Μέχρι τα 13 μου, τα μόνα πράγματα που ήξερα για τη μητέρα μου ήταν πως ήταν μια Πορτορικανίδα η οποία σε μια κρουαζιέρα ερωτεύτηκε και στη πορεία παντρεύτηκε τον Έλληνα πατέρα μου και η οποία πέθανε όταν ήμουν τριών ετών. Δεν είχα ανάμνησή της παρα μόνο ό,τι έβλεπα στις φωτογραφίες που είχαν απομείνει από μια άλλη εποχή.
Καθώς μεγάλωνα, άρχισα να γνωρίζω περισσότερα πράγματα για εκείνη. Στα 14 μου έμαθα την πραγματική αιτία θανάτου της. Στα 16 μου συνειδητοποίησα πόσο στοίχιζε ακόμη στον πατέρα μου η απουσία της. Στα 19 μου έμαθα πως ήταν ατρόμητη και πως λάτρευε τα ταξίδια. Στα 22 μου πως εμφανισιακά την θύμιζα πολύ και πως της άρεσε να βγάζει φωτογραφίες. Στα 23 μου ότι ανησυχούσε για το τι θα γινόμασταν αφού έφευγε. Στα 25 μου άκουσα για πρώτη φορά το γέλιο της και τη φωνή της. Στα 29 μου πως της άρεσε το διάβασμα.
Με καθετί νέο που μάθαινα, διψούσα για παραπάνω. Για μένα η μητέρα μου ήταν πάντα μια δισδιάστατη φωτογραφία, που με κοιτούσε χαμογελαστή καθισμένη σε μια κούνια. Όσο μεγάλωνα συνειδητοποιούσα πως ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητάς μου ήταν δικό της.
Τα χρόνια περνούσαν, σημαντικά γεγονότα στιγμάτιζαν τη ζωή μου, άλλα ευχάριστα κι άλλα δυσάρεστα, αλλά το δικό της βάθρο έστεκε πάντα εκεί.άδειο. Στον ύπνο μου δεν ερχόταν ποτέ. Κι όμως, στις πιο δύσκολες στιγμές μου την ένοιωθα δίπλα μου. Ώσπου μια μέρα την είδα στο όνειρό μου. Και ήταν φωτεινή. Και ήταν όμορφη και στοργική. Και ήταν περήφανη.
.Στα 30 μου λοιπόν, όλα όσα ξέρω για τη μητέρα μου είναι πως ήταν μια γυναίκα που αγάπησε κι αγαπήθηκε πολύ από τον πατέρα μου, που μου χάρισε μια αδερφή για αποκούμπι και συντροφιά, που κληρονόμησα ένα βίο της για τον οποίο είμαι περήφανη και που πάντα είναι κοντά μου, ακόμα κι αν δεν την βλέπω...
σχόλια