Κάποτε θα πρέπει να μάθουμε όταν έρχεται ο χειμώνας, να τον αντιμετωπίζουμε με ζέστη. Σκεπάσου.
Να μας υποδέχεται ο Μοχάμεντ στην είσοδο με χαμόγελο και να μας δίνει την ευχή του για ένα όμορφο πέρασμα από την κόλαση στην απόλαυση. και ξανά πίσω.
Κάποια στιγμή θα φύγουμε μακριά, στα άγνωστα στενά των φτιαγμένων μας πόλεων και θα γράφουμε ερωτικές επιστολές με την ίδια γραμματοσειρά που θα έχουν και τα καινούργια γενόσημα.
Θα βρούμε αυτό το τοπίο που λέει κι ο κοσπάντης που θα είναι φαλακρό και γυμνό από ανθρώπους. Θα ζητήσουμε από την κοπέλα στο σουβλατζίδικο να δυναμώσει την τηλεόραση για να μην ακούγεται η φωνή του φανταστικού μας φίλου. Όχι του καλού. Του άλλου, που μας βάζει όρια..
Η καλύτερη ώρα, ήταν εκείνο το πρωί που έμπαινε εκείνο το γκριζογάλανο φως από το παράθυρο.
Το καλύτερο κεφάλαιο ήταν ο "πάγκος". Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρονών, ελαφρά ντυμένη, χωρισμένη, πάει διακοπές. Μας κοιτάει από μακριά. Περιμένει να δει τι θα γίνει κάποια στιγμή με μας. με όλους εμάς που μας υποδέχεται ο Μοχάμεντ στην είσοδο και δεν τον κοιτάμε στα μάτια γιατί φοβόμαστε. Με όλους εμάς που καθόμαστε μπροστά στο φωτεινό κουτί με το τηλεκοντρόλ και αναμοχλεύουμε το παρελθόν μπας και έρθει να μας πάρει από το χέρι. Τριανταδύο χρονών, ελαφρά ντυμένη, μας κοιτάει από το αόρατο νησί, μας κοιτάει από την κυψέλη, το κέντρο του κόσμου και μας δείχνει τον δρόμο...
Κάποια στιγμή θα τον βρούμε τον δρόμο. Και τον εαυτό μας. Είτε μέσα από τα συρματένια ελικόπτερα που φτιάξαμε εκείνο το καλοκαίρι που με ζάλιζαν τα τζιτζίκια και είχε σαράντα βαθμούς, είτε μέσα από τις δροσερές βραδυνές βόλτες στο Πασαλιμάνι. πάντως θα τον βρούμε.
Τώρα αρχίζει το κρύο. Σκεπάσου.
Κάποια στιγμή, όλα θα εξαϋλωθούν και θα μείνουν μόνο εκείνα τα σαραντατέσσερα δευτερόλεπτα στην αρχή του never gonna give you up του Barry White, κάποια κείμενα του Βακαλόπουλου και μερικές βρεγμένες φλούδες από μανταρίνι, πεταμένες σε ένα στενό στου Ψυρρή. Σκεπάσου.