Ο Μπρους Λι είναι ένα θρυλικό όνομα, ένα μυθικό όνομα. Ελάχιστοι «ήρωες» και «ηρωίδες» του λαϊκού κινηματογράφου, όπως και του ποπ/ροκ τραγουδιού, που είχαν τον τρόπο και τη δύναμη να ταρακουνούν τα πλήθη, θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του.
Δεν είναι θέμα ενός καθαρά οικονομικού brand name (που ακόμη κι έτσι να το δεις, δύσκολα θα βρισκόταν κάποιο άλλο ικανό να σταθεί στο ίδιο ύψος, κι ας αφορούσε τον Τζέιμς Ντιν, τη Μέριλιν Μονρόε, τον Μόρισον, τον Χέντριξ ή την Τζόπλιν), είναι κυρίως η ταύτιση, η έκσταση και η λύτρωση που πρόσφεραν οι ταινίες του στα παιδιά των seventies –εννοώ τις λιγοστές «καράτε» που γύρισε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1973– και βεβαίως η ίδια η προσωπικότητά του, έτσι όπως εκείνη ξεχείλιζε από το φιλμ και κατακυρίευε το πανί.
Φαντάζομαι, δε, πως κάτι από την αλήθεια του, κάτι από την αλήθεια των ταινιών του Μπρους Λι θα πρέπει να κουβαλούν και πλείστα όσα σημερινά games που βασίζονται στην τέχνη και τον χαρακτήρα του και εξακολουθούν να συναρπάζουν, μ’ έναν μοναχικό πια τρόπο, τα παιδιά της εποχής μας.
Ο Μπρους Λι είχε πάντα έναν τρόπο να σε κατακτά. Πάντα τον ίδιο, αλλά και πάντοτε διαφορετικό, καθότι τα επιφωνήματα, τα ξεφωνητά και οι ατάκες των θεατών πήγαιναν ανάλογα με τις απίστευτες σε σύλληψη κινήσεις του που ήταν «άλλες» κάθε φορά, αδύνατον εν πολλοίς να τις αποτυπώσει η κάμερα στην πληρότητά τους.
Γιατί αυτή είναι μια διαφορά που αξίζει να επισημανθεί: η ιεροτελεστία της παρακολούθησης τη δεκαετία του ’70 και νωρίς στα eighties –πριν από τον ερχομό της βιντεοταινίας, δηλαδή, και της απόλαυσης στο σπίτι– μιας ταινίας με τον Μπρους Λι, μαζί με άλλους, σε μια γεμάτη αίθουσα. Συχνά μετά από μια τσόντα (το γνωστό δίδυμο «τσόντα-καράτε») ή ένα καουμπόικο. Η τσόντα ή το καουμπόικο μπορεί να ήταν βαρετά, φυσικά, αλλά μια ταινία με τον Μπρους Λι δεν υπήρχε περίπτωση – και γι’ αυτόν το λόγο έπεφτε, συνήθως, δεύτερη. Μια βαθιά σιωπή και μετά η απόλυτη έκρηξη…
Αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έβλεπα «καράτε» στο σινεμά –έτσι λέγαμε όλες τις ταινίες πολεμικών τεχνών, ασχέτως πολεμικής τέχνης–, εξακολουθώ να θυμάμαι το πανηγύρι που στηνόταν στην αίθουσα ή στο… χωράφι του θερινού, μπροστά στο οποίο ωχριούσε ακόμη κι εκείνο που συνέβαινε με τις ταινίες του Γκουσγκούνη.
Ο Μπρους Λι είχε πάντα έναν τρόπο να σε κατακτά. Πάντα τον ίδιο, αλλά και πάντοτε διαφορετικό, καθότι τα επιφωνήματα, τα ξεφωνητά και οι ατάκες των θεατών (η αίθουσα σε κατάσταση μέθης ή απλώς στα ουράνια!) πήγαιναν ανάλογα με τις απίστευτες σε σύλληψη κινήσεις του που ήταν «άλλες» κάθε φορά, αδύνατον εν πολλοίς να τις αποτυπώσει η κάμερα στην πληρότητά τους.
Δεν είναι ότι ένιωθες σαν να στριφογυρνάς και να εκρήγνυσαι εσύ ο ίδιος (μια σωματική εκτόνωση… αυνανιστικής ανακούφισης), είναι ότι αντιλαμβανόσουν πως εκείνο που έβλεπες δεν ήταν απλώς μια συγκλονιστική χορογραφία, ήταν κι ένας τρόπος επιβίωσης απέναντι στην καθημερινή βία που ασκούσαν πάνω σου, μαζεμένοι και χέρι-χέρι, όλοι οι θεσμοί της κοινωνίας: σχολείο, εκκλησία, στρατός κ.λπ. Και καθώς όλοι σ’ έκοβαν και σ’ έραβαν καταπώς νομίζανε ή γουστάρανε, είχες έναν Μπρους Λι κάθε φορά δίπλα σου, για να τους στέλνει όλους στην κόλαση…
Ο Μπρους Λι μπήκε νωρίς στο σινεμά. Αν και γεννημένος στην Τσάιναταουν του Σαν Φρανσίσκο το 1940, λίγα χρόνια αργότερα θα βρεθεί με την οικογένειά του στο Χονγκ-Κονγκ, όπου και θα αρχίσει να εμφανίζεται από πολύ μικρός σε λαϊκές ταινίες της τοπικής βιομηχανίας. Έτσι, μέχρι τα είκοσί του, το 1959-1960, είχε εμφανιστεί σε ουκ ολίγα τέτοια φιλμ, πριν βρεθεί και πάλι στη Δυτική Ακτή (για σπουδές), στην αρχή στο Σαν Φρανσίσκο και εν συνεχεία στο Σιάτλ.
Εν τω μεταξύ, από παιδί είχε ξεκινήσει την ενασχόλησή του με τις πολεμικές τέχνες, με αποτέλεσμα, ήδη από τα πρώτα χρόνια του ’60, να προβάρει ένα δικό του στυλ που θα τελειοποιούσε στην πορεία, το Jeet Kune Do. Μπορεί ο Λι να είχε ξεκινήσει από το Κουνγκ Φου, στην πράξη όμως δημιούργησε μια πολεμική τέχνη εντελώς δική του, βασισμένη στις δικές του ζεν φιλοσοφικές αντιλήψεις, στοχαστικά δεμένη με τον τύπο του σώματός του.
Ήταν μια τέχνη με πολλά στοιχεία αυθορμητισμού, τα οποία όμως είχαν προέλθει έπειτα από πολύχρονη μελέτη, διάβασμα δηλαδή των φιλοσοφιών της Ανατολής, όπως και εφαρμογή τους πάνω στο δικό του σώμα. Η φιλοσοφία του Jeet Kune Do χοντρικά έμοιαζε να βασίζεται στο τρίπτυχο «απλά, γρήγορα, αποτελεσματικά», κάτι που θα απολαμβάναμε κατά κόρον στις αμίμητες ταινίες του.
Πριν τον (ξανα)ανακαλύψει, για τα καλά πια, ο κινηματογράφος του Χονγκ-Κονγκ, ο Λι είχε ένα πέρασμα από την τηλεοπτική και κινηματογραφική Αμερική (μικροί ρόλοι σε δυο-τρεις ταινίες), χάνοντας την ευκαιρία να γίνει πλατύτερα γνωστός ως πρωταγωνιστής στο τηλεοπτικό «Kung Fu», που ετοιμαζόταν εκεί στις αρχές του ’70 (το είδαμε, εγκαίρως, και στη δική μας τηλεόραση). Οι παραγωγοί δεν είχαν πιστέψει στον Ασιάτη, δίνοντας τον πρώτο ρόλο στον David Carradine. Όμως, ο Μπρους Λι δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη…
Βλέποντας τα ζόρια που τραβούσε στην προσπάθειά του να καθιερωθεί στην Αμερική, ο Μπρους Λι αποφασίζει να επιστρέψει στο Χονγκ-Κονγκ και να συνδεθεί ξανά με την ακμάζουσα κινηματογραφία της πόλης. Δεν επέστρεψε, όμως, ως κομπάρσος αλλά ως… κατακτητής, καθώς με την πρώτη κιόλας ταινία του, το «Big Boss» (ελληνικό τίτλος «Ο μεγάλος αρχηγός, ο αήττητος του καράτε»), τον Οκτώβριο του 1971, λυγίζει τα ταμεία, γυρίζοντας σελίδα σε μια σινε-θεματολογία που τον κατέστησε μεμιάς είδωλο στην πόλη, ιδίως στη φτωχή και αποκλεισμένη από τις ευκαιρίες νεολαία της.
Το γεγονός του απρόσμενου θανάτου του Μπρους Λι οι κινηματογραφικές και εκδοτικές επιχειρήσεις δεν το άφησαν να περάσει έτσι στήνοντας μια καλά οργανωμένη βιομηχανία, με άκρες σε κάθε μεριά του κόσμου, εκμεταλλευόμενη στον απόλυτο βαθμό το ήδη τελειωμένο (με την έννοια της τελειότητας) είδωλο.
Την επιτυχία του «Big Boss» ακολουθεί την επόμενη χρονιά (1972) το «Fist of Fury» που προβλήθηκε και στην Ελλάδα, εννοείται, με τον φοβερό τίτλο… «Οι ματωμένες γροθιές του καράτε». Το στόρι, όπως το διαβάζουμε από το βιβλίο του Δημήτρη Κολιοδήμου «Μπρους Λι» (Αιγόκερως, 1992), έχει ως εξής:
«Η υπόθεση τοποθετείται στη Σαγκάη, το 1938, όπου ο Τσαν Τσεν (Μπρους Λι), ένας εξέχων μαθητής του Κουνγκ Φου, επιστρέφει για την κηδεία του δασκάλου του, που πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Η βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στα μέλη της αντίπαλης ιαπωνικής σχολής Κουνγκ Φου προκαλεί την επέμβαση της Αστυνομίας (που υπηρετεί τους Ιάπωνες κατακτητές) και, για να αποφύγει τη σύλληψη, κρύβεται. Ανακαλύπτει ότι ο δάσκαλός του δολοφονήθηκε από δύο προδότες (όργανα των Ιαπώνων) και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Το τίμημα της απόφασής του αυτής είναι ακριβό: εξοντώνονται όλοι οι μαθητές της κινέζικης σχολής και ο ίδιος παραδίδεται, κατόπιν επίσημης απαίτησης των ιαπωνικών αρχών, στην Αστυνομία, για να “εκτελεστεί” από τον ιαπωνικό στρατό».
Οι απίθανες στυλιζαρισμένες σκηνές μάχης που αποπνέουν ανεπανάληπτη ψυχική και σωματική ισορροπία, με το nunchaku (τα δύο μικρά ραβδιά που ενώνονται με μια μικρή επίσης αλυσίδα)να μετατρέπεται στα χέρια του σε κινηματογραφικό φετίχ, και βεβαίως οι σαφείς νύξεις του ρόλου του Ιάπωνα κατακτητή στην πρόσφατη ιστορία της πόλης μετατρέπουν το «Fist of Fury» σε μια ταινία-σταθμό για τον κινέζικο κινηματογράφο του Χονγκ-Κονγκ.
Η επόμενη ταινία του Μπρους Λι βγαίνει στις αίθουσες στο τέλος του 1972 και έχει τίτλο «The way of the dragon» (ελληνικός τίτλος «Ο κίτρινος πράκτωρ εναντίον της Μαφίας» – χαζή η απόδοση, αλλά πάντα τραβηχτική για το ελληνικό κοινό που γούσταρε τα… πρακτοριλίκια). Πρόκειται για μια ταινία-άλμα για το σινεμά του Χονγκ-Κονγκ, με γυρίσματα στη Ρώμη και με σκηνές πολεμικής τέχνης από τις αρτιότερες που τραβήχτηκαν ποτέ σε φιλμ.
Bruce Lee tribute
Ο Μπρους Λι έχει αυτοματοποιήσει την τεχνική του, κινούμενος σ’ έναν δικό του υπερβατικό κόσμο, μέσα στον οποίο όλα φαίνονται μοιραία. Η σκηνή προς το τέλος, με τη μονομαχία Μπρους Λι - Τσακ Νόρις με φόντο το Κολοσσαίο, είναι, όπως λέμε, για ανθολογία.
Ουσιαστικά, το «Enter Dragon» (ελληνικός τίτλος «Ο κίτρινος πράκτωρ του Χονγκ-Κονγκ») αποτελεί την τελευταία ολοκληρωμένη κινηματογραφική κατάθεση του Μπρους Λι. Η ταινία κυκλοφόρησε στο Χονγκ-Κονγκ την 26η Ιουλίου 1973, ενώ ο μεγάλος πρωταγωνιστής έφυγε απρόσμενα από τη ζωή έξι μέρες νωρίτερα, την 20ή Ιουλίου, μόλις στα 33 του.
Για πολλούς, το «Enter the Dragon», αυτή η συμπαραγωγή της Concord Production (της εταιρείας του Μπρους Λι) και της Warner Bros (σκηνοθεσία ο Robert Clouse) αποτελεί τη σημαντικότερη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο Μπρους Λι και τούτο επειδή ήταν η πιο ολοκληρωμένη, τεχνικά και καλλιτεχνικά. Μπορεί να υστερούσε βεβαίως στο πνευματικό επίπεδο, σε αυθεντικότητα δηλαδή, περιείχε όμως αξέχαστες στιγμές ασιατικής πάλης σπάνιας πλαστικότητας, υψηλές χορογραφίες και τολμηρές σκηνές εντυπωσιακού σωματικού αυτοελέγχου.
Αν εξαιρέσει κανείς το στόρι, που είναι περισσότερο αμερικανικό από ποτέ (κάπως σαν τζεϊμσμποντική καρικατούρα), και μείνει στις σκηνές καθαυτές των μονομαχιών, τότε δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει μ’ εκείνο που γράφτηκε σε μια κριτική. Πως… «ο χορός τους Μπρους Λι κατά τη διάρκεια της πάλης με τους αντιπάλους του ήταν τέτοιας εκπληκτικής ομορφιάς, που θα έκανε κι αυτόν ακόμη τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ να μοιάζει μπροστά του με οδηγό νταλίκας».
Χαρακτηριστικά είναι ακόμη τα λόγια του μέγιστου φολκ τραγουδοποιού Phil Ochs στο καναδικό περιοδικό «Take One» (Vol.4, #3, 5/1974) σ’ ένα πολύ ωραίο κείμενό του που είχε τίτλο «Requiem for a dragon departed». Έγραφε ο πάντα σε κοινωνική εγρήγορση Phil Ochs:
«Δεν πρόκειται για τις ιδιοφυείς συσκευές του Τζέιμς Μποντ που βοηθούσαν στις διασώσεις, ούτε για τις μπουνιές του Τζον Γουέιν, που ογκώδης και πάνοπλος πέταγε τους αντιπάλους του απ’ τα παράθυρα των σαλούν με τα ψεύτικα σαν χαρτί τζάμια – εδώ πρόκειται για την επιστήμη του σώματος στην ανώτατη μορφή της. Και η βία, όσο κι αν ήταν ακραία, ήταν πάντοτε παράξενα εξαγνιστική. Όσο σημαντική ήταν η δράση, άλλο τόσο σημαντικά ήταν το σώμα και το πνεύμα του Μπρους Λι. Οι εκφράσεις του, καθώς ψυχογραφούσε τους αντιπάλους του, ήταν πέραν πάσης περιγραφής. Κάποιες στιγμές έμοιαζε σαν χαμένος σε έκσταση, σχεδόν σεξουαλική, και όταν χτυπούσε, η δύναμη του χτυπήματος συνεχιζόταν από τη σκέψη του. Η όψη της αυτοσυγκέντρωσης και της ικανοποίησής του ήταν ισοπεδωτική…».
Να γυρίσουμε και πάλι, όμως, στο «Enter the Dragon» –μια αλησμόνητη ταινία που είδα για πρώτη φορά παιδί, στα τέλη των seventies, σε θερινό σινεμά, και την αγόρασα πριν από καμιά δεκαριά χρόνια σε DVD stereo digital 5.1 για μεγαλύτερη απόλαυση–, σημειώνοντας την εντυπωσιακή τζαζ με blaxploitation στοιχεία μουσική, πασπαλισμένη με ποικίλα κινέζικα ηχοχρώματα του φημισμένου Αργεντινού συνθέτη και μαέστρου Lalo Schifrin (η οποία ακούγεται απολύτως εναρμονισμένη με το στόρι και τη γενικότερη ατμόσφαιρα). Πρόκειται για έξοχο σάουντρακ, θέλω να πω, που αξίζει να το ανακαλύψουν όσοι δεν το γνωρίζουν.
Το γεγονός του απρόσμενου θανάτου του Μπρους Λι ταρακούνησε τους απανταχού λάτρεις των ταινιών του – κάτι που οι κινηματογραφικές και εκδοτικές επιχειρήσεις δεν άφησαν να περάσει έτσι. Εννοώ πως στήθηκε μια καλά οργανωμένη βιομηχανία, με άκρες σε κάθε μεριά του κόσμου, εκμεταλλευόμενη στον απόλυτο βαθμό το ήδη τελειωμένο (με την έννοια της τελειότητας) είδωλο.
Και δεν αναφέρομαι, σώνει και καλά, στην ταινία «Game of Death», που άφησε ανολοκλήρωτη ο Μπρους Λι, για να την τελειώσει στην πορεία (το 1978) ο Robert Clouse, ο σκηνοθέτης του «Enter the Dragon» (εξάλλου εδώ υπάρχει και η μονομαχία με τον άσο του μπάσκετ Kareem Abdul-Jabbar!), αλλά στα πάμπολλα φιλμ που επιχείρησαν να φουσκώσουν τον θρύλο του μεγάλου πρωταγωνιστή, εμφανίζοντας στο πανί τους διάφορους… κλώνους του.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική ταινία τούτης της ατελείωτης σειράς να είναι αυτή ακριβώς, το «The clones of Bruce Lee» του 1979, στην οποίαν εμφανίζονταν οι… Bruce Le, Bruce Lai και Bruce Lei. Αφήνουμε, δε, κατά μέρος τις ταινίες με τους... Bruce Li, Bruce Lie, Bruce Liang, Brute Lee, Lee Bruce, Bruce K.L. Lea, Bruce Tha, και πάει λέγοντας.
Στην Ελλάδα οι ταινίες και αργότερα οι βιντεοταινίες με τον Μπρους Λι γνώρισαν, εννοείται, μεγάλη εμπορική επιτυχία. Αλλά και εκδοτικά το θέμα δεν πήγε πίσω, καθώς κυκλοφόρησαν πάμπολλες τσάτρα-πάτρα βιογραφίες του, ποικίλα περιοδικά με τ’ όνομά του στο εξώφυλλο και με αναλύσεις, υποτίθεται, της τέχνης και της τεχνικής του στο… καράτε, ενώ και τα κλασικά αγορίστικα έντυπα εκείνων των χρόνων, το «(Δυναμικό) Αγόρι» ή ο «Μπλεκ», συχνά-πυκνά μοίραζαν αφίσες του, αυτοκόλλητα ή σκάρωναν/αναπαρήγαγαν κόμικ ιστορίες του. Στο κέντρο της Αθήνας, και γύρω από την Ομόνοια, θυμάμαι περίπτερα γεμάτα με άπειρο «Μπρους Λι» κρεμασμένο με μανταλάκια… Πάντως, υπήρξαν και σωστές εκδόσεις, όπως, φέρ’ ειπείν, εκείνες του «οξ υ» (Αιχμηρές Σκέψεις, Το Ταό του Κουνγκ Φου, Jeet Kune Do).
Κι ένα τελευταίο, που δείχνει, αν θέλετε, πόσο βαθιά είχε φτάσει η φήμη του Κινεζο-αμερικανού ήρωα στη χώρα μας. Το 1982 ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε κυκλοφορήσει τον δίσκο του «Βαριά Λαϊκά» (EMI/ Columbia). Εκεί υπήρχε ένα απτάλικο ζεϊμπέκικο, διανθισμένο με samples φωνητικών εφέ από ταινίες του Μπρους Λι (!), που είχε τίτλο… «Μπρους Λι». Ο στιχουργός Μιχάλης Φακίνος είχε στήσει την τελευταία μάχη του Θρύλου κόντρα στον Χάρο κάπου στην οδό Αιόλου (μάλλον έξω απ’ το σινεμά Αβέρωφ…), με τον άξιο ερμηνευτή Ηλία Κλωναρίδη να τραγουδάει στεντόρεια:
Ήταν Τρίτη, ημέρα μαύρη, και ο Χάρος τον νικά
Απ’ τα πόδια τονε σέρνει και για τα βουνά τραβά
Κι όλοι εμείς εδώ παρέα μείναμε χωρίς Μπρους Λι
τώρα ποιος θα πολεμάει που είμαστε όλοι μας δειλοί;
Δειλοί, φίλε μου, δειλοί…
Enter The Dragon OST, music Lalo Schifrin
σχόλια