Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Κάτω Τιθορέα της Λοκρίδας (Φθιώτιδα) και πέθανε στην Αθήνα την 26η Ιανουαρίου του 1977. Λίγες μέρες νωρίτερα (12/1) η Finos Film κατέβαζε ρολά, μετά από 34 χρόνια, με την πρώτη προβολή τής τελευταίας ταινίας της Ο Κυρ-Γιώργης Εκπαιδεύεται.
Σ' αυτό το διάστημα ο «πατριάρχης» του ελληνικού σινεμά κατάφερε να ολοκληρώσει 187 ταινίες, δίνοντας οριστική πνοή σ' εκείνο που αποκαλούμε Ελληνικός Κινηματογράφος. Ούτε Νέος, ούτε Παλιός, απλά Ελληνικός – καθότι χωρίς τις ταινίες τού Φίνου δεν θα είχε υπάρξει ούτε ο λεγόμενος «νέος» κινηματογράφος. Πρώτα-πρώτα από την τεχνική πλευρά του, το ανθρώπινο (τεχνικό) δυναμικό του.
Για τη ζωή του Φίνου έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά, παρότι ο ίδιος σπανιότατα μιλούσε δημοσίως για τον εαυτό του και πολύ περισσότερο για τα τεχνικά επιτεύγματά του – για το γεγονός π.χ. πως είχε καταφέρει από το τίποτα, πριν από τον πόλεμο, να φτιάξει μηχανή, που να «γράφει» και να «μιλάει» ελληνικά.
Έτσι, αποτέλεσμα αυτού ήταν να ετοιμάσει την πρώτη ομιλούσα ταινία του κινηματογράφου μας, Το Τραγούδι του Χωρισμού (1939), την οποία σκηνοθέτησε κιόλας. Ήταν η πρώτη και η τελευταία απόπειρά του στο ρόλο αυτό.
Την ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (στα τραγούδια τον ντουμπλάριζε ο φημισμένος τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης), την είδαμε για πρώτη φορά στα τέλη του'95-αρχές '96, στο Παλλάς, με αφορμή τις εκδηλώσεις για τα «Τα πρώτα 100 χρόνια του κινηματογράφου», καθώς έως τότε εθεωρείτο χαμένη.
Κατάλαβα από την αρχή πως τη δουλειά του σκηνοθέτη υπάρχουν άλλοι που την κάνουν καλύτερα από μένα. Γιατί να επιμένω; Και τότε, άλλωστε, περισσότερο με ενδιέφερε η τεχνική επιτυχία του φιλμ, παρά η αισθητική.
Το 1943 είναι η κομβική χρονιά για την Finos Film καθώς προβάλλεται, μέσα στην Κατοχή (29 Μαρτίου) η Φωνή της Καρδιάς σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ιωαννόπουλου και με πρωταγωνιστές τους Αιμίλιο Βεάκη, Δημήτρη Χορν, Καίτη Πάνου, Σμαρούλα Γιούλη, Λάμπρο Κωνσταντάρα κ.ά.
Η μεγάλη, για τα δεδομένα της εποχής, επιτυχία της ταινίας δεν ευοδώθηκε, καθώς ο Φιλοποίμην μαζί με τον πατέρα του Γιάννη συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς. Η κατάληξη; Ο απαγχονισμός του Γιάννη Φίνου, τον Ιούλιο του '44 με την κατηγορία τού «δρώντος κομμουνιστή».
Το 1947 ο Φίνος είναι πλέον παντρεμένος με την (προπολεμική) τραγουδίστρια του ελαφρού Τζέλλα Βανάκου, έχει ήδη γνωρίσει ή γνωρίζει εκείνη την εποχή δύο ανθρώπους με τους οποίους θα εκτοξεύσει το ελληνικό σινεμά, τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Αλέκο Σακελλάριο (Οι Γερμανοί Ξανάρχονται), ξεκινώντας να ολοκληρώνει τις παραγωγές του τη μία μετά την άλλη – με επιτυχία ανομολόγητη κάποιες φορές (όπως εκείνη του Μεθύστακα).
Στα χρόνια του '50 θα έρθουν και άλλες λαϊκές επιτυχίες, τόσο με τον Τζαβέλλα (Σωφεράκι), όσο και με τον Σακελλάριο (οι δύο Λατέρνες, Ο Ηλίας του 16ου, Το Ξύλο Βγήκε Απ' τον Παράδεισο), αλλά και με πιο καινούριους συνεργάτες του, όπως τον Ντίνο Δημόπουλο (Το Αμαξάκι) ή τον Μιχάλη Κακογιάννη (Το Τελευταίο Ψέμα).
Στα '60s το όνομα που σύρει τον χορό τής Finos Film (συχνά με χρώμα, πότε με στερεοφωνικό ήχο ή σινεμασκόπ κ.λπ.) είναι φυσικά εκείνο του Γιάννη Δαλιανίδη (Ο Κατήφορος, Νόμος 4000, Μερικοί το Προτιμούν Κρύο, Η Ψεύτρα, Ίλιγγος, Κάτι να Καίει, Κορίτσια για Φίλημα, Ιστορία μιας Ζωής, Τεντυμπόυ Αγάπη μου, Ραντεβού στον Αέρα και πολλά άλλα), ενώ μεγάλες εμπορικές επιτυχίες καταγράφουν και ταινίες του Αλέκου Σακελλάριου, του Ντίνου Δημόπουλου κ.ά.
Στα τέλη του '60 και τις αρχές του '70, οι κωμωδίες, τα μιούζικαλ και τα δράματα του Δαλιανίδη δίνουν τη θέση τους σε πιο κοινωνικές ταινίες (και με το στοιχείο της περιπέτειας μπροστά). Ο Φίνος έπιανε τα κελεύσματα της εποχής και προσπαθούσε μέσα στο πλαίσιο του εμπορικού, με τη σωστή έννοια, κινηματογράφου να προσφέρει το καλύτερο. Και το κατάφερνε με φιλμ όπως τα Όταν η Πόλις Πεθαίνει, Πανικός, Κατάχρησις Εξουσίας, Θέμα Συνειδήσεωςκ.λπ.
Από την τελευταία περίοδο δράσης τής Finos Film (δικές της παραγωγές ή συμπαραγωγές) ας υπενθυμίσουμε τις ταινίες του Παύλου Τάσσιου Ναι Μεν, Αλλά... (1972), του Ερρίκου Θαλασσινού Ένας Νομοταγής Πολίτης (1974) και Τα Τραγούδια της Φωτιάς (1975) του Νίκου Κούνδουρου.
Η συνέντευξη του Φιλοποίμενα Φίνου που ακολουθεί δόθηκε στην Σούλα Αλεξάνδρου και δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό Επίκαιρα, στο τεύχος 220 (20-26 Οκτωβρίου 1972). Αναδημοσιεύεται, εδώ, ολόκληρη και με τις απολύτως απαραίτητες ορθογραφικές-γραμματικές προσαρμογές και επεξηγήσεις.
— Κύριε Φίνο, μιλήστε μου για εκείνη την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τότε που όλα έδειχναν πως τα πράγματα θα βάδιζαν έναν άλλο δρόμο, ακόμη και στον κινηματογράφο...
Ναι, ήταν μια εποχή έξαρσης και ανασυγκρότησης. Ελπίζαμε πως θα φτιαχτούμε, θα πάμε μπροστά. Διαψευστήκαμε.
— Αν μετρήσουμε τα χρόνια από το '45 έως σήμερα (σ.σ. 1972) έχουμε 27. Σ' αυτό το διάστημα, που δεν είναι ευκαταφρόνητο, ο ελληνικός κινηματογράφος βάδισε το δρόμο που έπρεπε;
Παραπάνω απ' ό,τι έπρεπε. Πέστε μου μια ανάλογη πορεία σε μια άλλη χώρα.
— Μήπως είστε επιεικής; Ο ιταλικός κινηματογράφος δημιούργησε μεταπολεμικά αριστουργήματα, κι ένα κινηματογραφικό κίνημα που ούτε να μιμηθούμε καταφέραμε μέχρι σήμερα...
Ναι, αλλά αναρωτηθήκατε τι ήταν ο ιταλικός κινηματογράφος πριν τον πόλεμο; Και πόση κρατική βοήθεια είχε μετά; Εμείς είμαστε 6-7 εκατομμύρια ρακένδυτοι και πεινασμένοι, χωρίς τεχνική ή πολιτιστική παράδοση. Ας μην έχουμε παράλογες απαιτήσεις. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαμε ήταν αυτά που οι άλλες χώρες είχαν τοποθετήσει σε μουσεία.
Εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης, είμαι τεχνικός. Καλλιτέχνης είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Όσο για μένα, υπηρετώ την τεχνική μέσα από την οποία εκφράζεται η τέχνη. Και φροντίζω να την υπηρετώ όσο μπορώ πιο σωστά.
— Κύριε Φίνο ας προχωρήσουμε από τα μηχανήματα στους ανθρώπους. Το έμψυχο υλικό είναι κυρίως που βαραίνει και κάνει θαύματα...
Κι αυτό ήταν χωρίς παράδοση. Ό,τι ξέραμε το ξέραμε από ένστικτο. Ωστόσο με τον ερασιτεχνισμό δεν κάνεις θαύματα.
— Ποια ήταν όλα αυτά τα χρόνια η επίσημη κυβερνητική πολιτική απέναντι στην έβδομη Τέχνη;
Ανύπαρκτη. Μόνο επί υπουργίας Μάρτη οι αρμόδιοι σταμάτησαν να γελάνε ακούγοντας για ελληνικό κινηματογράφο. (σ.σ. ο Νικόλαος Μάρτης ήταν υπουργός Βιομηχανίας της κυβέρνησης της ΕΡΕ, στο διάστημα 1958-1961– ο κινηματογράφος υπαγόταν τότε στη «βιομηχανία»).
— Περάσαμε ωστόσο από μια περίοδο κάποιας ακμής σε μια άλλη τέλειας παρακμής. Από μια χρονολογία και ύστερα άρχισαν οι συνταγές «κλισέ», η θεματολογική μίμηση. Εξαφανίστηκε ακόμη και η διάθεση για κάποια ποιότητα...
Δεν θα απαντήσω, γιατί θα πρέπει να θίξω συναδέλφους.
— Ας περιοριστούμε τότε στις δικές σας ταινίες. Παλαιότερα είχαν μια μικρή ή μεγάλη σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Ακόμη και τα μελό ήταν πιο κοντινά και πιο ανθρώπινα από τις δήθεν κοινωνικές ταινίες αμερικάνικου τύπου, που στήνουν είδωλα ψεύτικα και ανεδαφικά...
Στην περίοδο που αναφέρεσθε γύριζα μια-δυο ταινίες το χρόνο. Τώρα γυρίζω δώδεκα-δεκατρείς. Μέσα σ' αυτές προσπαθούμε να γυρίσουμε και μια-δυο καλύτερες. Χρειάζεται να τροφοδοτήσουμε τους δύο χιλιάδες πελάτες του κυκλώματος (σ.σ. εννοεί τους αιθουσάρχες). Τα βασικά μας μόνο έξοδα φτάνουν τις 500.000 δραχμές την εβδομάδα. Πώς θα υπάρξουμε αν κάνουμε πειράματα με ταινίες τέχνης και χάνουμε χρήματα; Αυτό είναι δουλειά του κράτους. Ύστερα, αυτά τα σενάρια που δεν άρεσαν σ' εσάς άρεσαν στο κοινό.
— Σύμφωνοι. Οι προτιμήσεις του κοινού είναι φυσικό να παίζουν ρόλο καθοριστικό στην παραγωγή σας. Ωστόσο, στη διαμόρφωση της αισθητικής του κι εσείς παίξατε το ρόλο σας. Έχετε λοιπόν κάποιο μέρος της ευθύνης...
Η ευθύνη ανήκει στο κράτος. Εκείνο θα διαμορφώσει το γούστο και την αισθητική του κοινού, ξεκινώντας από την παιδεία. Πώς λέει «πάρτε εκατομμύρια και φτιάξτε ξενοδοχεία». Ο δικός του ρόλος είναι εκπολιτιστικός. Εγώ είμαι επαγγελματίας. Φροντίζω να μην κάνω καμιά απάτη.
Έχετε την απαίτηση να μιλήσουμε για ποιότητα όταν στην ΥΕΝΕΔ (σ.σ. το στρατιωτικό κανάλι της τότε κρατικής τηλεόρασης) στέλνουν γράμματα και απειλούν πως θα κάνουν παρέλαση με μαύρες σημαίες αν εκτελεστεί η Χριστίνα Ψάχου; (σ.σ. ηρωίδα του σίριαλ «Ο Άγνωστος Πόλεμος», την υποδυόταν η Γκέλυ Μαυροπούλου).
Όταν αυτό είναι το κοινό, κι όταν το κράτος δεν κάνει τίποτα, γιατί θα γίνω εγώ ο «πιονέρος»; Το εμπόριο είναι παντού το ίδιο. Και στις γαλλικές εργατικές συνοικίες αγνοούν τον Γκοντάρ και τον Ρενέ. Μόνο που υπάρχει εκεί μια Σορβόνη, πολιτιστικό επίπεδο ανεβασμένο, αγωνία για την παιδεία.
— Και το μεράκι κύριε Φίνο; Εκείνο που σας έκανε να κατασκευάσετε σχεδόν με τα χέρια το πρώτο σας μηχάνημα; Πέθανε οριστικά, εξαφανίστηκε από τις οικονομικές ευθύνες;
Αυτό αφορά εμένα κι όχι αυτούς που θέλουν να το εκμεταλλευτούν. Σε μια εποχή που ούτε υπήρχε καν σκέψη για ταινίες ποιότητος εγώ γύρισα τη «Νεκρή Πολιτεία» (σ.σ. ταινία του 1951 σε σκηνοθεσία Φρίξου Ηλιάδη). Αν δεν ήταν αριστούργημα εντάξει, όμως μόνο αυτή την πρόταση είχα τότε. Και την πίστεψα. Ήταν μια περίοδος που είχα χρήματα στο συρτάρι μου. Τα 'δωσα και τα 'χασα κι ούτε έβαλα μυαλό. Γύρισα τους «Παράνομους» του Κούνδουρου, μπήκα συμπαραγωγός στο «Ποτάμι», που δεν παίχτηκε ποτέ και συνέχισα με την «Κεφαλή της Μέδουσας» (σ.σ. το γνωστό και ως Vortex), που ήταν αποτυχία.
— Αυτές οι παρενθέσεις είναι η δικαίωσή σας;
Είναι παρενθέσεις ακριβά πληρωμένες.
— Ωστόσο, το οικονομικό θέμα δεν μου φαίνεται να σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αλήθεια, σας αποκαλούν μεγιστάνα. Είστε;
Δεν είμαι, και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει να μαζεύω χρήματα. Ζω άνετα κι αυτό μου φτάνει, δεν έχω απογόνους, κι όσα κερδίζω πάλι στη δουλειά τα τοποθετώ.
— Σαν επιχειρηματία, άλλοι σας θεωρούν επιτυχημένο κι άλλοι αποτυχημένο. Λένε πως δεν τολμήσατε να ξανοιχθείτε στην ξένη αγορά, να απομακρυνθείτε από το κοινό της ελληνικής συνοικίας...
Επιχειρηματίας είμαι, μάλλον αποτυχημένος. Πετυχημένος είμαι μόνο σαν τεχνικός. Όσο για τόλμη ήμουν συμπαραγωγός στην «Ηλέκτρα» (σ.σ. ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη από το 1962). Κέρδισα μάλιστα στο Φεστιβάλ των Καννών το πρώτο βραβείο για την ποιότητα του ήχου, έχοντας συναγωνιστές Αμερικανούς, Άγγλους και Γερμανούς. Απόπειρες έγιναν. Μόνο που για να γίνονται συχνότερα πρέπει να αντέχει ο μπεζαχτάς. Και δεν αντέχει πάντα.
— Κύριε Φίνο, γιατί δεν γυρίσατε το «Λάθος» του Σαμαράκη; Λέτε συχνά πως δεν υπάρχουν σενάρια...
Πιστεύετε πως θα το αφήσουν να γυριστεί, ακόμη και με την ξένη εταιρεία; (σ.σ. εννοεί πως θα λογοκρινόταν) Ύστερα μόνο το «Λάθος»; Χρόνια τώρα σκοντάφτουμε στη λογοκρισία. (σ.σ. το «Λάθος» γυρίστηκε τελικά από τον Peter Fleischmann το 1975). Το 1948 κινδύνευσα να πάω φυλακή γιατί γύρισα μια ταινία όπου γυναίκα Έλληνα αξιωματικού ερωτεύεται Γερμανό. (σ.σ. πρόκειται για την ταινία «Η τελευταία αποστολή» του Νίκου Τσιφόρου).
— Κατηγορείσθε ότι κατασκευάσατε είδωλα, σε μια χώρα όπου το βιοτικό και πολιτιστικό της επίπεδο κάνει αυτούς τους μύθους επικίνδυνους και φυσικά αδόκιμους. Αυτά τα είδωλα, τώρα που ο ελληνικός κινηματογράφος περνά κρίση, στρέφονται εναντίον σας. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της παραγωγής και στο κόστος της και σας προσάπτουν την κατηγορία πως εσείς φταίτε για την καλλιτεχνική πορεία τους. Παράδειγμα η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Νομίζω πως έλεγε κάτι σχετικό σε πρόσφατη συνέντευξή της στο περιοδικό μας. Αλήθεια, άνθρωπος έξυπνος, δεν προείδατε τους κινδύνους; Τι σας ανάγκασε να προχωρήσετε στη δημιουργία ειδώλων;
Θα αρχίσω λέγοντας τι με ανάγκασε. Η ανυπαρξία σεναρίων. Αν έχω ένα γερό σενάριο, δεν έχω ανάγκη από σταρ. Ένα μέτριο σενάριο όμως, που στηρίζεται σ' ένα σταρ θα φέρει χρήματα. Αναγκαίο κακό λοιπόν, μια και δεν γίνεται αλλιώς.
Όσο για τις ευθύνες που καταλογίζουν οι σταρ στους παραγωγούς είναι κωμικό. Γιατί παίρνανε τα χρήματα; Εγώ είμαι έμπορος, αυτό πουλάω. Εκείνοι που είναι καλλιτέχνες ήθελαν τα σπίτια και τα αυτοκίνητα με ξένα κόλλυβα; Κανένας πρωταγωνιστής δεν είναι υποχρεωμένος να γυρίσει σενάριο, που δεν του αρέσει. Και είμαι έτοιμος να δημοσιεύσω το συμβόλαιο, αν υπάρχει κάποιος που να αμφισβητεί τα λόγια μου.
Πρέπει κάποτε να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Ευθύνη δεν έχουμε για τους καθιερωμένους. Άσε που και στους νέους εγώ δεν επέβαλα ποτέ να γυρίσουν ταινία που δεν ήθελαν. Ας μη λένε λοιπόν πως τα πήραμε στο λαιμό μας τα παιδάκια. Ήξεραν τι έκαναν. Και χαίρομαι τον Κούρκουλο, γιατί είναι θαυμάσιο παιδί κι έχει το θάρρος να ομολογεί πως γυρίζει ταινίες, για να κάνει το θέατρο που θέλει.
— Η εταιρεία σας ωστόσο δεν ανανέωσε το έμψυχο υλικό της. Οι ίδιοι άνθρωποι γυρίζουν χρόνια τώρα τις ίδιες ταινίες με τους ίδιους ηθοποιούς...
Προσπαθούμε πάντα. Δεν είναι εύκολο να βρίσκεις ανθρώπους. Άλλους απορροφά η τηλεόραση, το εύκολο ψωμί, με άλλους δεν συμφωνείς. Μπήκα συμπαραγωγός στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου (σ.σ. «Μέρες του '36»), όχι για να του κάνω χάρη, αλλά γιατί την πίστεψα. Και σκέφτηκα σαν έμπορος πως είναι μια ταινία που θα δουλέψει.
— Θα ήθελα να μιλήσουμε για τον θεατή Φίνο. Τον ιδιώτη, όχι τον παραγωγό. Τι ταινίες βλέπει, ποιες προτιμά;
Δύσκολο να απαντήσω. Θα έλθω σε αντίθεση με όσα είπα. Ωστόσο θα προχωρήσω. Κατ' αρχάς βλέπω όλες τις ταινίες επαγγελματικά. Σαν ιδιώτης χαίρομαι τη «Χιροσίμα αγάπη μου», αλλά αρνούμαι το «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» (σ.σ. ταινίες του Αλέν Ρενέ). Απολαμβάνω το «Δράκο» του Κούνδουρου, αλλά δεν μου άρεσε η «Μέδουσα» του ίδιου. Μ' άρεσαν ακόμη και οι «Γυμνοί στο δρόμο» που δεν δούλεψαν (σ.σ. ταινία του '69 σε σκηνοθεσία Δαλιανίδη).
— Χαίρομαι για το θεατή Φίνο. Αλήθεια, πέστε μου, αυτά τα χρόνια τόσοι και τόσοι πέρασαν από κοντά σας. Κάποιους θα αγαπήσατε περισσότερο. Ποιοι ήταν;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Θα γίνω κακός με άλλους. Ο Χορν οπωσδήποτε ήταν ένας θαυμάσιος συνεργάτης, για να πάμε στους παλιότερους. Για τους πιο νέους το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τρέφω μια αδυναμία στη Ζωίτσα (σ.σ. Λάσκαρη). Παρά τα λάθη που μπορεί να κάνει.
— Αυτός ο κόσμος του άγχους και της ψευτιάς που σας περιβάλλει σας άφησε τελείως αλώβητο; Δεν είδα ποτέ να κάνετε κοσμικές εμφανίσεις, να κυκλοφορείτε με «αυλή» ανθρώπων, να εμφανίζεστε, έστω, έξω από το χώρο της εταιρείας σας...
Όλα αυτά δεν βρίσκω να έχουν καμιά σημασία. Δεν με έθελξαν ποτέ.
— Μένει να μιλήσουμε για την εισπρακτική κρίση που σας απειλεί. Για την τηλεόραση που λέγεται πως τη δημιούργησε. Τι θα κάνετε, ποιος είναι ο δρόμος σωτηρίας;
Κατ' αρχάς δεν πιστεύω πως για την κρίση φταίει η τηλεόραση. Κρίση ποιότητας έχουμε. Θα ξαναπώ αυτό που είχα πει πριν από καιρό, και που τόσο παρεξηγήθηκε. Ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται εν πολλοίς κάτω του μηδενός. Πρέπει να γυρίζουμε καλύτερες ταινίες, με θέματα πιο ενδιαφέροντα, με ερμηνείες καλύτερες, πιο καλά σκηνοθετημένες. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε να κατέβει το βιοτικό επίπεδο, για να αφήσει ο κόσμος τα κέντρα, τη βόλτα και τις ταβέρνες και να γυρίσει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ούτε να κλείσει η τηλεόραση. Αλλά να τον τραβήξουμε με ταινίες καλύτερες.
— Και οι σταρ; Τι ρόλο παίζουν εμπορικά αυτή την κρίσιμη ώρα;
Σχετικό. Αυτό που βαραίνει στην ταινία είναι η ιστορία. Ύστερα η σκηνοθεσία και μετά ο ηθοποιός. Βοηθά κι αυτός, όταν βοηθιέται. Μια ταινία καλή, χωρίς εμπορικό όνομα, θα δουλέψει. Μια κακή ταινία, όσο εμπορικός και να είναι ο πρωταγωνιστής, δεν θα δουλέψει. Είναι κάτι απλό και απόλυτα σωστό.
σχόλια