Όποτε βλέπω το Φόβο του Κώστα Μανουσάκη είναι πάντα σαν την πρώτη φορά. Έτσι συμβαίνει με τις μεγάλες ταινίες, τραγούδια, βιβλία κ.λπ. Κάθε φορά ανακαλύπτεις και κάτι καινούριο, κάτι που δεν το είχες προσέξει παλιότερα, και που από μόνο του (αυτό το «κάτι») έχει τη δύναμη να σε μεταφέρει, ξανά, στην προσωπική σου Σάνγκρι Λα.
Νοιώθω, πάντα, κάτι σαν δέος με το που πέφτουν οι τίτλοι αρχής τού Φόβου στην οθόνη (σε όποια οθόνη), ενώ «χάνομαι» στην τελευταία σκηνή τής ταινίας – ένα αληθινά ψυχοτρόπο 8λεπτο ταξίδι, που ορίζεται από μια κάμερα και μια μουσική (ένα εκπληκτικό μοτίβο του Γιάννη Μαρκόπουλου).
Ο Φόβος δεν είναι από τα φιλμ που έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στο χώρο της κουλτούρας, για χρόνια, να το πούμε αυτό, και οι λόγοι ήταν πολλοί. Ο Κώστας Μανουσάκης έκανε ταινίες για παραγωγούς (Κλέαρχος Κονιτσιώτης, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης), χρησιμοποιούσε ηθοποιούς τού λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου (Βουγιουκλάκη, Μπάρκουλης, Φυσσούν, Ναθαναήλ, Φωκάς), ενώ δεν είχε κι εκείνο το σαφές πολιτικό στίγμα που θα... έπρεπε να διαθέτεις ως δημιουργός, ώστε να διαφοροποιείσαι από το παλιό. Παραμύθια...
Ο Μανουσάκης κινηματογραφεί σε άσπρο-μαύρο, εκμεταλλευόμενος την ιδανική φωτογραφία του Νίκου Γαρδέλη, την έξοχη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου και φυσικά το υποκριτικό ταλέντο όλων των ηθοποιών του, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Ανέστη Βλάχο.
Ο Μανουσάκης υπήρξε σκηνοθέτης με αυστηρή προσωπική ματιά, παρ' ότι ο ίδιος δρούσε μέσα στην κοινή διανομή και το εμπορικό κύκλωμα. Και οι τρεις ταινίες που πρόλαβε να γυρίσει (Έρωτας Στους Αμμόλοφους το 1958, Προδοσία το '64, Ο Φόβος το '66) αποδεικνύουν σπάνια (για τα εγχώρια δεδομένα) σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, με αποκορύφωμα το Φόβο, φυσικά, εκεί όπου καταθέτει όλη τη μαεστρία του.
Η ταινία γυρισμένη στους βάλτους της Κωπαΐδας, λογικά το καλοκαίρι-φθινόπωρο του '65 (προβλήθηκε στις αίθουσες στις αρχές του '66), πραγματεύεται ένα κοινωνικό πρόβλημα, ή μάλλον πολλά, ταυτοχρόνως, που σχετίζονταν με τα καταπιεσμένα ήθη μιας ξεκομμένης μεγαλοαγροτικής οικογένειας.
Ποιος κυριαρχεί εκεί; Ένας τσιφλικάς πατέρας-αφέντης, ένας αποτυχημένος βασικά οικογενειάρχης με βαθύ αυταρχικό προφίλ (Αλέξης Δαμιανός), καθώς γύρω του κινούνται μόνο δυστυχισμένα πρόσωπα. Ένας καταπιεσμένος και σεξουαλικά ανώριμος γιος από τον πρώτο γάμο του (ο απίστευτος Ανέστης Βλάχος), η μουγκή θρησκόληπτη ψυχοκόρη, το θύμα τού Ανέστη, που αφού βιαστεί στη συνέχεια θα φονευτεί (Έλλη Φωτίου) και ακόμη η δεύτερη σύζυγος τού τσιφλικά, μια επίσης καταπιεσμένη και αλλοτριωμένη από τη μίζερη ζωή της γυναίκα (Μαίρη Χρονοπούλου), που είναι εντελώς αδύναμη, και αυτή, για να επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων.
Ο Φόβος Trailer
Μέσα σ' αυτή την ερμητικά κλειστή ομάδα, που κινείται μαθηματικά προς τη διάλυσή της, υπάρχει ένα ακόμη πρόσωπο, που έρχεται απ' έξω φέρνοντας μιαν αχτίδα φωτός – ανίκανο όμως και αυτό να διαλύσει το πηχτό σκοτάδι. Είναι η κόρη τού Δαμιανού από το δεύτερο γάμο του (με τη Χρονοπούλου), η Έλενα Ναθαναήλ και είναι βασικά η ελεύθερη σχέση της με το μηχανικό (Σπύρος Φωκάς), που παρεμβάλλεται σαν ένα μικρό φωτεινό ιντερμέντζο πλάι στη γενικότερη φρίκη.
Το σχόλιο τού Μανουσάκη είναι σαφές και προβάλλεται με απόλυτο έλεγχο όλων των εκφραστικών μέσων του. Η υπόσταση (ηθική ή όποια άλλη) της μεγαλοαγροτικής ελληνικής οικογένειας που κυριαρχεί στην ύπαιθρο (οι αναλογίες με τη μεγαλοαστική οικογένεια, που κυριαρχεί στο άστυ, δεν είναι μακρινές) βάλλεται εκ των έσω – από τα ίδια της τα μέλη. Ως κύτταρα της κοινωνίας αυτές οι οικογένειες παραμένουν κλειστές, ανίκανες να επικοινωνήσουν με ό,τι κινείται εκτός τους, με μέλη που δρουν πίσω απ' τις κουρτίνες, πνιγμένα μέσα στις υποδόριες απειλές και τη βία.
Αυτές οι οικογένειες προστατεύονται απ' όλους. Από τα ίδια τους τα μέλη κατ' αρχάς, τουλάχιστον μέχρι να «σπάσει» κάποιο (αν «σπάσει»), από τη γειτονιά και τις τοπικές κοινωνίες, που τα 'χουν κάνει «πλακάκια» για τα μικροσυμφέροντά τους, και βεβαίως από την επίσημη εξουσία, που διατηρεί απέναντί τους μια δουλοπρεπή συμπεριφορά. Πώς, λοιπόν, θα αποδοθεί η δικαιοσύνη, όταν τα πάντα είναι διεφθαρμένα μέχρι το κόκκαλο;
Εδώ επεμβαίνει ο σκηνοθέτης και μ' ένα εντυπωσιακό εύρημα, ακριβώς στο τέλος της ταινίας του, δίνει λύση στο πρόβλημα. Είναι η Φύση εκείνη που θα φέρει τα πράγματα στα ίσια και όχι οι λεγόμενοι θεσμοί, που έχουν σταματήσει προ πολλού να λειτουργούν, όντας βυθισμένοι στη διαφθορά και υπονομευμένοι από την εγγενή αναξιοπιστία τους.
Ο Μανουσάκης κινηματογραφεί σε άσπρο-μαύρο, εκμεταλλευόμενος την ιδανική φωτογραφία του Νίκου Γαρδέλη, την έξοχη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου και φυσικά το υποκριτικό ταλέντο όλων των ηθοποιών του, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Ανέστη Βλάχο.
Ναι, η φωτογραφία του Γαρδέλη είναι εντυπωσιακή, αφού ώρες-ώρες νομίζεις πως βλέπεις κάδρα βγαλμένα από το Ουγκέτσου Μονογκατάρι (του Κέντζι Μιζογκούτσι), ενώ ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, αυτή η λαϊκή αβαντγκάρντια, που αγγίζει το εξώκοσμο στην τελευταία σκηνή, όντας κι αυτή (η μουσική) ζωντανό κομμάτι της σκηνοθεσίας.
Εκείνη την εποχή ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν σφόδρα επηρεασμένος από το μυστικιστικό έργο τού Γιάννη Χρήστου (το έχει πει ο ίδιος παλιά) και όλη η μουσική του στο Φόβο διαθέτει τέτοια υπερβατικά στοιχεία. Η δε τελευταία σκηνή, που είναι για ανθολογία, έχει τη μουσική σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κατά τον τρόπο του Χρήστου στους Πέρσες (Θέατρο Τέχνης), δημιουργώντας θεία έκσταση και άγχος. Ο συνδυασμός, δε, κίνησης και μουσικής, μόνο από τους Κουν και Χρήστου, σ' αυτόν το βαθμό, είχε επιτευχθεί. Ίσως και από τους Κούνδουρο-Χατζιδάκι, στο Δράκο, μια δεκαετία νωρίτερα...
Η ταινία εντυπωσίασε στην εποχή της, καθώς ακόμη και οι πιο δύσκολοι κριτικοί, που θέλουν, συχνά, να βγαίνουν πάνω από τα αριστουργήματα που κρίνουν, είπαν καλά λόγια. Να δύο...
Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος στην Ελευθερία (29/6/1966), στο κείμενό του «Μία ανατομία του Ελληνικού Κινηματογράφου, 1965-1966» :
«Η πιο τολμηρή απομάκρυνση από τα εσκαμμένα και η πιο αξιόλογη καλλιτεχνική επιτυχία (χωρίς να χαθεί πάντως η "επαφή": 300 χιλιάδες εισιτήρια σε Αθήνα-Πειραιά) ήταν ο Φόβος του Κώστα Μανουσάκη. Εδώ, ένα ουσιαστικό και αδρό περιεχόμενο βρήκε την άξια φιλμική έκφρασή του. Είναι σίγουρα ένα φιλμ εθνικό, γιατί κοιτάζει κατάματα τις αρρώστιες και τα προβλήματα της φυλής μας από μέσα και όχι απ' έξω, με γραφικότητα. Με το άλμα αυτό στο παρελθόν, στην ρεαλιστική ηθογραφία του Χατζόπουλου και του Θεοτόκη, αλλά εμπλουτισμένη με σύγχρονα στοιχεία, όπως η ψυχανάλυση, ο Μανουσάκης δένει γερά το θέμα με τη γη, με τις παραδοσιακές δυνάμεις από τη μια, και με την ιστορική στιγμή από την άλλη. Οι εικόνες του δεν παραφράζουν το μύθο, αλλά δημιουργούν μόνες τους τις συγκρούσεις, σημαίνουν το δράμα, εκφράζουν με όλα τα εικαστικά τους στοιχεία.
Τα ελαττώματα, η κονταρομαχία νατουραλισμού και συμβόλου, η κλίση προς το θρίλερ, η υπερβολική δραματική υπογράμμιση, η αισθητική υπερφόρτωση δεν ανατρέπουν το γεγονός πως ο Φόβος είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που στέκει στα πόδια του».
Και ο Αντώνης Μοσχοβάκης από την Αυγή (1/3/1966):
«Ο σκηνοθέτης αναδείχνεται κυρίαρχος των μέσων του, εναλλάσσει μαεστρικά, βίαια, ρωμαλέα τα πλάνα, τις σκηνές, οικοδομεί την ατμόσφαιρα, συνυφαίνει την ψυχολογία με τη δράση. Το ντεκουπάζ είναι επιδέξιο, το μοντάζ εύστοχο, ευλύγιστο, η σκηνοθεσία ευρηματική, εμπνευσμένη. Ίσως θα διαφωνήσει κανείς με τον ωμό νατουραλισμό της (ιδιαίτερα στη σκηνή των ψαριών), αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί τη δημιουργικότητά της. Ο Μανουσάκης κάνει κινηματογράφο. Με την τρίτη αυτή ταινία του, κατατάσσεται δικαιωματικά ανάμεσα στους μετρημένος στα δάχτυλα του ενός χεριού σκηνοθέτες-δημιουργούς του κινηματογράφου μας».
Ο Φόβος επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο 16ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (24 Ιουνίου – 5 Ιουλίου 1966) αφήνοντας άριστες εντυπώσεις (Χρυσή Άρκτος στο Cul-de-sac του Πολάνσκι), ενώ δεν προβλήθηκε σε κανένα από τα Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς η ταινία δεν πρόλαβε την διοργάνωση του '65, ενώ ήταν αργά πια για 'κείνη του '66. Παρά ταύτα η εμπορική πορεία της, τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό υπήρξε εντυπωσιακή.
Η ταινία παίχτηκε σε Ανατολή και Δύση, σε όλη την Ευρώπη (Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Γιουγκοσλαβία...) και ακόμη σε Καναδά, Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, φέρνοντας χρήματα στους παραγωγούς της. Παρά ταύτα ήταν η τελευταία ταινία που θα γυρνούσε ο Κώστας Μανουσάκης!
Μετά από μια τέτοια εμπορική επιτυχία, ένας σκηνοθέτης, μόλις στα 37 χρόνια του, περνάει στην αφάνεια και για σχεδόν 40 χρόνια, μέχρι το θάνατό του, τον Αύγουστο του 2005, ελάχιστοι θα κατορθώσουν να μεταφέρουν νέα του σ' ένα ευρύτερο περιβάλλον. Τι είχε συμβεί;
Σ' ένα Παρασκήνιο αφιερωμένο στη μνήμη του, που είχε μεταδοθεί την 28/12/2005 από την ET1 –βασικά λέμε για την ταινία 'Κώστας Μανουσάκης, Ο Εξόριστος Κινηματογραφιστής' του Ηλία Γιαννακάκη– έμαθα πως ο Μανουσάκης υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, σίγουρα μοναχικός, τον οποίο, οι περί τα κινηματογραφικά ασχολούμενοι, τον απομόνωσαν στην πορεία ακόμη περισσότερο.
Και τις τρεις ταινίες που πρόλαβε να γυρίσει τις γύρισε με πολλά προβλήματα, δημιουργώντας την αίσθηση πως ήταν δύστροπος, βασανιστικός με τους ηθοποιούς, απρόσιτος και άλλα τέτοια, που τον έφεραν, σταδιακά, σε ακόμη μεγαλύτερη κόντρα με τους (υποψήφιους) χρηματοδότες του.
Αν και ο Μανουσάκης προσπάθησε στη Μεταπολίτευση να περάσει κάποια σενάριά του στο Κέντρο Κινηματογράφου σκόνταψε στις τότε κομματικές εμπάθειες, με αποτέλεσμα να κλειστεί ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, απομακρυσμένος από το σινάφι και κυρίως από την τέχνη του, στερώντας έτσι από την ελληνική κινηματογραφία το τάλαντο ενός κορυφαίου της auteur.
Ο Φόβος τού έφαγε το σωθικά; Σίγουρα ναι. Αν σκεφθούμε πως ο ίδιος είχε επενδύσει πολλά σ' εκείνη την παραγωγή, τη βράβευση/αναγνώριση της οποίας τη θεωρούσε εφαλτήριο για τις επόμενες ταινίες του που ποτέ δεν έκανε.