα τσιγάρο πριν πλακώσει ο κόσμος.
Εδώ όλα ξεχνιούνται γρήγορα. Δεν ξέρω σε τι οφείλεται, αλλά το λιμάνι είναι δεινός παραγραφέας. Ίσως επειδή λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του ποθητού προορισμού και της ζωής στη μεγαλούπολη; Ίσως επειδή θυμίζει τα καλοκαίρια ή τις φοιτητικές μετακινήσεις ή επειδή έχει αυτή την αέναη κίνηση; Για τον καθένα μάλλον είναι κάτι διαφορετικό.
Είναι και ο χειμώνας, που του δίνει ένα άλλο πρόσωπο. Ο κόσμος που πηγαινοέρχεται είναι αλλιώτικος. Η αίσθηση είναι διαφορετική. Όλα κυλούν πιο αργά, με λιγότερη φασαρία. Διαβάζω πως μόνο το καλοκαίρι που μας πέρασε μετακινήθηκαν από το λιμάνι του Πειραιά 3.007.125 επιβάτες!
Μετά τις 22:00 στις προβλήτες επικρατεί ησυχία, το μόνο που ακούς είναι οι κάβοι που σιγοτρίζουν περιμένοντας την απελευθέρωση το επόμενο πρωί κυρίως στην πύλη που φεύγουν τα καράβια για Αργοσαρωνικό. Τα πράγματα σε αυτές τις προβλήτες είναι έρημα από πιο νωρίς και τα γκαράζ των καταμαράν ανοιχτά, άδεια και σκοτεινά.
Τα λιμάνια είχαν πάντα κακή φήμη λόγω των πορνείων που συνήθως είχαν σε κοντινή απόσταση αλλά και λόγω των καβγάδων που γίνονταν ανάμεσα σε λιμενεργάτες, αποθηκάριους και εμπόρους. Η ζωή προχωράει… Έχουν αλλάξει πολλά από εκείνες τις εποχές. Ευτυχώς, όμως, για εμάς που τα αγαπάμε, όσο κι αν εκσυγχρονιστούν, όσο κι αν αποβάλουν τη ρετσινιά από πάνω τους, δεν θα γίνουν ποτέ ψυχροί και άψυχοι τόποι, γιατί δεν τα ορίζει ο άνθρωπος που έρχεται και φεύγει αλλά η θάλασσα που είναι πάντα εκεί.
Το άλλοτε Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο ή Ασλάν Λιμάνι έχει μια ιδιαίτερη γοητεία το βράδυ, μια στοργική αύρα ακόμα και στις λιγότερο ανθρώπινες γωνιές του. Έχει την υπόσχεση του γυρισμού και ένα ήσυχο μέρος για όσους το έχουν ανάγκη.
Δείτε εδώ περισσότερες φωτογραφίες από τον νυχτερινό Πειραιά
--------------------------------------------------------
Πηγές:
- Πώς καθάρισαν τα λιμάνια από τα ναυάγια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
- Αναλυτική ιστορική αναδρομή από τα αρχαία χρόνια
- Το ιστορικό ανέγερσης των σιταποθηκών (Σιλό) του Πειραϊκού Λιμανιού
- Ο βομβαρδισμός του Πειραιά στις 6 Απριλίου 1941
- Ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τους συμμάχους