Σήμερα έγινε γνωστός ο θάνατος του Ανταίου Χρυσοστομίδη, ενός σημαντικού ανθρώπου στον χώρο των εκδόσεων. Μπορείτε να διαβάσετε την είδηση εδώ.
Με την αφορμή αυτή αναδημοσιεύουμε μια παλιότερη συνέντευξή του στη LIFO.
Διάβασα πως αποφασίσατε να ξεκινήσετε να κάνετε την εκπομπή γυρίζοντας από μία εκδρομή στη Δρέσδη.
Ναι, ήμουν με τον φίλο μου τον Γιώργο τον Μπράμο σε ένα ταξίδι στη Γερμανία. Ήταν σύμβουλος προγράμματος στην ΕΡΤ τότε και συζητούσαμε ότι οι εκπομπές βιβλίου συνήθως, έτσι όπως γίνονταν, δεν εκμεταλλεύονταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της τηλεόρασης, την εικόνα, και είχαμε πάντα την αίσθηση ότι απευθύνονταν σε επαΐοντες, σε ανθρώπους, δηλαδή, που διαβάζουν πολύ σοβαρή λογοτεχνία. Εγώ του έλεγα την άποψή μου ότι το βιβλίο πρέπει να το φέρεις στον κόσμο χωρίς να κάνεις εκπτώσεις, δηλαδή να προτείνεις καλά βιβλία και μεγάλους συγγραφείς αλλά με έναν τρόπο που και να εκμεταλλεύεται την εικόνα και να μην απευθύνεται σε ορισμένους διανοούμενους μονάχα, γιατί οι συγγραφείς και η λογοτεχνία δεν απευθύνονται στους λίγους – η λογοτεχνία, ακόμα και η βαριά, η σοβαρή, απευθύνεται σε ένα πλατύτερο κοινό. Αυτός είναι ο λόγος που στο εξωτερικό οι καλοί συγγραφείς πουλάνε, και μάλιστα περισσότερο από εδώ. Δηλαδή, παντού υπάρχουν Μαντάδες και Δημουλίδες, σε όλο τον κόσμο υπάρχουν τέτοιοι συγγραφείς, αλλά η αναλογία δεν είναι αυτή που υπάρχει στην Ελλάδα κι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η καλή λογοτεχνία προτείνεται σε λίγους. Αυτό, λοιπόν, από την αρχή το είχα κουβεντιάσει και με τη Μικέλα τη Χαρτουλάρη και όταν το ποτάμι μπήκε στην κοίτη του είπαμε ότι αυτό θα έχουμε ως λογική γι' αυτό και δεν συζητάμε μόνο για λογοτεχνία μαζί τους.
H λογοτεχνία, ακόμα και η βαριά, η σοβαρή, απευθύνεται σε ένα πλατύτερο κοινό. Αυτός είναι ο λόγος που στο εξωτερικό οι καλοί συγγραφείς πουλάνε, και μάλιστα περισσότερο από εδώ. Δηλαδή, παντού υπάρχουν Μαντάδες και Δημουλίδες, σε όλο τον κόσμο υπάρχουν τέτοιοι συγγραφείς, αλλά η αναλογία δεν είναι αυτή που υπάρχει στην Ελλάδα κι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η καλή λογοτεχνία προτείνεται σε λίγους
Πόσο εύκολο ήταν να σας εμπιστευθούν οι συγγραφείς; Λέτε στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου ότι ξεκινάτε τη διαδικασία για να τους συναντήσετε με ένα e-mail και τελειώνετε με ένα μπουκάλι ούζο για δώρο.
Στην αρχή, για να είμαι ειλικρινής, χρησιμοποίησα όλους τους σπουδαίους, διάσημους φίλους μου, δηλαδή ανθρώπους που τους ήξερα, με ξέρανε, μου είχαν εμπιστοσύνη. Εδώ βοήθησε και η δουλειά μου στον Καστανιώτη, το ότι είμαι τόσα χρόνια υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας. Όταν όμως ξεκινάς με ονόματα όπως ο Άμος Οζ, ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Τζον Μπάνβιλ, ο Αντόνιο Φουέντες και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, όλα είναι πιο εύκολα μετά. Πρώτον, γιατί αυτοί, επειδή είναι και φίλοι, σε βοηθάνε και, δεύτερον, γιατί τα ονόματά τους γίνονται μαγνήτης για τους επόμενους.
Πώς αποφασίσατε να μεταφέρετε τις εκπομπές σε βιβλίο;
Έκανα μερικές απλές σκέψεις. Η πρώτη σκέψη είναι ότι λέγονται πάρα πολύ σοβαρά πράγματα σε αυτές τις συνεντεύξεις και ήθελα να αποτυπωθούν στο χαρτί, να υπάρχει ένα scriptamanent, γιατί όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που λένε αυτοί οι συγγραφείς δεν είναι κάτι που θα το διαβάσεις μια φορά, το κλείνεις και το βάζεις στη βιβλιοθήκη. Αν θέλεις, να μπορείς να επανέρχεσαι ξανά και ξανά. Το δεύτερο ήταν ότι πολλές φορές ηθελημένα κάνουμε παρόμοιες ερωτήσεις, ώστε να μπορεί ο τηλεθεατής και μετέπειτα ο αναγνώστης να κάνει συγκρίσεις, δηλαδή πώς βλέπει ο Τζον Λε Καρέ τη λογοτεχνία και πώς ο Ουμπέρτο Έκο. Αυτό το παιχνίδι μου άρεσε, το παιχνίδι των συγκρίσεων, και έπρεπε να είναι γραπτό, γιατί άλλο είναι να δεις μια εκπομπή που παρακολούθησες πριν από τρεις μήνες και άλλο να έχεις το βιβλίο και να πηδάς απλώς κεφάλαια για να δεις τι είπαν για το ίδιο θέμα δύο συγγραφείς. Τρίτον, υπάρχουν πάντα πράγματα που δεν φαίνονται στον τηλεοπτικό φακό, και επειδή εκείνη την ώρα δεν έχεις αναμμένη την κάμερα αλλά και επειδή τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα λέγονται offcamera. Τέταρτο, και πολύ σημαντικό για μένα, είναι ότι ήθελα να μεταφέρω αυτή την πολύ σημαντική εμπειρία –γιατί ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο έχουν κάνει τόσο πολλές συνεντεύξεις με τόσο σημαντικούς συγγραφείς– στους ανθρώπους που αγαπάνε τη λογοτεχνία, που διαβάζουν, αλλά ταυτόχρονα ήθελα να δώσω και τα προσωπικά μου συναισθήματα, τις εντυπώσεις...
Ο Ευγενίδης, ένα από τα γνωστά στο ελληνικό κοινό ονόματα, εμφανίζεται στο δεύτερο βιβλίο σας. Όπως λέτε, δεν σας άρεσε...
Μου φάνηκε πολύ Αμερικανός, δεν είναι καθόλου Έλληνας – πολύ παραπάνω Έλληνας είναι ο Τζορτζ Πελεκάνος. Δεν ήταν, όμως, αυτό που με ενόχλησε, αλλά το ότι έχει πολύ αμερικάνικες σκέψεις για τη λογοτεχνία. Είναι της άποψης ότι το επάγγελμα του συγγραφέα είναι σαν όλα τα άλλα, για μένα δεν είναι έτσι. Ας πούμε, λέει ότι η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, ως δημόσιο πρόσωπο, έχει το δικαίωμα να λέει στην τηλεόραση την άποψή της για τον πόλεμο του Ιράκ, ενώ ένας συγγραφέας δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αυτά είναι αμερικανιές με τις οποίες δεν πολυσυμφωνώ.
Διαβάζοντας τα βιβλία σας, βλέπω ότι με κάποιους από τους συγγραφείς έχετε αποκτήσει μια πιο προσωπική σχέση. Γράφετε ότι όταν πήρε το Νόμπελ το 2010 ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, νιώσατε ότι το πήρε δικό σας άνθρωπος. Μιλήστε μας για το πώς αισθανθήκατε όταν αρχίσατε να αποκτάτε μια πιο προσωπική σχέση με συγγραφείς που για τους άλλους είναι μακρινοί, φωτεινοί...
Κοίταξε να δεις, όσο πιο καλός και ταλαντούχος είναι ένας συγγραφέας ή ένας καλλιτέχνης, τόσο πιο απλός και πιο προσβάσιμος άνθρωπος είναι. Βεβαίως, προφανώς έχω κι εγώ τη δική τους εκτίμηση. Εννοώ πως είναι κάπως αμοιβαία αυτά τα πράγματα. Ο Λιόσα, ας πούμε, και ο Φουέντες δε μου αρέσανε μόνο ως συγγραφείς αλλά και ως άνθρωποι. Αλλά υπήρχανε και συγγραφείς τους οποίους δεν τους ήξερα προσωπικά, ήξερα μόνο το έργο τους και υπήρξε μια χημεία μεταξύ μας, ένας έρωτας...
Τον Φουέντες τον χαρακτηρίζετε πατριάρχη, σοφό. Λέτε πως ήταν ο οδηγητής που πολλοί θα ήθελαν να είναι και δεν τα κατάφεραν.
Ναι, και είναι κρίμα που πέθανε χωρίς Νόμπελ. Παρότι στο έργο του υπάρχουν ανισότητες, ήταν σπουδαίος άνθρωπος, δηλαδή χαιρόσουν να είσαι μαζί του και να περπατάς. Τον Φουέντες, τον Λιόσα, τον Μπάνβιλ, τον Οζ, τον Γκρόσμαν, τον Ταμπούκι βεβαίως, πάρα πολλούς συγγραφείς από αυτούς που πήρα συνέντευξη, είχα την ευκαιρία να τους δω πολλές φορές στη ζωή μου.
Με τον Ταμπούκι έχετε γράψει κι ένα βιβλίο (Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες, Άγρα 1999).
Ναι, και έχω μεταφράσει γύρω στα δεκαπέντε βιβλία του. Θέλω να πω ότι υπάρχουν και συγγραφείς που δεν τους ήξερα καθόλου και τους ένιωσα σαν αδέλφια μου. Ας πούμε, με τη Χέρτα Μύλερ που είναι ένας δύσκολος, τραυματισμένος άνθρωπος, ένιωσα, την ώρα που μιλούσαμε, ότι μας συνέδεαν πολλά πράγματα...
Έπαιξε ρόλο σε αυτό και η προσωπική, οικογενειακή σας ιστορία, η οποία σας βοήθησε να την προσεγγίσετε... (Σημ.: ο πατέρας του Ανταίου Χρυσοστομίδη, Σοφιανός, εξορίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας)
Ναι, ναι, και η δική της ιστορία. Γι' αυτό, στο ερώτημα αν πρέπει να ξέρεις τη ζωή των άλλων, απαντώ ότι δεν είναι αξίωμα, αλλά, μερικές φορές, γνωρίζοντας κάποια πράγματα απ' τη ζωή τους, μπορείς να ερμηνεύσεις καλύτερα το έργο τους, να βρεις κι άλλα κλειδιά για να το καταλάβεις. Ας πούμε, το ότι η Μύλερ ήταν μια γυναίκα με μπαμπά ναζί, που μεγάλωσε σε γερμανόφωνο μικρό χωριό στη Ρουμανία, που δεν ήξερε ρουμάνικα και όταν τα έμαθε, ανακάλυψε τη δικτατορία του Τσαουσέσκου, το ότι μπήκε στην αντίσταση, ή το ότι μια καλή της φίλη βρέθηκε κρεμασμένη από τη λάμπα του δωματίου της, όλα αυτά σε βοηθάνε ίσως να καταλάβεις καλύτερα το έργο της, που είναι δύσκολο και αρκετά στρυφνό.
Ένας άλλος νομπελίστας, ο οποίος σας δυσκόλεψε ως χαρακτήρας, ήταν, νομίζω, ο Ορχάν Παμούκ.
Ναι, αυτός ο άνθρωπος έχει την αίσθηση ότι πρέπει να γράφει έναν τεράστιο αριθμό λέξεων την ημέρα, άρα κάθε συνέντευξη, οτιδήποτε τον αποσπά απ' αυτό, το βλέπει αρνητικά. Δεν τον ανάγκασε, βέβαια, κανείς να μας συναντήσει, αλλά είχε ένα άγχος να τελειώνουμε, να το βγάλει πέρα όλο αυτό ψυχρά, επαγγελματικά.
Με κάποιους από τους συγγραφείς που συναντήσατε περάσατε χρόνο μαζί και σε προσωπικό επίπεδο. Ας πούμε, διαβάζουμε ότι με τον Ίαν Μακ Γιούαν ήπιατε ένα βράδυ...
Ναι, αυτό το κάνουμε με όλους όσο μπορούμε κι αυτές είναι οι πιο ωραίες στιγμές. Με τον Ουμπέρτο Έκο ζήσαμε δυο ολόκληρες μέρες από το πρωί μέχρι το βράδυ στο σπίτι του. Έκανα μπάνιο στην πισίνα μαζί του, κοιμήθηκα στο γρασίδι του κήπου του την ώρα που εκείνος κοιμόταν στο δωμάτιό του, φάγαμε μακαρονάδες, κοτόπουλα, ήπιαμε ούζα... Αυτά είναι που λύνουν τους ανθρώπους και τελικά σε κάνουν να τους γνωρίσεις. Αυτά δεν βγαίνουν στην τηλεόραση εύκολα, ενώ βγαίνουν στο βιβλίο. Με τον Λεονάρδο Παδούρα ήμαστε μια εβδομάδα στην Κούβα συνέχεια μαζί, με τον Αντρέι Κούρκοφ έχω κάνει την καλύτερη βοτκοποσία στη ζωή μου, σε ένα νησάκι στον Δνείστερο. Ήταν ωραίος και στη συνέντευξη –τώρα είναι και της μόδας οι Ουκρανοί–, αλλά όταν πίναμε μαζί και τρώγαμε τις ρέγκες που τρώνε εκεί, ήταν καταπληκτικός. Συζητήσαμε ακριβώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ουκρανία, γιατί από την απέναντι πλευρά του ποταμού υπήρχε μια ρώσικη εκκλησία.
Με κάποιους από τους συγγραφείς έχετε βρεθεί στην Ελλάδα, οι οποίοι μάλιστα την αγαπάνε. Για παράδειγμα, ο Τζον Λε Καρέ που δεν έδινε συνεντεύξεις, σας έδωσε επειδή είστε Έλληνας και επειδή έμαθε ότι ο πατέρας σας ήταν Αριστερός.
Ναι, σχεδόν όλοι αγαπάνε την Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς και επειδή έκαναν ελληνικά στο γυμνάσιο, κλασικές σπουδές. Υπάρχουν ορισμένοι που έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη χώρα. Ο Γκράχαμ Σουίφτ είχε ζήσει στην Ελλάδα κάποια χρόνια, μάλιστα δίδασκε σε φροντιστήριο αγγλικά! Εδώ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο Σεμπάστιαν Μπάρυ έρχεται πολύ συχνά, όπως και ο Νταβίντ Γκρόσμαν και ο Αβραάμ Γεοσούα.
Υπήρχε μια δυσκολία να συναντήσετε τον Τόμας Τράνστρεμερ που πήρε το Νόμπελ το 2011, με τον οποίο κλείνετε τον δεύτερο τόμο. Πόσο εύκολο ήταν να καταφέρετε να μιλήσετε μαζί του;
Δεν ήταν τόσο δύσκολο να κανονίσω ραντεβού, δύσκολη ήταν η επικοινωνία γιατί ο άνθρωπος έχει πάθει εγκεφαλικό και δεν μιλάει, δεν καταλαβαίνεις τι λέει. Είναι η γυναίκα του δίπλα, η οποία καταλαβαίνει και σου μεταφράζει, αλλά αυτός παρακολουθεί πολύ καλά. Αν η γυναίκα του πει κάτι που δεν τον εκφράζει, τη σταματάει και της το ξαναλέει. Βεβαίως, δεν ήταν μια συνέντευξη μεγάλη σε διάρκεια γιατί κουράζεται –η δεξιά του πλευρά είναι παράλυτη–, αλλά ήταν από τις πιο συγκινητικές: μας έπαιξε πιάνο με το αριστερό χέρι και, γενικά, ήταν ένα μάθημα που σου έδινε κουράγιο για τη ζωή. Παρά την κατάστασή του, επέμενε και ταξίδευε. Έδωσε μερικές συνεντεύξεις μετά το Νόμπελ και μετά από τη δική μας είπε ότι θα σταματούσε.
Μια δυσκολία άλλου τύπου είχε και η Χέρτα Μύλερ με τα φώτα...
Ναι, η Χέρτα Μύλερ είναι κλειστή σαν στρείδι, το οποίο κατάφερα να ανοίξω. Εγώ θεωρώ ότι καλός δημοσιογράφος δεν είναι αυτός που βγάζει λαγούς απ' τη συνέντευξη, λαβράκια, αλλά αυτός που δημιουργεί μια καλή ατμόσφαιρα, ώστε ο άλλος να μιλήσει ελεύθερα. Δεν πας να βγάλεις κουτσομπολίστικη είδηση, τουλάχιστον εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει να δώσω στον αναγνώστη, στον τηλεθεατή το πορτρέτο του ανθρώπου από τον οποίο παίρνω συνέντευξη με όσο το δυνατό μεγαλύτερη σαφήνεια. Βεβαίως, πάντα υπάρχει η κάμερα, πάντα υπάρχει ο προβολέας, αλλά τη Μύλερ, ας πούμε, που ήταν πάρα πολύ φοβισμένη στις συνεντεύξεις –ήταν η πρώτη της τηλεοπτική συνέντευξη, δεν δίνει ποτέ, γιατί της θυμίζει την ασφάλεια, την ανάκριση επί Τσαουσέσκου– τελικά την έπεισα. Τρεισήμισι χρόνια την κυνηγούσα...
Μιλήσατε και με κάποιους από τους πιο δημοφιλείς στο ελληνικό κοινό συγγραφείς, όπως είναι ο Ίρβιν Γιάλομ, ο Τζόναθαν Κόου. Τι εντυπώσεις αποκομίσατε από αυτές τις συναντήσεις;
Ο Γιάλομ είναι ένας συμπαθέστατος κύριος, εξαιρετικά προσηνής, χωρίς τίποτα το διδακτικό πάνω του, παρότι, όπως κι ο ίδιος είπε στη συνέντευξη, γράφει τα μυθιστορήματα για να εκλαϊκεύσει τις ψυχαναλυτικές του θεωρίες. Μου έκανε πολύ καλή εντύπωση, τον είδαμε σχετικά λίγο, στο σπίτι του – είναι και μεγάλος σε ηλικία πια. Με τον Κόου ήμασταν δυο μέρες μαζί, τη μία στο σπίτι του και την άλλη στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Μπέρμιγχαμ, στο οποίο εξελίσσονται όλα τα βιβλία του. Πήγαμε, είδαμε το σπίτι των γονιών του, τους γονείς του. Είναι ένας πολύ συμπαθής και έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος.
Από τους συγγραφείς που έχετε γνωρίσει, κάποιους από τους οποίους έχετε μεταφράσει κιόλας, αν θα θέλατε να συστήσετε έναν στο ελληνικό κοινό, που δεν του είναι αρκετά γνωστός, ποιον θα διαλέγατε;
Ωχ! Να σας δώσω δύο και τρεις... Δύσκολο, γιατί όλοι αυτοί είναι... Ας πούμε ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας είναι ένας άνθρωπος που, ενώ έχουν βγει πολλά βιβλία του στην Ελλάδα, δεν είναι τόσο γνωστός όσο θα έπρεπε. Η Άννυ Πρου, επίσης, είναι μια συγγραφέας που μου αρέσει πάρα πολύ και που είναι από τους συγγραφείς που έχουν την ικανότητα να δίνουν ψυχολογικά, ανθρώπινα πορτρέτα φοβερής οξυδέρκειας και γράφουν και πολύ ωραία.
Ο Χάρι Μούλις;
Τον Μούλις τον αγαπούσα πολύ, ήταν από τους φίλους μου. Είχε τη φήμη ενός πολύ στριμμένου ανθρώπου, με εμένα όμως ήταν πάντα γλυκύτατος. Βρεθήκαμε πάρα πολλές φορές, βρισκόμαστε σχεδόν κάθε χρόνο στην έκθεση της Φρανκφούρτης. Αυτός, πράγματι, ήταν από τις περιπτώσεις που έπρεπε να πάρει το Νόμπελ και δεν το πήρε. Το αριστούργημά του είναι η Ανακάλυψη του Ουρανού (Καστανιώτης 2001).
Διαβάζετε τα βιβλία ενός συγγραφέα πριν τον συναντήσετε, έτσι δεν είναι;
Ναι, το καλό είναι πως, ενώ το έχω κάνει επάγγελμα, εξακολουθώ να διαβάζω ως αναγνώστης, δεν μπορώ να διαβάσω διαγωνίως. Αν δε με ενδιαφέρει κάτι το παρατάω, αλλά έτσι και μ' ενδιαφέρει, το διαβάζω μέχρι τέλους.
Τους συγγραφείς τους επιλέγετε με κριτήριο τι ενδιαφέρει εσάς;
Στην αρχή ναι, τώρα πλέον είναι και πολλοί, είναι ογδόντα συγγραφείς. Θέλω να έχουν ένα ενδιαφέρον. Βεβαίως, δεν θέλω σώνει και καλά να είναι σοβαροί, αλλά να μπορώ να συζητήσω κάτι ενδιαφέρον μαζί τους, γιατί συζητάμε τα πάντα. Με τον Αμίν Μααλούφ συζητήσαμε πολύ τη διάσταση Ανατολής-Δύσης, με τον Άλαν Χόλινγκχερστ συζητούσαμε για τη σεξουαλική απελευθέρωση, με την Μάργκαρετ Άτγουντ για το θέμα της γυναίκας στη λογοτεχνία, με τη Ναντίν Γκόρντιμερ για τον ρατσισμό.
Η ΕΡΤ έκλεισε, η εκπομπή σταμάτησε ξαφνικά. Τι πρόκειται να γίνει, θα υπάρξει κάποια συνέχεια;
Ξέρω ότι αυτό τον καιρό ετοιμάζουν τη ΝΕΡΙΤ και μαζί κάποια προγράμματα. Δεν έχω κάποια επίσημη ενημέρωση, εμείς πάντως έχουμε κάνει την αίτησή μας κι ελπίζω να είναι θετική η απάντηση. Αυτό που με εξέπληξε είναι ότι αυτή η εκπομπή, η οποία σιγά-σιγά κέρδισε το κοινό της, τα κατάφερε, δεν απευθύνεται σε σούπερ διανοούμενους αλλά και σε απλούς ανθρώπους. Εμένα με σταματάνε στον δρόμο λες και είμαι ηθοποιός και μου λένε διάφορα, πόσο χαίρονται και τα λοιπά. Δεν ξέρω αν οι υπεύθυνοι το γνωρίζουν αυτό και πόσο μπορούν να το αντιληφθούν, αλλά νομίζω πως σίγουρα είναι μια εκπομπή που αρέσει. Άλλωστε, ο ρόλος της κρατικής τηλεόρασης είναι να κάνει και πράγματα που δεν θα κάνουν οι ιδιωτικοί σταθμοί. Οι ιδιωτικοί σταθμοί στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τώρα, την περίοδο της κρίσης, είναι χαμηλότατου επιπέδου, δυστυχώς.
Το αρχείο της εκπομπής αυτήν τη στιγμή πού βρίσκεται;
Στην ΕΡΤ. Όσο λειτουργούσε η ΕΡΤ υπήρχαν κάποιες εκπομπές στο Διαδίκτυο, τώρα όχι πια. Υπάρχουν τα βιβλία μόνο, τα οποία, εντάξει, δίνουν την εικόνα, δίνουν ένα μεγάλο μέρος από τις συνεντεύξεις...
Θα μπορούσατε να προτείνετε στους αναγνώστες της LifO κάποια από τα αγαπημένα σας βιβλία, από αυτά που έχετε διαβάσει με αφορμή την εκπομπή;
Θα έλεγα του Λεονάρδο Παδούρα, το Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (Καστανιώτης 2013), θα πρότεινα, ειδικά για νέους, μοντέρνους ανθρώπους, το F του Ντάνιελ Κέλμαν (Καστανιώτης 2013), ένα πανέξυπνο, ευφυές βιβλίο, και τη Γιορτή του Τράγου του Λιόσα (Καστανιώτης 2002). Επίσης, θα πρότεινα το τελευταίο βιβλίο του Άμος Οζ που λέγεται Εικόνες από τη ζωή στο χωριό (Καστανιώτης 2013). Πρόκειται για υπερρεαλιστικά διηγήματα που εμένα μου άρεσαν πολύ.
σχόλια