Την ίδια ημέρα που έγραψε το signature τραγούδι της, «Jolene», η Ντόλι Πάρτον συνέθεσε το «I will always love you». Όλος ο πλανήτης το γνωρίζει από την απογειωτική ερμηνεία της Γουίτνι Χιούστον στον «Σωματοφύλακα», μια επιτυχία τόσο μεγάλη που τείνει να επισκιάσει το ιδιαίτερο παρασκήνιό του. Οι ακραιφνείς «σινεδίφες» το γνώριζαν ήδη από την εμφάνισή του στο «Best Little Whorehouse in Texas», στις αρχές των ’80s, με πρωταγωνίστρια την Πάρτον, η οποία το είχε πρωτοτυπώσει το 1974, είχε σχετικό airplay και μετρούσε μια διασκευή από τη Λίντα Ρόνσταντ, όχι και τόσο αεράτη. Αυτό που ελάχιστοι ήξεραν, μέχρι που η μικρή το δέμας αλλά μέγιστη στο τσαγανό και τη γενναιοδωρία τραγουδίστρια της κάντρι αποκάλυψε πρόσφατα, είναι πως οι σύμβουλοι του Έλβις του το είχαν προτείνει, εκείνος το άκουσε και του άρεσε αμέσως, θέλησε να το ηχογραφήσει, η Πάρτον το έμαθε και έκλαψε από τη χαρά και την τιμή, την κάλεσε ο μάγιστρος/μάνατζέρ του, ο διαβόητος συνταγματάρχης Πάρκερ, της το ανακοίνωσε και μαζί της διεμήνυσε, χωρίς κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης, πως τα κέρδη θα ήταν στη μέση και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης θα παραχωρούνταν στον «βασιλιά της ροκ». Σοκαρισμένη και μαζί αποκαρδιωμένη, η Πάρτον, πολύ πριν γίνει ανεξάρτητη και πλούσια, απάντησε με βαριά καρδιά πως λυπόταν, αλλά δεν θα εκχωρούσε ποτέ, σε καμία περίπτωση και σε κανέναν, ούτε στον αυτοκράτορα, την πνευματική της περιουσία, και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, είχε πολύ δίκιο! Το «I will always love you» συνοδεύει σημαδιακά, συμβολικά και πολύ ταιριαστά με τα χρονολογικά γεγονότα και την ψυχολογική συγκυρία την Πρισίλα Μπολιέ Πρίσλεϊ στο δίλημμα «ελευθερία ή θάνατος» στη νέα ταινία της Σοφία Κόπολα, «Priscilla», μια φεμινιστική αναβάθμιση του μυθιστορήματος της πρώτης και τελευταίας συζύγου του Έλβις με τίτλο «Elvis and me», στο οποίο βασίστηκε.

 

Όπως και να διαβάσει κάποιος την ταινία, η Πρισίλα ήταν το ανώνυμο κορίτσι του Έλβις, ένα me μόνο στον δικό της λογισμό και σε κανενός άλλου τον λογαριασμό. Ήταν, για να θυμίσουμε λίγο την ιστορία, το παραμυθάκι στις αρχές των ’60s και το ξεκίνημα του σεναριακού μίτου (και ΜeΤoo, μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε να το αποφύγει…) της Κόπολα, το άβγαλτο ανήλικο που λιμπίστηκε το απόλυτο είδωλο όσο αυτός υπηρετούσε σε μια βάση στη Γερμανία, μια νόστιμη και χαμηλοβλεπούσα Τεξανή που είδε έναν τρυφερό και γλυκομίλητο σούπερ σταρ να την ξεχωρίζει και εύλογα τσιμπήθηκε μαζί του, και με το που έγιναν οι απαραίτητες συνεννοήσεις με τους γονείς της, μετακόμισε, μαθήτρια ακόμη, στην Graceland, και ρίχτηκε στην αρένα της άγριας μοναξιάς και της ατελείωτης αναμονής. Περιτριγυρισμένος από σώγαμπρους ρεμπεσκέδες, ο Πρίσλεϊ βρισκόταν τότε στη φάση της μεγάλης αρπαχτής με μια σειρά επιτυχημένων και περιττών ταινιών, τραγούδια που δεν είχαν πλέον σημασία και μια εικόνα που σταδιακά θα υποχωρούσε για να φτάσει να γίνει η εντυπωσιακή καρικατούρα του Λας Βέγκας, με ενδιάμεσες στάσεις σε σύντομα ειδύλλια με τις συμπρωταγωνίστριές του, ενώ η «Σίλα», το μωράκι του, περίμενε σπίτι, ευγνώμων και σιωπηλή στην αρχή, ανήσυχη και απογοητευμένη στη συνέχεια, μέχρι που αυθαδίασε στο μεγάλο αφεντικό και έγινε μάρτυρας του εγωκεντρικού, ανυπόφορου χαρακτήρα ενός κακομαθημένου αγοριού που δεν εννοούσε να μεγαλώσει και εξαρτιόταν από τους κόλακες, τα χάπια και το κενό που τον κατάπινε όσο περνούσε ο καιρός. Σοβαρά υποβαθμισμένη στον σαρωτικό Έλβις του Μπαζ Λούρμαν, η Πρισίλα της Κόπολα είναι το διαμετρικά αντίθετο flip side του. Παραμένει μια φιγούρα που πασχίζει να αρθρώσει λόγο, αλλά η φωνή της ταινίας τής ανήκει, καθώς η ματιά της Κόπολα όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με την αυτοβιογραφική εκδοχή των γεγονότων της νύφης στη φυλακή της Graceland αλλά φέρνει μια αδιόρατη προσωπική υφή στο στόρι ως κόρη μιας μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας, στη σκιά του πληθωρικού πατέρα και του φαντάσματος του αδελφού που έχασε, σε διαφορετικές συνθήκες φυσικά. 

 

Δεν υπάρχει ούτε μισό ψεγάδι στη στάση της Πρισίλα απέναντι στον βελούδινο δυνάστη της. Καμία αντίδραση όταν της πετούσε αντικείμενα και μετά από ένα δευτερόλεπτο της ζητούσε συγγνώμη («έχω κληρονομήσει τα νεύρα της μάνας μου, μωρό μου») ή όταν της πάσαρε υπνωτικά χάπια και δεν μπορούσε να συνέλθει με τίποτε. Το κυριότερο, η Πρίσλεϊ, η οποία είναι executive παραγωγός στην ταινία και παρευρέθηκε συγκινημένη στην παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, ήταν εκείνη που ποθούσε σεξουαλικά περισσότερο και όχι το αντίθετο, σύμφωνα με τη δική της γνώμη –και ποιος μπορεί πλέον να την κοντράρει– τον Έλβις, ενώ εκείνος έπαιρνε time out μέχρι να έρθει η σωστή στιγμή, ή ώσπου να παντρευτούν, ή, ακόμη χειρότερα, όταν περνούσε την πνευματικοψυχεδελική του φάση και διάβαζε φιλοσοφικές φυλλάδες· τελικά τις έκαψε με τα φιλαράκια του σε μία από τις αστείες στιγμές της ταινίας. Απ’ την άλλη, ένα κορίτσι με περιορισμένες δραστηριότητες και εκ των πραγμάτων ελάχιστες ευκαιρίες να ρισκάρει και να κάνει λάθη, έγκλειστο, ανίδεο και άμαθο πέρα απ’ όσα της έδειχνε ο άνδρας του, δεν είχε και κάτι ενδιαφέρον να αφηγηθεί. Αυτό ακριβώς απεικονίζει η Σοφία Κόπολα, την άδεια ζωή μιας κοπέλας που βασικά υποδεχόταν τις βουλές των άλλων, δεν γινόταν νομικά και κοινωνικά να αποφασίζει για τον εαυτό της, αλλά τελικά αγάπησε με έναν τρόπο διακριτικό και αφοσιωμένο, αποτυχημένο, αλλά τίμιο. Η Κόπολα ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τους θορυβώδεις ήρωες και με τη χαρακτηριστική lo fi αισθητική της σε σκιερό φόντο και χαμηλότονη indie pop μουσική επένδυση η «Πρισίλα», με πιθανό υπότιτλο «Βασίλισσα ενός έρημου γάμου», αναδεικνύεται ένα από τα τυπικά της μοντέλα, αδρανής στο βιαστικό μάτι που δεν νοιάζεται για την εσωτερική της διεργασία, survivor μιας ανατριχιαστικής ιστορίας, αν αναλογιστεί κάποιος πως από τα 14 της ξεδιαλέχτηκε για τη ζωή μιας οικόσιτης παλλακίδας και μετέπειτα συζυγικής υπαλλήλου του γνωστότερου ανθρώπου στον κόσμο. Η Κέιλι Σπέινι, που τιμήθηκε με το Coppa Volpi ερμηνείας στη Βενετία, συλλαμβάνει την έννοια της στωικής αντίδρασης, ενώ ο Τζέικομπ Ελόρντι, πειστικός στη μίμηση του Έλβις, ευτυχώς αξιοποιείται διακριτικά από την Κόπολα και δείχνει πως είναι και ηθοποιός, εκτός από σέξι κινηματογραφικό μοντέλο, όπως συνέβη μπροστά στον φακό της Έμεραλντ Φένελ και με το «Saltburn». 

 

Απαλής προσέγγισης αντίδοτο στο λουρμανικό έπος, το ταπεινό έργο της Κόπολα δεν διαθέτει θορυβώδη ιπποδύναμη στη μηχανή του, ούτε καν τα κλειδιά του βασιλείου, δηλαδή τα δικαιώματα να χρησιμοποιήσει την πρωτότυπη μουσική του Πρίσλεϊ, αλλά αφηγείται ψύχραιμα το θρίλερ εγκλεισμού σαν ματαιωμένο love story. «Some other place, some other time», όπως μουρμούρισε κι ο Έλβις.