«Και πώς σε λένε;», ρώτησα ελπίζοντας να μη φανεί η ταραχή στο πρόσωπο και τη φωνή μου.
«Ειρήνη.»
«Α, σαν τη μάνα μου, εμείς βέβαια τη φωνάζουμε Ρένα.»
Από την πρώτη στιγμή που την είδα, η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Τόσες καμπύλες όσες πρέπει να έχει μια γυναίκα. Ούτε περισσότερες, ούτε λιγότερες. Και τα καστανόξανθα μαλλιά της να κάνουν αντίθεση με το μαύρο της φόρεμα. Και μελιά μάτια. Σπάνια όσο η λευκή τρούφα. Το πράγμα έγινε χειρότερο όταν άνοιξε το στόμα της. Μια παιδικότητα στη φωνή και την έκφραση με δόσεις από τσαχπινιά, κάτι που μετέφραζα για καλοσύνη. Μπορεί να σκεφτόμουν και μαλακίες, οι άνθρωποι γίνονται θύματα όταν ερωτεύονται. Όταν έσπρωξε πίσω από το αυτί της μια τούφα από τα μαλλιά της θα ορκιζόμουν ότι η Γη σταμάτησε για μια στιγμή να γυρίζει.
«Και τι δουλειά κάνεις Πέτρο;»
«Πολιτικός μηχανικός.»
«Και πού δουλεύεις;»
Νάτα μααας, ένιωθα τη γη να θέλει να ανοίξει να με καταπιεί.
Προσπάθησα να την αποδομήσω όπως έκανα με κάθε κοπέλα σαν μηχανισμό αυτοπροστασίας, να βρω μια ατέλεια. Μάταιος κόπος. Ήταν οριστικό: ήμουν ερωτευμένος.
«Από το σπίτι, από δουλειές που παίρνω σαν εξωτερικός συνεργάτης.», προσπάθησα να κάνω να φανεί αξιοπρεπές ότι φυτοζωούσα από το επάγγελμα. Κάτι νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων και ενεργειακά πιστοποιητικά. Μου φάνηκε ότι χαλάστηκε. «Γαμώ την Κρίση, μας πήρες τη δουλειά, μας πήρες και την αξιοπρέπεια,» σκέφτηκα, «εγώ φταίω που γαμήθηκε η οικοδομή;» «Τι είναι ο άντρας χωρίς μια σταθερή δουλειά;», αναλογίστηκα για πολλοστή φορά. Τι να πω, μπορεί να ήταν και όλα μέσα στο μυαλό μου.
Συνέχισα να τη βλέπω σε φιλικό περιβάλλον. Κάθε φορά, το ίδιο καρδιοχτύπι. Κάθε φορά, η ίδια, χλιαρή αντιμετώπιση. Προσπάθησα να την αποδομήσω όπως έκανα με κάθε κοπέλα σαν μηχανισμό αυτοπροστασίας, να βρω μια ατέλεια. Μάταιος κόπος. Ήταν οριστικό: ήμουν ερωτευμένος.
Με τα πολλά της ζητάω να βγούμε για καφέ. Στην πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι. Μου φαινόταν ότι είχε κάτι το αστικά ρομαντικό το μέρος, μια όαση πρασινάδας στη σκληράδα της Αθήνας. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι φόραγε ένα φλοράλ φόρεμα. Να μην τα πολυλογώ, μια ευπρεπής απόρριψη. Κι ένας μήνας στα πατώματα. Άλλοι το ρίχνουν στο ποτό, εγώ το έριξα στο φαΐ. Σε δυο βδομάδες τέσσερα κιλά.
Μετά άρχισα σιγά, σιγά να συνέρχομαι. Μόλις πήρα λίγο τα πάνω μου, έριξα τα μούτρα μου και βρήκα δουλειά σεζόν σε νησί. Σε λίγο καιρό, εκείνη έφυγε για Αγγλία. Την καλύτερη δουλειά έκανε, εμείς βασανιστήκαμε κάποια χρόνια ακόμα.
Τα χρόνια πέρασαν, τα οικονομικά φτιάξανε. Παντρεύτηκα, έκανα και μια κόρη. Ότι και να λέμε, μεγάλη χαρά τα παιδιά. Κράταγα τη μικρή απ' το χέρι όταν την είδα τυχαία σε μια διασταύρωση. Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Αγκαλιές, φιλιά.
«Η κόρη σου;»
«Γιατί, δε μου μοιάζει;», απάντησα περιπαικτικά.
«Και πώς σε λένε κούκλα;»
«Ειρήνη, όπως τη γιαγιά!» απάντησε το βλαστάρι μου.
«Κι εμένα έτσι με λένε, κοίτα σύμπτωση!»
Γέλασα αμήχανα και αινιγματικά, όπως η Σφίγγα της Αιγύπτου.
σχόλια