Πέμπτη πρωί. Ξυπνάω από τον ήχο της τηλεόρασης του από κάτω διαμερίσματος, που ναι μεν φθάνει αμυδρά στ’ αυτιά μου, με ταράζει όμως, όσο και η στριγγιά φωνή μιας δασκάλας της τρίτης γυμνασίου, που ακόμη βλέπω στον ύπνο μου. «Μόνο 130 ευρώ! Μόνο! Σας το προσφέρουμε φθηνότερα από τους άλλους! Κερδίζετε 70%! Προλάβετε!» Το διαφημιστικό σποτ είναι αθώο και ειρηνικό. Είναι όμως στα πρόθυρα υστερίας. Και με παρακαλάει να αγοράσω ένα υπερεντυπωσιακό φίλτρο για τη βρύση, απαραίτητο σε όλα τα σπίτια. Με παρακαλάει, αλήθεια.
Δε με βλέπω καλά το χειμώνα. Η σχολική χρονιά άρχισε με τέτοια επίθεση από τον κόσμο του εμπορίου, που δεν ξέρω αν πρέπει πρώτα να θυμώσω, να γελάσω ή να στενοχωρηθώ. Τα καταστήματα είναι γεμάτα κραυγαλέες αφίσες για ξεπούλημα, bazaar, εκπτώσεις, πτώσεις τιμών. Μεγάλες εκπτώσεις, πραγματικά. Τα μαγαζιά όμως είναι άδεια, όπως είναι και τα πορτοφόλια. Κανείς δεν έχει χρήματα και αν έχει, κανείς δε βιάζεται να τα ξοδέψει. Ξαφνικά, τα ποσά έχουν αποκτήσει άλλη διάσταση και το ακριβό ή φθηνό τοποθετήθηκε σε άλλη κλίμακα, πολύ διαφορετική. Όμως, ακόμη και αυτή η ίδια η καταναλωτική ‘σύνεση’ γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ενοχλητικής.
«Μη στενοχωριέσαι μπαμπά, αν δεν φθάνουν τα λεφτά για δυο στυλό, εμείς θα σπάσουμε το ένα στα δυο». Έτσι ή κάπως έτσι λέει γνωστό διαφημιστικό σποτ πολυκαταστήματος. Έλεος. Μα θα δουλεύει έτσι το στυλό; Και δε θα γεμίσουν μελάνια; Και τι ακριβώς μήνυμα περνάει αυτό; Η ευφυΐα της υπερβολής -την οποία σέβομαι- έχει και όρια. Έτσι, ακόμη και αυτή η ίδια η καταναλωτική συνείδηση, η οποία μπορεί να είναι και από τα ελάχιστα θετικά αυτής της κρίσης, μεταλλάσσεται σε κερκόπορτα για κάθε είδους μήνυμα και κάθε είδους ρήση. Η διαφήμιση σήμερα φωνάζει τις χαμηλές τιμές, διατυμπανίζει μια νέας μορφής κατανόηση. ‘Συμπάσχει’ για να πουλήσει, ταυτίζεται με την αγωνία, την καθημερινότητα, το άγχος των πολλών. Κλείνει το μάτι στον καταναλωτή, χτίζοντας μια πρωτόγνωρη συνομωσία ενάντια στο ‘κακό’.
Δεν είναι παράλογο αυτό. Η γλώσσα της επικοινωνίας οφείλει να συμβαδίζει με την εποχή. Το μέτρο όμως ποιος το βάζει; Και ποιος κρίνει αν η «τηγανιά Βελγίου, μόνο 0,99 λεπτά», τεράστια στην οθόνη μου, το πανό «οριστική διάλυση/εκποίηση» που βρίσκεται έξω από μαγαζί με αθλητικά στη γειτονιά μου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ή οι τηλεφωνικές ‘επιθέσεις’ ασφαλιστικών και τραπεζικών προγραμμάτων πατάνε την κόκκινη γραμμή; Δε μπορώ, δε θέλω, δεν αντέχω να ακούω να φωνάζουν παντού γύρω μου τις ευκαιρίες, τις λύσεις, τις προοπτικές που δεν χρειάζομαι, δεν με βοηθούν, πρακτικά δεν ανεβάζουν ούτε καν τη διάθεση, πόσο μάλλον το βιοτικό μου επίπεδο, που έχει πάρει την κατρακύλα και καμιά υπερπροσφορά δεν μπορεί να του αλλάξει κατεύθυνση. Για φέτος λοιπόν, όχι μόνο τα κεφάλια μέσα, αλλά και τα αυτιά και τα μάτια κλειστά σε όσα απλώς διατυμπανίζουν τη μιζέρια μας. Για να βγω από αυτήν, λέω ν’ αλλάξω τον τρόπο που σκέφτομαι και όχι απλώς τον τρόπο που ψωνίζω.
σχόλια