Την 1η Ιουλίου 2011, τρία εικοσιτετράωρα μετά τα εκτεταμένα επεισόδια που είχαν σημειωθεί έξω από το κτίριο του Κοινοβουλίου κατά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας είχε καταθέσει μήνυση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου κατά των αστυνομικών που εκτελούσαν υπηρεσία στην πλατεία Συντάγματος.
Μάλιστα την αναφορά στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας είχε υποβάλει η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου, ως πληρεξούσια, τότε, δικηγόρος του σημερινού πρωθυπουργού.
Όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η εφημερίδα Καθημερινή στην μήνυση ο κ. Τσίπρας κατήγγειλε την «εγκληματική» συμπεριφορά των αστυνομικών και κατηγορούσε τους άνδρες των ΜΑΤ για παράβαση καθήκοντος και πρόκληση βαριών σωματικών βλαβών σε διαδηλωτές. «Τα περιστατικά των τελευταίων ημερών, με αποκορύφωμα τις ακρότητες της 29ης Ιουλίου 2011, στοιχειοθετούν σοβαρότατες αξιόποινες πράξεις εκ μέρους οργάνων της πολιτείας και πρέπει να ελεγχθούν αρμοδίως και αποτελεσματικά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας.
Στρεφόταν μάλιστα κατά της ηγεσίας του σώματος με το επιχείρημα ότι «η τόσο εκτεταμένη εγκληματική συμπεριφορά αστυνομικών οργάνων δεν μπορεί να διαλανθάνει της προσοχής των ιεραρχικών τους προϊσταμένων, αλλά αντίθετα είναι βέβαιο ότι εκδηλώνεται με την εντολή και την ανοχή τους».
Η μήνυση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και αρκετές ακόμα που κατέθεσαν ιδιώτες και εκπρόσωποι φορέων, με πρωτοβουλία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, συσχετίστηκαν σε ένα κοινό κατηγορητήριο κατά 18 αστυνομικών: των επικεφαλής των 16 διμοιριών των ΜΑΤ που την 29η Ιουνίου 2011 είχαν υπηρεσία στο Σύνταγμα και δύο αστυνομικών της ομάδας ΔΕΛΤΑ, που είχαν εμπλακεί σε περιστατικό με διαδηλωτή, στη συμβολή των οδών Ομήρου και Σταδίου.
Στο εξασέλιδο κατηγορητήριο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι οι 18 διωκόμενοι αστυνομικοί «προέβησαν αδιακρίτως σε ρίψη χημικών, ασφυξιογόνων και χειροβομβίδων κρότου - λάμψης στο πλήθος των συγκεντρωμένων διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν τη σωματική βλάβη μεγάλου αριθμού πολιτών και δη λιποθυμίες, δύσπνοια, εγκαύματα και κακώσεις». Οι 18 αστυνομικοί κατηγορούνταν ακόμα ότι «κατέστησαν με πρόθεση πλήθος κόσμου αβοήθητο και εκτεθειμένο σε άμεσο κίνδυνο ζωής και υγείας (...) παρέλειψαν με πρόθεση να βοηθήσουν τους τραυματισθέντες πολίτες κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης - συγκέντρωσης στο κέντρο της Αθήνας».
Η δίκη για την υπόθεση ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2017 μετά από πολλές αναβολές. Όπως γράφει η Καθημερινή ως πολιτική αγωγή παρέστησαν ο πρόεδρος του συλλόγου εργαζομένων στο νοσοκομείο «Ελπίς» Ελευθέριος Παναρέτου, ο Γρηγόρης Καλομοίρης, μέλος στο Δ.Σ. της ΑΔΕΔΥ, και ο συνδικαλιστής της ΠΟΕ-ΟΤΑ Γιώργος Χαρίσης.
Ως μάρτυρες στη δίκη κλήθηκαν να καταθέσουν ο τότε επικεφαλής της ΓΑΔΑ και νυν υποδιοικητής της ΕΥΠ Γιάννης Λιούκας, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Σπύρος Παπασπύρου και οι τότε διοικητές της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης.
Μετά 14 συνεδριάσεις, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας εξέδωσε την ετυμηγορία του κρίνοντας αθώους και τους 18 κατηγορούμενους αστυνομικούς.
Σε ανακοίνωσή της, η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών ευχαρίστησε δημόσια την ελληνική Δικαιοσύνη «που απέδωσε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», καθώς και τους νομικούς της συμβούλους Βάιο Σκαμπαρδώνη και Βλάση Λιβανίδη για το αποτέλεσμα της δίκης. «Σταθήκαμε δίπλα στους συναδέλφους μας από την αρχή ως το τέλος, την ώρα που εκείνοι που είχαν την επιχειρησιακή ευθύνη τούς γύρισαν την πλάτη», αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους οι συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ.
Επίσης τονίζουν πως «η απόφαση αυτή είναι άκρως σημαντική, καθώς δημιουργεί νομολογία και δικαστικό προηγούμενο σε ό,τι αφορά στη σύννομη δράση των οργανωμένων και συντεταγμένων αστυνομικών δυνάμεων, όταν επιχειρούν κατόπιν συγκεκριμένων εντολών. Η απόφαση αυτή μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το μπούσουλα για όλες τις ανάλογες δίκες που κατά καιρούς ανοίγονται σε βάρος συναδέλφων.
Με πληροφορίες από Καθημερινή