Σήμερα γυρίζονται μουσικές ταινίες με ακαταπόνητους ρυθμούς (όχι μόνο στο εξωτερικό, μα ακόμη και στην Ελλάδα). Όλοι ψάχνουν για ξεχασμένους ή λιγότερο ξεχασμένους «ήρωες» του παρελθόντος (συνήθως), προκειμένου να δημιουργήσουν ένα οπτικό πορτρέτο, φέρνοντας κοντά στους νεότερους θεατές-ακροατές, πρόσωπα που έγραψαν, πριν από δεκαετίες, μια μικρή ή λιγότερο μικρή ιστορία.
Για τον Bob Dylan ή τον David Bowie δεν είναι εύκολο να γίνει ένα φιλμ, που να μπορεί μέσα σε μιάμιση ώρα να πει «τα πάντα», δίχως να προκαλέσει αντιδράσεις (ποιος θα πάρει την ευθύνη;), είναι όμως πιο εύκολο να γίνει κάτι για τον Sixto Rodriguez, τους Δανούς Steppeulvene ή τον Θόδωρο Παπαντίνα, για κάποιον αγνοημένο παραγωγό, ή, τέλος πάντων, για κάποιο «είδος» από την άλλη μεριά του κόσμου. Οι… κίνδυνοι, όσο να ’ναι, είναι σαφώς μικρότεροι.
Και όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, αλλά και πιο παλιά, δεν ήταν εύκολο να γυριστούν μουσικά φιλμ. Και δεν ήταν μόνον οι τεχνικές δυσκολίες (π.χ. να τραβήξεις ταυτοχρόνως ήχο και εικόνα σ’ ένα ανοιχτό live, που να έχει κάποια στάνταρ ποιότητας), ήταν και κάτι που σχετιζόταν με τη μικρή αναγκαιότητα να δείξεις στην οθόνη οτιδήποτε προοριζόταν για ν’ ακούγεται. Εννοώ ότι έπρεπε να έχεις ισχυρό concept, για να προχωρήσεις… και όχι απλώς τον χι ψι άγνωστο μουσικό τού ’30 ή του ’40, του οποίου φιλοδοξούσες να σχεδιάσεις το κινηματογραφικό πορτρέτο.
Η ταινία του Ροβήρου Μανθούλη αποτελεί υπόδειγμα μουσικού ντοκιμαντέρ, και πρόδρομο όσων άλλων (σχετικών) θ' ακολουθούσαν.
Ένας από τους σκηνοθέτες που διακρίθηκαν στα μουσικά φιλμ εκείνα τα χρόνια (τέλη ’60 – αρχές ’70) ήταν και ο Έλληνας Ροβήρος Μανθούλης. Μάλιστα, η πορεία του σ’ αυτόν το χώρο, αν και υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική, δεν έχει πλατιά αναγνωριστεί. Κι αυτό είναι ένα θέμα. Και θα πρέπει κάτι να γίνει…
Ο Ροβήρος Μανθούλης θα είχε μείνει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, έστω κι αν είχε γυρίσει μόνο το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» (1966) – ταινία που προβλήθηκε και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και η οποία είχε σταθεί αφορμή για να τον γνωρίσει ευρύτερα ο ευρωπαϊκός καλλιτεχνικός χώρος.
Το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» βγαίνει σε βιαστική εμπορική προβολή την 19/12/1966, για να ακολουθήσει επιτυχημένη πορεία σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, όπως εκείνα της Ιέρ, του Πέζαρο, του Λοκάρνο, της Μόσχας και της Ουτρέχτης.
Στο φεστιβάλ της Ιέρ (Νότια Γαλλία) η ταινία προβάλλεται την 21/4/1967, την ημέρα του πραξικοπήματος δηλαδή. Μετά την προβολή, δημοσιογράφοι που είχαν πληροφορηθεί εν τω μεταξύ τα γεγονότα της Αθήνας, πολιορκούν τον σκηνοθέτη, ο οποίος καταγγέλλει τη στρατιωτική επέμβαση.
Σε απάντηση, ή όχι, το καθεστώς (που πιθανώς να πληροφορήθηκε, στην πορεία, το γεγονός, αλλά μπορεί και όχι) απαγορεύει την προβολή της ταινίας τον Οκτώβριο του ’67 «καθ’ άπασαν την επικράτειαν, λόγω γενικωτέρας θέσεως». Στην πράξη ανακαλείται η άδεια προβολής, που είχε δοθεί στο τέλος του ’66 (Έλληνες Σκηνοθέτες/ Ροβήρος Μανθούλης/ Πρόσωπο με Πρόσωπο, Εξάντας, Αθήνα 1976).
Με τον σκηνοθέτη να ριζώνει στη Γενεύη και το Παρίσι μπαίνει συν τω χρόνω στα σκαριά μια συνεργασία με τη γαλλική τηλεόραση (θα κρατήσει χρόνια), καρπός της οποίας υπήρξε η πολύ επιτυχημένη σειρά “Α l'affiche du Μonde” (Στην αφίσα του Κόσμου).
Μέσω αυτών των εκπομπών-ντοκιμαντέρ ο Μανθούλης θα έρθει σ’ επαφή με κάθε μουσικό παρακλάδι του τέλους των sixties, υπογράφοντας μια σειρά από μικρού μήκους μουσικές ταινίες για τους –κρατήστε την αναπνοή σας– Johnny Hallyday, Jacques Brel, The Beatles, Tiny Tim, John Mayall, Donovan, Joan Baez, Karen Dalton (η λευκή Billie Holiday), Booker T. & the M.G.'s, Sun Ra, Marion Williams, Joe Dassin, Principal Edwards Magic Theatre (μουσικοθεατρική ομάδα του βρετανικού underground), Flaming Youth (το γκρουπ του Phil Collins πριν τους Genesis), Μίκη Θεοδωράκη, Raimon, Julien Clerc, José Feliciano κ.ά.
Η ταινία
Όμως, εκείνη η ταινία που τον καθιέρωσε στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων (κυρίως) κινηματογραφόφιλων ήταν, βασικά, το “Le Blues Entre les Dents”. Να τι γράφει ο ίδιος ο Μανθούλης στο βιβλίο του «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» [Εξάντας, Αθήνα 2006]:
«Το 1971 αποφασίζεται να ιδρυθεί ένα Τρίτο Κανάλι Γαλλικής Τηλεόρασης (σ.σ.: France 3). Επί δύο χρόνια γυρίζονταν ταινίες για να δημιουργηθεί ένα στοκ. Ανάμεσα σ’ αυτές μας παράγγειλαν μια σειρά από δύο ντοκιμαντέρ για τα μπλουζ. Όλα αυτά τα χρόνια που δούλεψα για τη Γαλλική Τηλεόραση, την κρατική βέβαια –αλλά τότε δεν είχε άλλη– ποτέ δεν μου ζήτησαν σενάριο. Έδινα μόνο τον τίτλο και το θέμα. ‘Θέμα: Μπλουζ’.
Όταν άρχισα να μελετάω από πιο κοντά τα μπλουζ είδα πως σ’ όλη τους την ιστορία εξέφραζαν τον πόνο ενός ολόκληρου λαού και πως αυτός ο πόνος συνέχιζε να υπάρχει, γιατί η κοινωνική θέση των Μαύρων δεν είχε αλλάξει, ούτε η οικονομική τους κατάσταση, ούτε η ψυχολογία τους (…).
Σκέφτηκα, λοιπόν, πως χρειαζόταν να γυριστεί παράλληλα και μια ιστορία, μια μυθοπλασία που να είναι κατευθείαν βγαλμένη από την πραγματικότητα. Έπεισα τον παραγωγό μου να γυρίσουμε και μια πειραματική ταινία για το σινεμά. Έτσι γυρίστηκαν τρεις ταινίες. Οι δύο πρώτες για το Τρίτο Κανάλι είχαν τίτλο ‘Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή’ (En Remontantle Mississippi), ενώ η ταινία για το σινεμά ‘Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια’ (Le Blues Entreles Dents).
Και οι τρεις γυρίστηκαν σε ενάμιση μήνα, τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1972, διασχίζοντας τις ΗΠΑ κατά μήκος και πλάτος.
Πρώτα γυρίστηκε η ‘φιξιόν’ για το σινεμά –που μόνο φιξιόν δεν ήτανε– σε 12 μέρες, στο Χάρλεμ και στο Μπρονξ. Μοντάραμε, βέβαια, πρώτα το ‘Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή’. Όταν το είδαν στην τηλεόραση αποφάσισαν να εγκαινιάσουν το Τρίτο Κανάλι μ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, μια Κυριακή βράδυ, στις 3 Γενάρη του 1973. Δεν είναι πολλές οι ταινίες που έχουν εγκαινιάσει κανάλι. Η ταινία για το σινεμά βγήκε στις αίθουσες τον ίδιο χρόνο, τον Σεπτέμβρη, και έμεινε τρεις μήνες, χάρη στις κριτικές ασφαλώς».
Για την ταινία είχε γράψει μεταξύ άλλων ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο «Λεξικό Ταινιών» Τόμος ΙΙ [Αιγόκερως, Αθήνα 1982]:
«(…) Ο Μανθούλης κατανόησε πλήρως την πολύπλοκη λειτουργικότητα του μπλουζ και το σημαντικότερο βρήκε τη σωστή φόρμα για να οπτικοποιήσει και παραστατικοποιήσει τις εμφανείς και κυρίως τις λανθάνουσες κοινωνικές συνιστώσες αυτής της μουσικής. Για να το επιτύχει χρησιμοποιεί εναλλακτικά, μ’ ένα μοντάζ καίριας αποτελεσματικότητας, δύο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη που δύσκολα συνταιριάζουν: το σινεμά-ντιρέκτ (τον ντοκιμαντερίστικο κινηματογράφο της άμεσης καταγραφής) και τη φιξιόν (την φτιαχτή, τη στημένη ιστορία). (…)
Τα κομμάτια του ντοκιμαντέρ που μοντάρονται εναλλακτικά στη φιξιόν παίζουν ρόλο σχολίου ή χορικού αρχαίας τραγωδίας. Όχι μόνο δίνουν στην ιστορία την αναγκαία κοινωνική της διάσταση, αλλά “τεκμηριώνουν” τη δράση και μειώνουν το στοιχείο του αυθαίρετου, που αναγκαστικά έχει η φιξιόν. Έτσι τα δύο είδη ισορροπούν έξοχα –και σ’ αυτή την εξισορρόπηση αποφασιστικής σημασίας είναι η δουλειά του φωτογράφου της ταινίας Φώτη Μεσθεναίου».
Να θυμίσουμε πως ο Μεσθεναίος (1931-1988) είχε σκηνοθετήσει την τηλεοπτική σειρά «Το Μινόρε της Αυγής» στην ΕΡΤ, το 1983.
Πότε προβλήθηκε για πρώτη φορά το «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» στην Ελλάδα;
Δεν είμαι απολύτως βέβαιος, αν και η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη από την εφημερίδα «Το Βήμα» τής 3/2/1976, όπως αναδημοσιεύεται στο «Λεξικό Ταινιών»,πιθανώς να δείχνει το «πότε».
Προσωπικά, το «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» το είδα για πρώτη φορά τον Φλεβάρη του 1996 (19/2) στο Γαλλικό Ινστιτούτο (μάλλον αργά δηλαδή, παρότι κυνηγούσα την ταινία από τα χρόνια του ’80), στο πλαίσιο του τότε προγράμματος Κινηματογράφος & Πραγματικότητα (Cinéma et Réalité).
Για τη μορφή της ταινίας αναφέραμε τι έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης πιο πάνω, αν και θ’ άξιζε να σημειωθεί, για ακόμη μια φορά, ο επιτυχής συνδυασμός ντοκιμαντέρ και ταινίας με υπόθεση.
Και όντως, ήταν άλλο πράγμα να βλέπεις τον Furry Lewis (1899-1981), έναν σημαντικότατο bluesman που για 30 χρόνια (από το ’29 έως το ’59), ήταν δισκογραφικά χαμένος και εντελώς έξω από τα πράγματα, να χειρίζεται με τέτοια δύναμη και πάθος την κιθάρα του, ή τον Bukka White (1906-1977) να αυτοσχεδιάζει μπροστά στο «μάτι» της μηχανής.
Στην ταινία εμφανίζονταν ακόμη ο Roosevelt Sykes (1906-1983), οι κολλητοί Sonny Terry (1911-1986) και Brownie McGhee (1915-1996), ο B.B. King (1925-2015), οι αχώριστοι, τότε, Buddy Guy και Junior Wells (1934-1998), o Mance Lipscomb (1895-1976) και ακόμη o πολύ τρανός Robert Pete Williams (1914-1980), που αποτελούσε και αποτελεί μια «blues κατηγορία» μόνος του.
Από την άλλη μεριά, η μυθοπλαστική εικόνα της ζωής του νέου μαύρου ζευγαριού (που πήγαζε, λες, μέσα από τα ίδια τα τραγούδια), υπογράμμιζε, με έκδηλο τρόπο, την καθημερινή και βιωμένη σκληρότητα, με όλην εκείνη τη μοιρολατρική αντίληψη που διαπνέει σχεδόν κάθε διάστασή της.
Όπως έγραφε και ο Christian Zimmer στο βιβλίο του «Κινηματογράφος και Πολιτική» [Εξάντας, Αθήνα 1976]:
«Το μπλουζ είναι επίσης μια τέχνη εγκατάλειψης, που προσφέρει στον μαύρο ένα καθαρό αισθητικό ξεπέρασμα των προβλημάτων του και που μ’ αυτόν τον τρόπο του αφαιρεί τον πόθο για ένα πολιτικό ξεπέρασμα.(…) Κι εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος. Ζαλισμένος από το να τραγουδάς τη ζωή σου, καταλήγεις να ξεχνάς ότι ίσως πρέπει να την αλλάξεις».
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως μιας κουβέντας που μπορεί να αναπτυχθεί γύρω από το blues –και θα ξανανάψει αυτή η κουβέντα, καθώς οι Rolling Stones ετοιμάζουν καινούριο blues άλμπουμ, όπως διαβάσαμε–, η ταινία του Ροβήρου Μανθούλη αποτελεί υπόδειγμα μουσικού ντοκιμαντέρ, και πρόδρομο όσων άλλων (σχετικών) θ’ ακολουθούσαν.
Το βιβλίο
Όσον αφορά στο βιβλίο «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» θα έλεγα πως είναι πολύ διαφωτιστικό (και όχι μόνο γύρω από τα θέματα της ταινίας), καθότι αποτελεί τόσο το χρονικό της εξέλιξης των γυρισμάτων, όσο κι έναν κατάλογο με «αλήθειες» ευρύτερης αξίας σχετικές, πάντα, με την αφροαμερικανική μουσική παράδοση.
Για ορισμένες απ’ αυτές, τις λιγότερες, μπορεί, προσωπικώς, να έχω σχηματίσει μιαν άλλη άποψη μέσα στα χρόνια, αλλά σε γενικές γραμμές οι «αλήθειες» του Μανθούλη, που λειτουργούν με την συμπυκνωμένη δύναμη του σλόγκαν, αξίζουν τόσο (θα έλεγα) όσο και οι μαρτυρίες των ανθρώπων.
Πόσω μάλλον, όταν προέρχονται όχι από κάποιον μουσικοκριτικό, με τα όποια αισθητικής ή άλλης φύσεως κολλήματα, αλλά από έναν παρατηρητή της κάμερας, που ναι μεν διάβασε και συλλογίστηκε, αλλά που, ταυτοχρόνως, είδε. Σταχυολογούμε μερικές:
«Η γενιά της αμφισβήτησης άκουγε ποπ και ροκ, οι μικροαστοί φανκ, σόουλ και Τζέιμς Μπράουν»
«Εμείς λέμε ‘τα μπλουζ’. Στα αγγλικά η λέξη είναι στον ενικό»
«Όσο τα μπλουζ ανεβαίνανε στα βόρεια και στις μεγαλουπόλεις χάνανε την αθωότητα της υπαίθρου και ερχόμενα σε επαφή με πιο επαγγελματίες μουσικούς κερδίζανε σε τεχνική και ύφος»
«Τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ δεν μεταφράζονται»
«Η λαϊκή ποίηση απευθύνεται σε κοντινούς ανθρώπους, δεν γράφεται για το ευρύ κοινό»
«Όταν σφίγγουν τα δόντια οι μπλούζμεν αυτολογοκρίνονται»
«Στις αμερικανικές φυλακές οι τρόφιμοι είναι μαύροι κατά 80%»
«Τα μπλουζ έχουν δύο ρίζες. Τα τραγούδια της δουλειάς, τα worksongs και το γκόσπελ, τους θρησκευτικούς ύμνους»
«Η Αμερική έχει ένα καλό: τις δημόσιες σχέσεις»
«Το Ράικερς Άιλαντ ήταν ένα νησάκι στο Ανατολικό Ποτάμι, όχι πολύ μακριά από το Χάρλεμ. Μόνο μια φυλακή είχε. Σκέφθηκα πως θα υπάρχουν μπλούζμεν εκεί, δεν γινόταν να μην υπάρχουν. Πήρα τη φυλακή στο τηλέφωνο και βεβαιώθηκα»
«Τα μπλουζ είναι μοιρολατρικά τραγούδια, δεν έχουν διέξοδο. Ο Μπι Μπι Κινγκ κατάφερνε, όταν ήθελε, να τα γυρίσει σε ποζιτιβίστικη γιορτή»
«Να και δύο μπλούζμεν που είχαν τηλέφωνο» (σ.σ. αναφερόμενος στους SonnyTerry & BrownieMcGhee)
Αξίζει, τέλος, να πούμε λίγα λόγια για τον «Επίλογο» που συμπληρώνει την έκδοση, επειδή κι εκεί διαβάζουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Βασικά, καταγράφονται κάποια ολιγόλογα βιογραφικά, ή μάλλον, καλύτερα, μία απλή εντύπωση για κάποιους bluesmen, οι οποίοι κρίνονται ως σημαντικοί από τον συγγραφέα – από τον Lead Belly και τον Big Bill Broonzy, μέχρι τον Buddy Guy και τον Junior Wells.
Ανάμεσά τους εμφανίζονται και κάποιοι λευκοί, όπως π.χ. η Janis Joplin, αλλά το όνομα εκείνο που, προσωπικώς, με είχε παραξενέψει (όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο) ήταν εκείνο της Karen Dalton (1937-1993).
Μια ξεχωριστή τραγουδίστρια του folk, που ηχογράφησε μόλις δύο LP ενόσω ζούσε (χωρίς ούτε ένα δικό της τραγούδι ανάμεσα – αλλά και τι μ’ αυτό, αφού όλα τα μετέτρεπε σε δικά της!) και η οποία φαίνεται πως είχε ως είδωλό της την Billie Holiday. «Την ανακάλυψα σ’ ένα γύρισμα που έκανα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, στο κλαμπ Gaslight», γράφει ο Μανθούλης. «Όταν μεταδόθηκε το φιλμ από την Γαλλική Τηλεόραση το 1970, έσπασαν τα τηλέφωνα ‘ποια είναι και που είναι’. Ο Σταρκ, μάνατζερ της Μιρέιγ Ματιέ, έσπευσε στη Νέα Υόρκη να την κλείσει, αλλά η Ντάλτον είχε εξαντληθεί τόσο από τις ουσίες που έπαιρνε, ώστε δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει πια».
Η συνύπαρξη της κινηματογραφικής τέχνης με την ίδια την ζωή (ή έστω με την αποτύπωσή της στο φιλμ), δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε ακίνδυνη.
Ο Ροβήρος Μανθούλης, στο 56σέλιδο πρόγραμμα των εκδηλώσεων «Κινηματογράφος & Πραγματικότητα/ Φεβρουάριος ’96», υποστηρίζει πως σ’ αυτή τη σχέση ενεδρεύει συχνά… η δημαγωγία, ή, αντίθετα, η αφομοίωση του έργου από το κέλυφος της πραγματικότητας, ή ακόμα, το χειρότερο απ’ όλα, η ποιητική αφυδάτωση.
Στο «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» η ποίηση μοιάζει κάπως σαν ανεξόφλητος λογαριασμός. Σαν κάτι που έρχεται από πολύ μακριά, αφήνοντας όμως ένα ανεπαίσθητο, αλλά καταγραμμένο ίχνος.
Robert Pete Williams - Old Gal On My Door
Bukka White - Jelly Roll Blues