Όπως δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί τον χειμώνα χωρίς να θυμηθεί τα τσάγια, της χορευτικές ημερίδες και εσπερίδες, την βροχή, το κρύο, της λάσπες, τους κινηματογράφους, τα συγγενικά η φιλικά χορευτικά γκρουπ, τους καστανάδες, τ' άνοιγμα των σχολείων, τους σαλεπιτζήδες, τα υπόγεια καμπαρέ, έτσι ίδια κι' απαράλλαχτα δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί καλοκαίρι χωρίς ζέστη, σκόνη, έλλειψη νερού, μπάνια, εξοχές, ηλιοθεραπεία, εκδρομές, και φυσικά χωρίς... μεσημεριάτικη ανάπαυση.
Κι' όσο για την ζέστη, την σκόνη, την έλλειψη νερού, είναι κάτι που είμαστε απόλυτα σίγουροι πώς ό, τι και να κάνουμε δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να καλυτερέψουμε την θέση μας. Αλλά για την μεσημεριάτικη ανάπαυση δεν χρειάζεται παρά μια γωνίτσα, ένα κρεβατάκι, ένα ντιβάνι, ένα στρώμα για να εξασφαλίσουν στον καθένα λίγης ώρας ανάπαυση, που θα α έρθει να ξεκουράσει τα ταλαιπωρημένα νεύρα, το φλογισμένο κορμί, το αποχαυνωμένο μυαλό.
Λίγης ώρας αναπαυτικός ύπνος το μεσημέρι, φτάνει για να μας κάνει να ξεχάσουμε την πρωινή κούραση κι' απ' την άλλη μας δίνει καινούργιες δυνάμεις για το απόγευμα.
Μα οι καλοί άνθρωποι είχαν να σκεφτούν χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι άλλος παρά οι πλανόδιοι πωλητές κι' οι ρομβίες!
Φεύγετε απ' το γραφείο σας το μεσημέρι κι' αρχίζετε να περπατάτε πάνω στην καιόμενη άσφαλτο και κάτω απ' της καυστικές ακτίνες του ηλίου, δεχόμενοι από καιρού σε καιρό στο πρόσωπό σας το θερμό φύσημα του λίβα. Τα μάτια σας ζαλίζονται και η αναπνοή σας βγαίνει βαριά, πνιγμένη. Στη στάση του τραίνου η του λεωφορείου περιμένετε μισή ώρα ώσπου να έρθει η να βρείτε θέση. Σας σπρώχνουν, σπρώχνεσθε και τέλος χωρίς και εσείς να το καταλάβετε βρίσκεσθε στριμωγμένος σαν σαρδέλα σωστή. Γύρω σας το κάθε τι έρχεται ν' αυξήσει την πυράδα της ατμόσφαιρας που ζείτε.
Βλαστημάτε την ώρα και την στιγμή που γεννηθήκατε, τον κόσμο, τον ήλιο, το καλοκαίρι. Δεν σας μένει παρά μόνο μια ελπίδα: Να φτάσετε σπίτι σας και να πέσετε στο κρεβάτι σας.
Και φτάνετε. Στο τραπέζι δεν υπάρχει νερό –κι' αν υπάρχει είναι ζεστό- τα φαγιά σας αηδιάζουν, δεν έχετε όρεξη να κουνήσετε τα χέρια σας, βαριέστε που ζείτε, τα λόγια σβήνουν μες στο στόμα σας πριν προφτάσουν να βγουν.
Κ' επί τέλους αφού περάσει κι' αυτό το βασανιστικό τέταρτο της ώρας, προχωράτε και πέφτετε σαν ψόφιος στο κρεβάτι σας.
Κλείνετε τα μάτια κι' απ' το στήθος σας ξεφεύγει ένας ανακουφιστικός αναστεναγμός. Φαντάζεσθε πως τελείωσαν πια τα βάσανά σας...
Ειρωνεία! Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η τραγωδία!
Δεν περνούν ούτε δύο λεφτά και η ησυχία του ακουστικού σας τυμπάνου ταράσσεται απ' τους βραχνιασμένους τόνους της ρομβίας που παίζει κάτω στο δρόμο.
-Ραμόνα, θυμήσου πάλι τα παλιά... Ραμόνα...
Απ' τα χείλη σας ξεφεύγει μια βλαστημιά. Η ρομβία παύει. Δοξάζετε τον Θεό και την Ραμόνα που σας λυπήθηκε εγκαίρως και ξανακλείνετε τα μάτια.
Η ρομβία όμως ξαναρχίζει. Χώνετε το κεφάλι σας κάτω απ΄ το μαξιλάρι κι' απ' το μέτωπό σας αρχίζει τώρα να τρέχει ο ιδρώτας της αγωνίας.
Καινούρια παύση, καινούριο ξανάρχισμα.
Ή η ρομβία έχει προηγούμενα μαζί σας ή της αρέσει φαίνεται εξαιρετικά η ώρα αυτή για διασκέδαση.
Υπομένετε καρτερικά την ιδιοτροπία της. Επί τέλους τελείωσε. Τώρα θα μπορέσετε να κοιμηθείτε. Μα δυστυχώς και πάλι γελαστήκατε.
(φυσικά η ίδια παρέλαση θα συνεχίσει και το μεσημέρι)
Αρχίζουν οι μανάβηδες, ο καρβουνάς, οι πλανόδιοι πωλητές υφασμάτων, ο σκουπιδιάρης, ο γαλατάς, ο ταχυδρόμος, η ζητιάνα κι' εγώ δεν ξέρω ποιος ακόμα.
Πάει τελείωσε, δεν θα κοιμηθείτε.
Το ρολόι κτυπά τέσσερεις. Μόλις προφτάνετε να πάτε στο γραφείο.
Και την ώρα που θα βρεθείτε στον πυρωμένο δρόμο, στριμωγμένος σαν σαρδέλα μέσα στο λεωφορείο τα μάτια σας θα κλείνουνε πιο πολύ απ' την κούραση, που σας έδωσε η μεσημεριάτικη ανάπαυσή σας παρά η πρωινή δουλειά και η ζέστη.
(βασισμένο σε χρονογράφημα της εφημερίδας «Εβδομάς» 1929)
Η Παλιά Αθήνα ανανεώθηκε για τον Σεπτέμβριο και περιμένει την επίσκεψί σας
σχόλια