Τι κάνει τους ανθρώπους να πονούν;

Η πολιτική του πόνου Facebook Twitter
«Περπάτησα κατά μήκος του δρόμου με δύο φίλους - ο ήλιος έδυε ο ουρανός ξαφνικά αιματοβαμμένος - και ένιωσα σαν μια ριπή μελαγχολίας - έναν πόνο που ρουφάει την καρδιά.Περπάτησα κατά μήκος του δρόμου με δύο φίλους - ο ήλιος έδυε ο ουρανός ξαφνικά αιματοβαμμένος - και ένιωσα σαν μια ριπή μελαγχολίας - έναν πόνο που ρουφάει την καρδιά.»...Τροφοδοτούμενος από τη δανέζικη φιλοσοφία της αγωνίας του Søren Kierkegaard και βυθισμένος στη θλίψη, τη φτώχεια και τις αυτοκτονικές σκέψεις, ο Munch βυθίστηκε στο fortvilelse, ένα μείγμα απελπισίας και βίαιης θλίψης.
0

Η εμπειρία του ανθρώπινου πόνου είναι γνωστή σε όλους, δεν είναι, όμως, μια εμπειρία κοινή για όλους. Έχει προ-ιστορία. Αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και από τόπο σε τόπο. Η επεξεργασία αυτής της ιστορίας αποκαλύπτει την πολιτική που βρίσκεται στον πυρήνα των προσπαθειών μέτρησης, επικύρωσης ή απόρριψης της εμπειρίας των ανθρώπων που υποφέρουν από πόνο.

Η γλώσσα του πόνου, που ξεκινά από την αρχαιότητα, συγχέει το συναισθηματικό με το σωματικό. Η επικάλυψη της θλίψης, της οδύνης, της απόγνωσης και της λύπης με τον σωματικό πόνο βρίσκεται στο επίκεντρο των λαϊκών εκφράσεων του πόνου στα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα αραβικά, τα ουρντού, τα χίντι και τα κινέζικα, καθώς και στα αγγλικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Για χιλιάδες χρόνια, η δήλωση «πονάω» ήταν μια συναισθηματική καθώς και μια σωματική αξίωση. Ενώ αυτή η σημασιολογική επικάλυψη φαίνεται συνεπής, ο ακριβής εννοιολογικός προσδιορισμός ποικίλλει σε τεράστιο βαθμό, από την αρχαιοελληνική λέξη «ὀδύvη» στο λατινικό dolor, στο αραβικό wajaʿ, στο dard (Φαρσί, Χίντι και Ουρντού), στο κινεζικό tong – όλες τους λέξεις που περιγράφουν τον πόνο. Επιπλέον, υπάρχει μια πλούσια ιστορία της εικονογραφίας του απερίγραπτου, του άφατου πόνου: αναπαραστάσεις του πόνου που, ενώ δεν μπορούσε να εκφραστεί, εκφράστηκε ωστόσο. Καταγράφοντας τις ιστορικά τοποθετημένες διαδικασίες βίωσης και έκφρασης των τύπων πόνου, είναι δυνατόν να αναδειχθεί μια τεράστια ποικιλία, ενώ παράλληλα μπορούμε να επιμένουμε στη συζήτηση μιας μακράς ιστορίας του πώς αλληλεμπλέκονται ο σωματικός με τον συναισθηματικό πόνο.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, με τη σειρά του, την έμμεση απο-φυσικοποίηση και τοποθέτηση των σημερινών εμπειριών του πόνου και τη διατάραξη δύο αιώνων σύγχρονης ιατρικής εμπειρογνωμοσύνης.

Αν οι άνθρωποι μιλούσαν ανοιχτά για κάθε φορά που βίωναν αφόρητο πόνο, ξαφνικά τα ιατρικά αρχεία μοιάζουν να ξεχειλίζουν από μαρτυρίες πόνου.

Πάρτε, για παράδειγμα, την έννοια του πένθους στην αρχαία Ελλάδα: ἄχεος (ἄχεος). Είναι ένας από τους βασικούς όρους για τη θλίψη ή τη στενοχώρια που τρυπά την καρδιά στην Ιλιάδα, αλλά είναι επίσης μία από τις πολλές λέξεις στα ελληνικά για τον πόνο/την ταλαιπωρία. Παρά τη συσχέτιση του Αχιλλέα με άλλα πάθη, είναι η θλίψη-πόνος που ενσαρκώνει στο ίδιο του το όνομα, και στο όνομα αυτού του πόνου πραγματοποιούνται οι περισσότερες βίαιες ενέργειες του Αχιλλέα στις τελευταίες ραψωδίες του έπους. Θα μπορούσατε να αντιτείνετε ότι ο Αχιλλέας είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας, ένας ημίθεος- ότι αυτός ο πόνος είναι απλώς λογοτεχνικός, όχι κυριολεκτικός και όχι ανθρώπινος. Ωστόσο, η Ιλιάδα διαμόρφωσε ιδέες και πρακτικές αρετής, πίστης, πολέμου και τελετουργίας για αιώνες. Υπήρξε το κλειδί για την ελληνική αυτοδιαμόρφωση κατά την κλασική περίοδο. Ήταν το κεντρικό διακειμενικό κείμενο της Δημοκρατίας του Πλάτωνα. Αν οι Έλληνες έμαθαν πώς να βιώνουν και να μιλούν για τον πόνο, το έμαθαν, εν μέρει, μέσω του Αχιλλέα.

Οι πρακτικές που σχετίζονταν με τον πόνου άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου, παρά τη διατήρηση των ιστοριών ή των δοξασιών που τον αφορούσαν.

Η πολιτική του πόνου Facebook Twitter
Σε έναν αττικό ερυθρόμορφο κρατήρα από το 460 π.Χ. περίπου, ίσως 300 χρόνια μετά την πρώτη γραπτή καταγραφή της Ιλιάδας, η μορφή του Αχιλλέα ανακαλύπτεται από τη μητέρα του ακριβώς αυτή τη στιγμή της θλίψης του. Ο καλλιτέχνης δεν παρουσιάζει τον Αχιλλέα δακρυσμένο, προσκολλημένο στο σώμα του Πάτροκλου- αντίθετα, ο Αχιλλέας απεικονίζεται μόνος, πλήρως καλυμμένος με ένα σάβανο, εκτός από την κορυφή του κεφαλιού του και τη συμβολικά σημαντική φτέρνα του ενός ποδιού.

Στην Ιλιάδα, όταν ο Αχιλλέας μαθαίνει για το θάνατο του Πάτροκλου, του φίλου, συντρόφου και ίσως εραστή του, πέφτει στο χώμα και ξεριζώνει τα μαλλιά του, ενώ όλοι οι σύντροφοί του θρηνούν μαζί του. Όταν τελικά ανασύρεται το πτώμα, ο Αχιλλέας θρηνεί και υποφέρει με ολόκληρη την ύπαρξή του. Είναι σαν λιοντάρι που τα μικρά του έχουν φονευθεί από κυνηγό, ο πόνος του οποίου μετατρέπεται γρήγορα σε θυμό (χόλος) και μετά σε επιθυμία για εκδίκηση. Όταν τελικά φτάνει η μητέρα του Αχιλλέα για να του παραδώσει τη νέα του πανοπλία, τον βρίσκει ακόμα προσκολλημένο στο νεκρό σώμα του Πάτροκλου, να κλαίει χωρίς ντροπή για την απώλεια.

Ωστόσο, την εποχή του Πλάτωνα πολλές από τις προφανείς αρετές της Ιλιάδας είχαν αμφισβητηθεί. Σε έναν αττικό ερυθρόμορφο κρατήρα από το 460 π.Χ. περίπου, ίσως 300 χρόνια μετά την πρώτη γραπτή καταγραφή της Ιλιάδας, η μορφή του Αχιλλέα ανακαλύπτεται από τη μητέρα του ακριβώς αυτή τη στιγμή της θλίψης του. Ο καλλιτέχνης δεν παρουσιάζει τον Αχιλλέα δακρυσμένο, προσκολλημένο στο σώμα του Πάτροκλου- αντίθετα, ο Αχιλλέας απεικονίζεται μόνος, πλήρως καλυμμένος με ένα σάβανο, εκτός από την κορυφή του κεφαλιού του και τη συμβολικά σημαντική φτέρνα του ενός ποδιού.

Ο πέπλος, σύμφωνα με την έρευνα του Douglas Cairns, έγινε ένας σημαντικός κανόνας επίδειξης στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ακριβώς για να κρύψει τα δάκρυα και την έκφραση της θλίψης. Η σκηνή υιοθετήθηκε κατόπιν ώστε να είναι σύμφωνη με τις αποδεκτές πρακτικές στην κλασική Αθήνα, διότι η δημόσια έκφραση της θλίψης, το κλάμα και η ολοφάνερη μελαγχολία, θα ήταν αντίθετη με τους κοινωνικούς κανόνες. Η ευαλωτότητα που εκδηλώνεται από τη θλίψη προστατεύεται από τον πέπλο, τόσο για να προστατευθεί ο βαρυπενθούντας από την απώλεια της θέσης του όσο και για να προστατευθούν οι μάρτυρες από το οδυνηρό θέαμα. Ο πέπλος είναι το σύμβολο της θλίψης, ένα σύμβολο του πόνου που, όμως,  χρησιμεύει για την απόκρυψή του.

Η θλίψη του Αχιλλέα ήταν κοινωνικά δύσκολα διαχειρίσιμη, δύσκολα αναγνώσιμη βιωματικά. Ο πέπλος, λοιπόν, ήταν ο εκφραστικός τρόπος να πει κανείς, χωρίς λόγια και χωρίς έκφραση προσώπου: «Πονάω» ή για την ακρίβεια «υποφέρω από ένα συγκεκριμένο είδος πόνου που δεν μπορείτε να κατανοήσετε εύκολα και ίσως με στοχοποιήσει με άγνωστες για εμένα συνέπειες».

Σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, ο Νορβηγός καλλιτέχνης Edvard Munch κατανόησε τη δυσκολία τόσο στη γλωσσική έκφραση, όσο και σε ό,τι είχε να κάνει με την έκφραση του πόνου, όταν κάτι μας συντρίβει.

Τροφοδοτούμενος από τη δανέζικη φιλοσοφία της αγωνίας του Søren Kierkegaard και βυθισμένος στη θλίψη, τη φτώχεια και τις αυτοκτονικές σκέψεις, ο Munch βυθίστηκε στο fortvilelse, ένα μείγμα απελπισίας και βίαιης θλίψης.

Τι μάς κάνει να πονάμε; Facebook Twitter
Edvard Munch, Fortvilelse (Απελπισία), 1894

Αυτή η οδυνηρή κατάσταση ενέπνευσε πολλούς από τους πίνακές του, συμπεριλαμβανομένης της Κραυγής (1893), αλλά στο υπόβαθρό τους βρισκόταν μια μοναδική εμπειρία, την οποία σημείωσε δίπλα στο προπαρασκευαστικό του σκίτσο για τον πίνακα Fortvilelse (Απελπισία, 1892), που αποδίδεται εδώ σε μετάφραση του σύγχρονου ποιητή Eirill Falck:

Περπάτησα κατά μήκος του δρόμου με

δύο φίλους -

ο ήλιος έδυε

ο ουρανός ξαφνικά αιματοβαμμένος

- και ένιωσα σαν μια ριπή μελαγχολίας -

έναν πόνο που ρουφάει την καρδιά.

Σταμάτησα - ακούμπησα

τον φράχτη κουρασμένος σαν θάνατος

πάνω από το γαλάζιο-μαύρο φιόρδ και την πόλη

με σύννεφα αίματος να στάζουν...

{...αίμα που αχνίζει

{...} Οι φίλοι μου προχωρούσαν και

εγώ στεκόμουν τρέμοντας με μια ανοιχτή πληγή

στο στήθος μου ... τρέμοντας από την αγωνία

Ένιωθα να διαπερνάω τη φύση

μια μεγάλη ατελείωτη κραυγή

Ο Μουνκ μετουσιώνει, με αυτά τα λόγια, την εμπειρία ενός σωματικού, ανθρώπινου πόνου - τη μελαγχολία του, τον πόνο στα τρίσβαθα της καρδιάς - στον πόνο του κόσμου, όπου ο ουρανός αιμορραγεί και η φύση ουρλιάζει. Η ανεπάρκεια της περιγραφής του Μουνκ για τον δικό του πόνο σηματοδοτείται από την απεικόνιση όλων εκείνων των σχεδιαστικών γραμμών που επιχειρούν να τον εκφράσουν. Και ενώ όλες οι λέξεις θα εξαλειφθούν εντελώς στον τελικό πίνακα, η απεικόνιση της προσωπικής και σωματικής ενσάρκωσης του πόνου αποτυπώνεται στον πίνακα. Το πρόσωπο της φιγούρας, που ακουμπά στον φράχτη, είναι χωρίς χαρακτηριστικά - όχι απουσία έκφρασης, αλλά απλώς το απόλυτο τίποτα στη θέση ενός προσώπου: ο πόνος έχει εξαλείψει κάθε χαρακτηριστικό αυτής της μορφής.

Ο πόνος απεικονίζεται στον ουρανό. Αν, για τον άνθρωπο, ο πόνος ήταν απερίγραπτος, αρκεί να κοιτάξει κανείς ψηλά για να τον προσεγγίσει. Αυτή το βάθος στην αίσθηση του πόνου ήταν που τον τοποθετούσε παντού μέσα στον πίνακα. Η γλώσσα του Μουνκ για τον πόνο, τελικά, ήταν η ζωγραφική. Οι έννοιες που απαιτούνται για την έκφρασή του είναι εμφανείς. Είναι τοποθετημένες - η μελαγχολία και η αγωνία, αναμεμειγμένες με τη σκοτεινή πόλη και τον αιματοβαμμένο ουρανό - και διακριτές. Δεν παύει όμως, η πρόσβαση σε αυτόν τον πόνο να απαιτεί πολιτισμική γνώση.

Οι συγκρίσιμοι σύγχρονοι πόνοι απαιτούν επίσης διαφορετικά είδη γνώσης. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη γνώση του πόνου που απαιτείται για να εκφράσει η τραγουδίστρια Lady Gaga (κατά κόσμον Stefani Germanotta) τις διαρκείς συνέπειες του τραύματος που υπέστη μετά τον βιασμό της σε ηλικία 19 ετών, και τη γνώση του πόνου που απαιτείται για να διαβάσουμε γι' αυτόν και τέλος να τον κατανοήσουμε.

Σε μια εξαιρετική συνέντευξη το 2021 για το Apple TV+, στο πλαίσιο της σειράς The Me You Can't See για την ψυχική υγεία, περιέγραψε την οδύνη, τον απόλυτο πόνο που ένιωσε, λίγο πριν αρχίσει να σωματοποιεί, με δραματικές επιπτώσεις, το τραύμα της. Στην αρχή μούδιαζε και μετά από λίγο δεν μπορούσε να νιώσει το ίδιο της το σώμα, όπως είχε πει.

Η φυσιολογική εκδήλωση του συναισθηματικού πόνου οδήγησε τους γιατρούς να ψάξουν το εσώτερο αυτής της ιατρικής κατάστασης.

« Έκανα τόσες μαγνητικές τομογραφίες και κάθε είδους εξέτασης και δεν μου έβρισκαν να πάσχω από κάτι. Όλα τα συμπτώματα, στην πραγματικότητα, προέρχονταν από τον βιασμό. [Το] σώμα μας θυμάται. Ο τρόπος που αισθάνομαι όταν νιώθω πόνο ήταν ο τρόπος που ένιωθα μετά τον βιασμό μου. Αυτή η ολική ψυχική ρήξη διήρκεσε δύο χρόνια» είχε πει η Gaga, εξηγώντας ότι κάθε φορά που κάτι πυροδοτούσε αυτό το ψυχικό τραύμα, τότε επαναφερόταν ο πλήρης τρόμο του σωματικού και σπλαχνικού πόνου.

Τέτοιοι πόνοι επικυρώνονται πλέον όλο και περισσότερο, τόσο πολιτισμικά όσο και ιατρικά. Δεν έχουν τίποτε από τη νοσηρότητα - την αναγωγή του πόνου στην αισθητηριακή αντίληψη - και τίποτε από τον σωματικό τραυματισμό, αλλά είναι του σώματος, του νου και του κόσμου στον οποίο βρίσκονται, σε μια σύνθετη δυναμική. Τα λόγια της Lady Gaga, που γίνονται όλο και περισσότερο κοινός τόπος και κοινό βίωμα για πολλούς ανθρώπους σήμερα είναι οι σωστές λέξεις, το σωστό πολιτισμικό σενάριο, για την επικύρωση του πόνου της.

Τέτοιες αναφορές αντιπροσωπεύουν μια στιγμή επιστημολογικής και πολιτισμικής αναταραχής. Οι επιστήμονες της ιατρικής τον 19ο και τον 20ό αιώνα είχαν προσπαθήσει να προσδιορίσουν τον πόνο - να αντικειμενοποιήσουν πώς λειτουργεί, πώς τον αισθάνεσαι, πώς να τον αντιληφθείς και πώς να τον μετρήσεις. Προσπάθησαν να απομονώσουν τον σωματικό πόνο που προκαλούν οι τραυματισμοί και οι ασθένειες από τις διαταραχές του νου, με την ελπίδα μιας μηχανικής εξήγησης του πόνου που θα μπορούσε να συνδεθεί με τις λογικές των κυρίαρχων πολιτισμικών παραδοχών για τη φυλή, το φύλο, την ηλικία, την τάξη και το είδος. Ως εκ τούτου, το δέρμα και το πρόσωπο του ενήλικου λευκού άνδρα έγινε το σημείο αναφοράς για την ευαισθησία στον πόνο. Σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες, οι γυναίκες, τα βρέφη, οι Εβραίοι, οι Αφροαμερικανοί και οι ιθαγενείς από διάφορες χώρες θεωρήθηκαν αναίσθητοι ή υπερευαίσθητοι, δυσανάλογα εκφραστικοί για τον πόνο που βίωναν, ή αλλιώς εντελώς κτηνώδεις, όπως τα άλλα ζώα. Οι αναίσθητοι συσχετίστηκαν, κατά καιρούς στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, με τις εγκληματικές τάξεις, οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να ταυτιστούν, σύμφωνα με την εξέχουσα έρευνα του Cesare Lombroso, από την ανικανότητά τους να αισθάνονται πόνο.

Στον πυρήνα αυτών των προσπαθειών διαστρωμάτωσης της αίσθησης βρισκόταν ο σιωπηρός ισχυρισμός ότι ο πόνος είναι ένα φυσικό φαινόμενο, που εκφράζει τη σχέση μεταξύ των περιφερικών νεύρων και του εγκεφάλου. Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, οι δυτικοί επιστήμονες της ιατρικής βασανίζονταν από την εσφαλμένη αντίληψη ότι η εμπειρία του πόνου μπορούσε να ενταχθεί σε μια κλίμακα έντασης.

Όσο μεγαλύτερο το ερέθισμα, τόσο μεγαλύτερος ο πόνος. Όσο πιο σοβαρό το τραύμα, τόσο πιο σοβαρός ο πόνος. Πρόκειται για έναν από εκείνους τους φαινομενικά προφανείς συσχετισμούς που δεν έχουν καμία βάση. Οι εμπειρίες των τραυματιών του πολέμου σε μεγάλη κλίμακα παρείχαν στους γιατρούς πληθώρα εμπειρικών πληροφοριών που αποσυνδέουν κατά τρόπο άκομψο τη βλάβη από τον πόνο. Οι μεγάλες πληγές και τα εκτεταμένα τραύματα δεν πονούσαν πάντα...

Αυτά τα μυστήρια υπέδειξαν στους ερευνητές τη δυναμική της νευρικής σηματοδότησης: η κίνηση δεν ήταν μόνο προς μία κατεύθυνση, από την περιφέρεια προς το κέντρο, αλλά και από το κέντρο προς την περιφέρεια. Το πώς γίνεται αισθητό ένα αισθητηριακό ερέθισμα διαμεσολαβείται από την εκτίμηση, και αυτή η εκτίμηση τοποθετείται σε σχέση με την προσωπική εμπειρία του ατόμου, το βαθμό προσοχής και φροντίδας που εφαρμόζεται στην πληγή, την άμεση αφορμή του τραυματισμού (κίνδυνος, φόβος, καθησυχασμός, ασφάλεια) και το πολιτισμικό ρεπερτόριο των εννοιών του πόνου που παρέχουν το πλαίσιο για την έκφραση.

Ενώ στη δεκαετία του 1960 οι δυναμικές αυτές έγιναν κατανοητές με βάση ένα καινοτόμο μοντέλο που ονομάστηκε «θεωρία ελέγχου της πύλης» (υπεύθυνη για την αυτόματη ρύθμιση της ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ του εγκεφάλου και της περιφέρειας), η πρόκληση του πόνου δεν επιλύθηκε με μεταφορές της ηλεκτρονικής μηχανικής. Διότι, αν και αφορούσε εν μέρει την εξήγηση των ποικιλιών των σωματικών εμπειριών πόνου, δεν έλυνε το πρόβλημα ότι, συχνά, μεγάλος πόνος μπορεί να εντοπιστεί ή να ξεκινήσει ακόμα και χωρίς (ορατή) βλάβη. Και τότε υπήρχε ο χρόνιος πόνος. Η νευρολογική έρευνα από μόνη της δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στους πόνους που ταλαιπωρούσαν ανθρώπους για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.

Μια λογική διολίσθηση προς την απρόβλεπτη φύση του πόνου και μια διεπιστημονική αναγνώριση ότι η εμπειρία είναι μεταβλητή θα έπρεπε να είχε προηγηθεί, αλλά η βιολογική καθολικότητα των διεργασιών του πόνου και η αντικειμενική αναγνώριση του πόνου, είτε από το γυμνό δέρμα είτε τα τρίσβαθα των όσων κάλυπτε, παρέμεναν ελκυστικές προτάσεις. Η αναζήτηση ενός «καθολικού προσώπου του πόνου», η οποία βασιζόταν στην εσφαλμένη αντίληψη ότι το μυϊκό σύστημα ήταν άμεσα αντιπροσωπευτικό της εσωτερικής εμπειρίας, ήταν σε εξέλιξη από τον 17ο αιώνα και παραμένει. Από τα ποντίκια μέχρι τους ανθρώπους, οι ερευνητές προσπάθησαν να εντοπίσουν το «πρόσωπο του πόνου», αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Ποιό είναι όμως το «πρόσωπο του πόνου»; Ένα πρόσωπο που πονάει δεν είναι απλώς μια έκφραση, συγκεκριμένη και στατική. Μερικές φορές χαμογελάει. Μερικές φορές πλαισιώνει μια κραυγή. Μερικές φορές σφίγγει τα δόντια. Το πρόσωπο, σύμφωνα με την απεικόνισή του από τον Μουνκ, δεν είναι από μόνο του ένας αξιόπιστος δείκτης για οτιδήποτε. Υπήρξε μια στροφή, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, προς μια βιοψυχοκοινωνική κατανόηση του πόνου που συνδύαζε τη βιολογική λειτουργία, την ψυχολογική προδιάθεση και την κοινωνική κατάσταση. Η εμπειρία του πόνου φαινόταν πάντα να εξαρτάται και από τα τρία. Ωστόσο, στην πράξη, η πειθαρχημένη λογική του ακαδημαϊκού χώρου σήμαινε ότι η έρευνα για τον πόνο «σήκωνε» πολλή κατηγοριοποίηση, πολλή παραμετροποίηση, πολλούς παράγοντες που διέφευγαν της επιστημονικής προσοχής.

Περίπου την ίδια εποχή, μια ομάδα διακεκριμένων γιατρών του πόνου δημιούργησε έναν επίσημο ορισμό του πόνου για να αντιμετωπίσει τη θεμελιώδη έλλειψη μιας συνεπούς ταξινόμησης του πόνου σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Τι έκαναν; Όχι πολλά, αλλά τουλάχιστον διατήρησαν τη σχέση του πόνου με τη βλάβη.

Αυτός ο ορισμός του 1979, που αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της Διεθνούς Ένωσης για τη Μελέτη του Πόνου (IASP), είχε ως εξής: «Ο πόνος είναι μια δυσάρεστη αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία που συνδέεται με πραγματική ή δυνητική βλάβη των ιστών ή περιγράφεται με όρους τέτοιας βλάβης». Η επιμονή στην «βλάβη των ιστών»,  η οποία αντιστοιχίζεται επακριβώς με την έννοια της νοσηρότητας στην καρδιά της φυσιολογικής έρευνας για τον πόνο, υποβίβασε τον συναισθηματικό πόνο και τον χρόνιο πόνο.

Η εμπειρία του συναισθηματικού πόνου των ανθρώπων ανά τους αιώνες φαινόταν χαμένη, μη ορατή, κάποτε και ασήμαντη, φυσικά, με καταστροφικές συνέπειες για τα άτομα, τις οικογένειές τους, τον κοινωνικό ιστό. Δεν είναι ότι ο πόνος αυτός δεν αποτελούσε αντικείμενο έρευνας, αλλά ότι η επίσημη διαμόρφωση του πόνου με αισθητηριακούς και τραυματικούς όρους περιόριζε τον βαθμό στον οποίο το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο θα μπορούσε να επιτύχει διαγνώσεις και θεραπείες.

Η ανεπάρκεια αυτού του ορισμού του 1979 αναγνωρίστηκε τελικά τον Ιούλιο του 2020, όταν η IASP πρόσθεσε έναν κατάλογο αναθεωρήσεων και προσόντων:

  • Ο πόνος είναι πάντα μια προσωπική εμπειρία που επηρεάζεται σε διαφορετικό βαθμό από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
  • Ο πόνος και η νοσηρότητα είναι διαφορετικά φαινόμενα. Ο πόνος δεν μπορεί να συναχθεί μόνο από τη δραστηριότητα στους αισθητήριους νευρώνες.
  • Μέσα από τις εμπειρίες της ζωής τους, τα άτομα μαθαίνουν την έννοια του πόνου.
  • Η αναφορά ενός ατόμου σε μια εμπειρία, ως εμπειρία πόνου, θα πρέπει να γίνεται σεβαστή.
  • Αν και ο πόνος συνήθως εξυπηρετεί έναν προσαρμοστικό ρόλο, μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία και στην κοινωνική και ψυχολογική ευημερία.
  • Η λεκτική περιγραφή είναι μόνο μία από τις διάφορες συμπεριφορές για την έκφραση του πόνου- η αδυναμία επικοινωνίας δεν αναιρεί την πιθανότητα ένας άνθρωπος ή ένα μη ανθρώπινο ον να βιώνει πόνο.
  • Καμία προσέγγιση δεν έχει τα εργαλεία για να σπάσει τον κύκλο των διεργασιών του πόνου, κατά κάποιο τρόπο.

Αυτές οι αναθεωρήσεις προτείνουν επίσημα μια ριζική αλλαγή όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο πόνος, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ερευνάται. Το γεγονός ότι είναι πάντα προσωπικός διαψεύδει κάθε προσπάθεια αντικειμενοποίησης- το ότι διαχωρίζεται τυπικά από τη νοσηρότητα σημαίνει ότι όλες οι μορφές πόνου χωρίς βλάβη - συναισθηματικός πόνος, ορισμένα είδη χρόνιου πόνου, κοινωνικός πόνος - εμπίπτουν στην ιατρική αρμοδιότητα- το ότι ο πόνος αναγνωρίζεται ως έννοια που μαθαίνεται εγείρει το ερώτημα πώς μαθαίνεται και ποιος ή τι πλαισιώνει αυτή την εννοιολογική εκπαίδευση, ότι οι υποκειμενικές αφηγήσεις του πόνου λαμβάνονται σοβαρά υπόψη σημαίνει ότι οι ιατρικές διαδικασίες επικύρωσης δεν καταφεύγουν πλέον σε διαγνωστικά εργαλεία μέτρησης που θα αρνούνταν τη φωνή του ασθενούς- ότι ο πόνος δεν είναι απαραίτητα προσαρμοστικός (εξελικτικά σκόπιμος) σημαίνει ότι τα κοινωνικά και ψυχολογικά αίτια και οι συνέπειες των καταστάσεων πόνου μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη- και, τέλος, ότι ο πόνος δεν έχει ένα καθολικό σημαίνον στη γλώσσα ανοίγει την πόρτα στην αναγνώριση ενός κόσμου εκφράσεων πόνου που υπερβαίνουν τη λέξη.

Όλα αυτά - από την οπτική γωνία εκατομμυρίων ανθρώπων που υποφέρουν από χρόνιο πόνο, συναισθηματικό πόνο (θλίψη, μοναξιά, κατάθλιψη, ψυχολογικά τραύματα κ.ο.κ.) και μυστηριώδεις καταστάσεις πόνου όπως το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης - είναι ευπρόσδεκτα νέα.

Για τους ερευνητές του πόνου, τόσο στην ιατρική όσο και στην κλινική έρευνα, αναδύεται μια μεγάλη πρόκληση και μια ευκαιρία. Διότι αυτή η ουσιαστική στροφή στο υποκειμενικό και στις διαδικασίες εννοιολογικής μάθησης, σε συνδυασμό με την αναγνώριση ότι ο πόνος δεν χρειάζεται να έχει το στοιχείο της σωματικής βλάβης, σηματοδοτεί την «εισβολή», τρόπον τινά,  της ιατρικής επιστήμης στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στον ιστορικό, ο οποίος διερευνά τις εναλλαγές της εμπειρίας του πόνου σε διαφορετικές εποχές και τόπους.

(Σ.Σ.: Ως ιστορικός του πόνου, στο συγκεκριμένο δοκίμιό του ο Rob Boddice εξηγεί ότι λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν το πρόβλημα ότι ο πόνος είναι μια διεπιστημονική υπόθεση. Καμία προσέγγιση δεν έχει τα εργαλεία για να τον διαλευκάνει, όπως λέει. Αλλά ο μεταβαλλόμενος προσανατολισμός των μελετών του πόνου στο πλαίσιο της ιατρικής επιστήμης απαιτεί πλέον να αναγνωριστούν κλάδοι όπως η ιστορία ως παραγωγοί γνώσεων για τον πόνο που έχουν αντίκτυπο στο τι αντιλαμβάνεται η ιατρική επιστήμη ως πόνο και πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται).

Η ιστορική γνώση του πόνου είναι ενεργά χρήσιμη. Η συνειδητή ενασχόληση με τις σπουδές πόνου προτρέπει σε μια ιστοριογραφική αναθεώρηση που επαναδιατυπώνει την ιστορία της οδυνηρής εμπειρίας σύμφωνα με τους όρους με τους οποίους την έχει πλέον ορίσει η IASP.

Αν οι άνθρωποι μιλούσαν ανοιχτά για κάθε φορά που βίωναν αφόρητο πόνο, ξαφνικά τα ιατρικά αρχεία μοιάζουν να ξεχειλίζουν από μαρτυρίες πόνου. Η ιατρική μπορεί να μην επικύρωνε πάντα τέτοιους πόνους, αλλά τώρα μπορούν να επικυρωθούν. Αυτό τονίζει την ανάγκη να μάθουμε τις τοποθετημένες έννοιες του πόνου και να διαβάζουμε για εκφράσεις που υπερβαίνουν τη λέξη και την προσδοκία συγκεκριμένων «εκφράσεων πόνου». Διότι, σε όποιο βαθμό και αν η IASP αναγνωρίζει ότι ο πόνος μαθαίνεται, παραμένει δύσκολο να δει τις δυναμικές εξουσίας που εμπεριέχονται στη συνάντηση με την ιατρική, είτε ένας ασθενής παρουσιάζεται με σπασμένο πόδι είτε με ραγισμένη καρδιά.

Καλώς ή κακώς οι θεραπευτικές διαδικασίες έχουν τους δικούς τους χρόνους. Ο ασθενής και οι ιατρικές αρχές διαβάζουν ο καθένας από αόρατα πολιτισμικά σενάρια πώς να πλοηγηθούν και να διαπραγματευτούν μια περίπτωση πόνου, η εμπειρία του οποίου διαμεσολαβείται ακριβώς από και μέσω αυτών των σεναρίων.

Η πολιτική της διάγνωσης, οι λογικές της συνταγογράφησης, η πολιτισμική δομή που υποστηρίζει την ιατρική επικύρωση και απόρριψη - όλα αυτά είναι συνήθως αόρατα ή φαινομενικά φυσικά στη συνάντηση του ατόμου που πονάει με κάποιον άλλο, είτε πρόκειται για γιατρό, είτε για φίλο, είτε για ξένο.

Δείχνοντας, μέσω ιστορικών παραδειγμάτων, την κοινωνική και πολιτισμική δυναμική που λειτουργεί σε τέτοιες συναντήσεις, και πώς η (μη) επικύρωση του πόνου πλαισιώνεται, οι ασθενείς και οι ιατρικές αρχές μπορούν να είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για να θέτουν ερωτήματα ο ένας στον άλλον: να βλέπουν και να διαβάζουν την πολιτική του πόνου.

ΠΗΓΗ: aeon.co

Ιδέες
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η γυναίκα που ανακάλυψε από τι είναι φτιαγμένα τα αστέρια

Ιδέες / Η γυναίκα που ανακάλυψε από τι είναι φτιαγμένα τα αστέρια

Η περίπτωση της αστροφυσικού Σεσίλια Πέιν-Γκαπόσκιν που επέλυσε μόνη της ένα από ένα από τα πιο πιεστικά επιστημονικά ζητήματα αλλά η έρευνά της «καπελώθηκε» από το κατεστημένο της εποχής
EΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
π. Αλέξανδρος: «Ο Χριστός δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα κρεβάτια των ανθρώπων»

Ένα ανοιχτό μυαλό / π. Αλέξανδρος: «Ο Χριστός δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα κρεβάτια των ανθρώπων»

Ο π. Αλέξανδρος, πρώην καθηγητής Θεολογίας που έγινε παπάς στα 66 του και λειτουργεί στη δημοτική, στον Άγιο Νικόλαο Ραγκαβά στην Πλάκα, είναι από τους ιερωμένους που ξεχωρίζουν για την προοδευτικότητα, την ανοιχτοσύνη και το καινοτόμο πνεύμα τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Tι κάνει την αγάπη τόσο δύσκολη;

Βιβλίο / Tι κάνει την αγάπη τόσο δύσκολη;

Γνωστός από το αιρετικό βιβλίο του "Έρωτος Φύσις", ο πατέρας Φιλόθεος αναγνωρίζει τις ομοιότητες μεταξύ ψυχοθεραπείας και θρησκείας και τις προσπάθειες της επίσημης Εκκλησίας να προσεκλύσει "νέα πελατεία". Τονίζει, όμως, πάντα ότι το μέτρο της αληθινής πίστης είναι μόνο η αγάπη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΑΡΙΑΝ ΛΑΖΑΡΙΔΗ
«Δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, τελεία και παύλα», σύμφωνα με επιφανή Αμερικανό νευροεπιστήμονα

Ιδέες / «Δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, τελεία και παύλα», σύμφωνα με επιφανή Αμερικανό νευροεπιστήμονα

Ο Robert Sapolsky, καθηγητής Νευρολογίας και Νευροχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σχεδόν όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πέρα από τον συνειδητό μας έλεγχο.
THE LIFO TEAM
Μικαέλ Φεσέλ: «Η αμφισβήτηση του κατεστημένου είναι αδιαχώριστη από μια νέα οικονομία των σωμάτων και των ηδονών»

Βιβλίο / Μικαέλ Φεσέλ: «Η αμφισβήτηση του κατεστημένου είναι αδιαχώριστη από μια νέα οικονομία σωμάτων και ηδονών»

Μπορούμε, άραγε, ζώντας σε έναν άδικο κόσμο, να απολαμβάνουμε απενοχοποιημένα και δίχως να συναινούμε έστω αθέλητα στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση; Είναι η ηδονοθηρία καθαρά ατομική, και ατομικιστική, υπόθεση ή μπορεί να ενταχθεί οργανικά στις πολιτικές της επιθυμίας και των σωμάτων; Πόσο επίκαιρα είναι σήμερα συνθήματα όπως το «επανάσταση για την καύλα της»; Ιδού πώς το φιλοσοφεί το θέμα ο συγγραφέας του βιβλίου «Κόκκινα Φανάρια – Η ηδονή και η αριστερά» (εκδ. Πόλις).
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ