Ο King Elephant είναι μόνος του. Κάθε βράδυ σ’ ένα υπόγειο, κάτω απ’ το σπίτι του στο Μαρούσι, σ’ ένα μικρό στενάκι που το χάνεις εύκολα, αν δεν έχεις σύστημα GPS, παίζει μανιωδώς ντραμς και σετάρει τις ιδέες του σ’ έναν υπολογιστή με δυο ανοιχτές οθόνες. Τα σκυλιά έξω απ’ το σπίτι αλυχτάνε κάθε φορά που ακούνε τον King Elephant να παίζει τα τύμπανά του. Περίεργα πράγματα συμβαίνουν κάθε βράδυ στη σκοτεινή πλευρά του Αμαρουσίου. Ο Ελέφαντας παραγγέλνει τρία τυλιχτά, δυο πατάτες και δυο μπίρες και βαράει το τηλεχειριστήριο του Playstation, παίζοντας «Mortal Kombat» με τους ιντερνετικούς φίλους του μέχρι το ξημέρωμα. Η ατμόσφαιρα μυρίζει στάχτη, ιδρώτα, κρεμμύδι και ψυχεδέλεια.
Ο King Elephant είναι ο ντράμερ των Baby Guru, του σπουδαιότερου συγκροτήματος που έχει «σκάσει» στην Αθήνα τους τελευταίους μήνες. Αλλά δεν βγαίνει ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) απ’ το σπίτι του, παρά μόνο για τις συναυλίες της μπάντας. Είναι κλεισμένος μέρα νύχτα σ’ εκείνο το υπόγειο σπίτι-στούντιο και προγραμματίζει τα samples, τις λούπες κι αυτά τα ψυχωμένα φωνητικά που περιέχει ο σόλο δίσκος του, ένα μεγάλο αριστούργημα που κάνει τον Girl Talk, τους Avalanches και τον James Blake να τρώνε τα καπέλα τους ως άλλοι Ρόμπαξ. Ο Ελέφαντας είναι τρελός. Στο μπαρ Άνθρωπος, όμως, εγκλιματίζεται απόλυτα. Ο DJ βάζει Black Eyed Peas και μετα το «Money» του Barrett Strong, μετά το «My Guy» της Mary Wells, μετά τις «Καλοκαιρινές Διακοπές» του Νίκου Καρβέλα, δυο κορίτσια χορεύουν αισθαντικά μαζί μ’ έναν σκύλο στο κέντρο του μαγαζιού, ενώ μια ντισκομπάλα κρέμεται απ’ το ταβάνι, ένας πολυέλαιος με φώτα νέον ταλαντεύεται και δυο abstract πίνακες είναι κολλημένοι στην οροφή. Έξω, ένα ζευγάρι παίζει πινγκ πονγκ στο τραπέζι που κλείνει τον πεζόδρομο της Γιατράκου κι ένας μουσάτος κάνει μονόζυγο, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιποι θαμώνες πίνουν ένα απροσδιόριστο κοκτέιλ από ένα άδειο πεπόνι γεμάτο καλαμάκια. Υγρά φιλιά στα σκαλοπάτια, σφηνάκια τεκίλα και γέλια στους καναπέδες, σκυλιά κοιμούνται στα τσιμέντα, κάπου μάλλον πρέπει να υπάρχει και μια μυστική κρύπτη που οδηγεί σε κάποιο καμπαρέ με ημίγυμνες χορεύτριες και άντρες που πίνουν σκέτα ουίσκια. Κάποτε, ίσως, αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Βαριές κόκκινες κουρτίνες αριστερά και δεξιά, δίπλα από το μπαρ, για το οποίο κάποτε υπήρχε και η φήμη ότι ο τύπος που το έχει έμενε εδώ και τα βράδια (το σκέφτομαι και θυμάμαι το κομμάτι «Lived in bars» της Cat Power). Στην απέναντι πολυκατοικία μπουγάδες απλωμένες και ήχος από μια τηλεόραση που παίζει τελεμάρκετινγκ (κάποιος αγόραζε βραδιάτικα μαχαίρια σαμουράι). Είναι αργά και ο King Elephant νυστάζει, αλλά μου διηγείται βαριεστημένα τη ζωή του. «Γεννήθηκα 21/5 του ‘83. Μεγάλωσα στην Κυψέλη, στην οδό Τήνου, δίπλα σε κάτι χαρτοπαικτικές λέσχες. Γενικώς, πολύ μαφία στην περιοχή, πυροβολισμοί, τσακωμοί. Όταν ήμουν παιδάκι άκουγα Στράτο Διονυσίου κι όλα τα υπόλοιπα λαϊκά που άκουγαν οι γονείς μου στο αμάξι, όταν μας πήγαιναν για μπάνιο. Ο πρώτος δίσκος που πήρα ήταν ένας των Backstreet Boys μ’ ένα φιλαράκι στο δημοτικό, γιατί όλοι αυτό άκουγαν και θέλαμε να είμαστε μέσα στα πράγματα. Ήμουν ερωτευμένος με τη Βάσω, μια συμμαθήτριά μου κοκκινομάλλα, με φακίδες. Ξεκίνησα ακορντεόν στα πέντε μου, όταν ο πατέρας μου, που είναι γιατρός, αντάλλαξε με μια δασκάλα μουσικής τις επισκέψεις στο ιατρείο με μαθήματα ακορντεόν σε μένα. Στις σχολικές γιορτές με φώναζαν πάντα κι έπαιζα στο ακορντεόν και το πιάνο το “ Ένα το χελιδόνι”, το “Γελαστό Παιδί”, το “Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ”, τον “Δρόμο”. Γουστάρω να κάνω ποδήλατο το βράδυ μόνος μου με ακουστικά στ' αυτιά, ν’ αράζω μόνος μου, ν’ ακούω Zeppelin και J Dilla, να παραγγέλνω φαγητό απ’ έξω. Έχω δει το Bodyguard 8 φορές, έχω κλάψει με το Click με τον Άνταμ Σάντλερ, μ’ αρέσει το Facebook το καλοκαίρι γιατί όλα τα γκομενάκια βάζουν φωτογραφίες με μαγιό από τις παραλίες και τρελαίνομαι να κάθομαι στη βεράντα μου, σε μια πολυθρονα σπασμένη και φαγωμένη από ένα σκυλί». Ο δίσκος του, ένα κολάζ από φανκ, afrobeat, kraut, ποπ, dub, χιπ χοπ και ψυχεδέλεια, θα μπορούσε άνετα να κάνει διεθνή καριέρα. «Τον έγραψα όταν περνούσα μια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Ήταν σαν ψυχοθεραπεία. Έκατσα κι έγραψα 40 κομ- μάτια και τελικά επέλεξα τα 18, που μπήκαν στην τελική μορφή του δίσκου. Αρχικά ήθελα να τον ονομάσω “Diffusion and the broken heart”, αλλά κατέληξα στο “King Elephant”». Καθόμαστε σ’ έναν πάγκο έξω απ’ το μπαρ. Δίπλα μας ένα βουνό από χώμα. Τον ρωτάω. «Τι είναι αυτό το βουνό;». Μου απαντάει, «οι στάχτες της Ακρόπολης».
σχόλια