Η Αθήνα του '20 δεν έμοιαζε με την παριζιάνικη Μπελ Επόκ

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Κι αν σήμερα η πλοκή φαίνεται αφελής και αθώα το όφελος είναι ότι σκιαγραφεί μοναδικά την Αθήνα του ’20. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis
0

Η τρίπρακτη οπερέτα Οι Απάχηδες των Αθηνών του Νίκου Χατζηαποστόλου, σε λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του μουσικού θεάτρου του Μεσοπολέμου. Όταν πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1921 από το θίασο του Φώτη Σαμαρτζή, ήταν τέτοια η επιτυχία της που επαναλήφθηκε για τις επόμενες τέσσερις σεζόν, ξεπερνώντας τις 600 παραστάσεις και κόβοντας περισσότερα από 400 χιλιάδες εισιτήρια – σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας εκείνη την εποχή ήταν μικρότερος των 300 χιλιάδων κατοίκων.

Το 1930, κι ενώ κυριαρχούσε ακόμα ο βωβός κινηματογράφος, μεταφέρθηκε από τον Δημήτρη Γαζιάδη και την DAG Film Co στη μεγάλη οθόνη ως η πρώτη «άδουσα και ηχητική» ελληνική ταινία, ενώ η μουσική ακουγόταν μέσω γραμμοφώνου. Πρωταγωνιστές ήταν θρυλικές μορφές της ελληνικής οπερέτας, όπως ο Πέτρος Κυριακός, η Μαίρη Σαγιάνου και ο Πέτρος Επιτροπάκης. Τέτοια ήταν η δημοφιλία του έργου που 20 χρόνια αργότερα, το 1950, γυρίστηκε εκ νέου –και πλέον με ήχο– από τον Ηλία Παρασκευά, με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα, Άννα Καλουτά, Ντίνο Ηλιόπουλο, Μίμη Φωτόπουλο και Αιμίλιο Βεάκη. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ωστόσο ανέβασε την παράσταση για πρώτη φορά το 1985. 

Δεν είναι μόνο η νοσταλγία για μια ειδυλλιακή Αθήνα και το ρομάντζο μεταξύ ενός φτωχού αλητάκου και μιας πλούσιας θυγατέρας – αν και τελικά κερδίζει ο έρωτας, που είναι με το πλευρό ενός τρίτου προσώπου, ενός άδολου και αγνού φτωχοκόριτσου. Είναι, πάνω απ’ όλα, τα δημοφιλή τραγούδια, μερικά από τα ωραιότερα της αθηναϊκής οπερέτας, που πάντα κερδίζουν το μεγάλο κοινό, όπως στην περίπτωση των Απάχηδων, τα: Ο αγωγιάτης, Θα το πιεις ένα ποτήρι, Μόνο με σένα, Ρετσίνα μου, Στόμα με στόμα, Τι έμορφο χεράκι, Τι μάτια, Η μοδιστρούλα, Σαν όνειρο μαγευτικό. Το τελευταίο μάλιστα το έχουν συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό τους η Μοσχολιού, η Γαλάνη και ο Μακεδόνας. 

Σε μια Αθήνα που μόλις γεννιέται παρακολουθούμε μια ρομαντική ιστορία μεταξύ ενός απάχη, κάποιου που δεν έχει στον ήλιο μοίρα παρόλο που του έχουν δώσει το παρατσούκλι Πρίγκιπας, που ερωτεύεται μια πολύ πλούσια κοπέλα την Βέρα που είναι κόρη του Παραλή, ενός νεόπλουτου που καμώνεται τον τρόπο ενός αριστοκράτη.

Κι αν σήμερα η πλοκή φαίνεται αφελής και αθώα, είναι σημαντικό ότι σκιαγραφεί μοναδικά την Αθήνα του ’20, είτε πρόκειται για τις λαϊκές γειτονιές με τις αλάνες και τα περβόλια, είτε τους μεγαλοαστούς που ζουν σε μια κατά φαντασίαν ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και χαριεντίζονται βαυκαλιζόμενοι ότι ζουν μια βιενέζικη ή παριζιάνικη Μπελ Επόκ. Και, καθώς δεν πρόκειται για δράμα αλλά για μια απολαυστική ηθογραφία, χαρακτηρίζεται από τις κωμικές ερωτικές περιπέτειες ενός «απάχη», δηλαδή ενός αλήτη των πόλεων.

Το Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια / Μαρία Κάλλας ανεβάζει λοιπόν τους Απάχηδες των Αθηνών σε μια νέα εκδοχή, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου, καινοτομώντας ποικιλοτρόπως.  

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Ο εικαστικός, ηθοποιός και τραγουδιστής Άγγελος Παπαδημητρίου ερμηνεύει τον Παραλή, τον νεόπλουτο πατέρα της Βέρας. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Ο Μαυρογεωργίου προέρχεται από το θέατρο και είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με το είδος της οπερέτας. Εδώ και μήνες έχει εντρυφήσει σε αυτήν, έχοντας βέβαια συμμάχους εξαιρετικούς και έμπειρους συνεργάτες.

Συναντηθήκαμε εν μέσω προβών, λίγο πριν την πρεμιέρα του έργου, και μας είπε: «Οι Απάχηδες των Αθηνών είναι ένα αυθεντικό ελληνικό έργο που αναφέρεται σε μια άλλη εποχή της Αθήνας. Διαβάζοντάς το ανακάλυψα αρκετές αρετές, όπως τη θεματική του. Συνειδητοποιεί κανείς ότι, παρόλο που είναι κάπως παλιό –με την έννοια ότι και η εποχή και οι σχέσεις και οι τρόποι και οι αντιλήψεις δεν απηχούν το σήμερα–, το θέμα του είναι αρκετά σύγχρονο. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων μπορούν να μεταφερθούν στον παρόντα χρόνο, χωρίς να αλλάξουμε εποχή και να πούμε ότι συμβαίνει σήμερα. Μπορεί να διασκευαστεί το κείμενο και να έρθει πιο κοντά στη δική μας γλώσσα, και κατά κάποιο τρόπο να ξαναζωντανέψουν οι καταστάσεις και η ιστορία του. Γιατί το βασικό του θέμα είναι η πάλη των τάξεων, τεράστιο θέμα μέχρι και σήμερα. Αυτό που λέμε “λαός και Κολωνάκι” εμφανίζεται μέσα στο έργο με ένα πολύ κωμικό τρόπο.

Η Αθήνα δεν είναι ακόμα πόλη την εποχή του έργου, γι’ αυτό έχουμε επιλέξει με το σκηνογράφο Γιώργο Γαβαλά να είναι έντονη η παρουσία του χώματος στο σκηνικό, καθώς πρόκειται για μια πόλη που χτίζεται‧ είναι γεμάτη αμπέλια, αλάνες, δάση, και κάπου κάπου εμφανίζονται μερικά κτίρια και οι πρώτες πολυκατοικίες. Σε μια Αθήνα που γεννιέται, παρακολουθούμε μια ρομαντική ιστορία μεταξύ ενός απάχη, κάποιου που δεν έχει στον ήλιο μοίρα παρόλο που του έχουν δώσει το παρατσούκλι Πρίγκιπας, ο οποίος ερωτεύεται μια πολύ πλούσια κοπέλα, τη Βέρα, κόρη του Παραλή – ενός νεόπλουτου που καμώνεται τον τρόπο ενός αριστοκράτη. Δημιουργούνται δύο κόσμοι στο έργο, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, που και οι δύο καμώνονται κάτι που δεν είναι. Οι μεν τους Ευρωπαίους, οι δε τα κουτσαβάκια και τους απάχηδες. Και οι δύο τάξεις έχουν τους δικούς τους κανόνες, και στις δύο πρέπει να επιβιώσεις. Υπάρχουν βέβαια και οι διαβαθμίσεις, οι αρχηγοί, οι υπαρχηγοί, τα τσιράκια. Τα πρόσωπα όμως που ερωτεύονται, έρχονται πιο κοντά στον αληθινό τους εαυτό.

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Ο Πρίγκιπας, έχει το χάρισμα να είναι όμορφος και η ομορφιά δίνει αξία σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Ο Πρίγκιπας έχει το χάρισμα της ομορφιάς – και η ομορφιά δίνει αξία σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη. Αν κάποιος την έχει, μπορεί να αλλάξει και κοινωνική τάξη. Τον ζηλεύουν οι φίλοι του και όλα τα κορίτσια της γειτονιάς είναι ερωτευμένα μαζί του. Εκείνος όμως ερωτεύεται τη Βέρα, κι αυτή εκείνον, και βγαίνουν και οι δυό τους από τα στερεότυπα της κοινωνικής τους θέσης, γίνονται πιο πραγματικοί. Ακολουθεί μια φάρσα, στην οποία ο Πρίγκιπας παρουσιάζεται σε ένα πάρτι όπου υποκρίνεται ότι είναι Κόντες –όπως και οι φίλοι του, που επίσης παριστάνουν τους πλούσιους–, και συμβαίνουν διάφορα αστεία γεγονότα. Αυτή η σκηνή συνομιλεί πολύ με την εποχή μας, πιστεύω, γιατί σήμερα μπορεί να παρτάρουμε όλοι μαζί χωρίς να ξέρουμε τι είναι ο καθένας μας, αλλά την επόμενη μέρα ο κάθε κατεργάρης πηγαίνει στον πάγκο του. Ζούμε μια εποχή που κάποιες στιγμές καταλύονται οι τάξεις και άλλες στιγμές θυμόμαστε πού πραγματικά ανήκουμε. 

Αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε απόλυτα νατουραλιστικό τρόπο απεικόνισης του έργου, αλλά περισσότερο μια κατεύθυνση αναπαράστασης, όπως ένας σύγχρονος πίνακας. Θεωρώ ότι η σημαντικότερη σύνδεση και αναγωγή στο σήμερα είναι η έννοια της αναζήτησης της ταυτότητας των προσώπων. Στη διασκευή που κάναμε με την Τζούλια Διαμαντοπούλου, προσπαθήσαμε να αφαιρέσουμε οποιαδήποτε φαλλοκρατικά στοιχεία είχε, καθώς δεν αποτελούν κεντρικό θέμα, εμφανίζουν ωστόσο τις κακοποιητικές συμπεριφορές ως απλές αντρικές συνήθειες. Δεν είναι ότι προσπάθησα να εκσυγχρονίσω την οπερέτα για να την καταστήσω οικεία στο νεότερο κοινό, προσπάθησα να είναι οικεία σε μένα. Δουλεύοντας πάνω στο κείμενο και σκηνοθετώντας το, θέλησα να βρω πατήματα και σύνδεση μαζί του, ώστε κατ’ επέκταση να βρει τις ανάλογες συνδέσεις και ο θεατής οποιασδήποτε ηλικίας. Τώρα, αν το αποτέλεσμα θα αφορά τους νεότερους ανθρώπους, ή αν οι μεγαλύτεροι θα συνδεθούν με το έργο με τον τρόπο που συνδέομαι εγώ, αυτό δεν το ξέρω. Πάντως το έργο περισσότερο μου προξένησε περισσότερο σεβασμό παρά διάθεση ανατροπής».

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Το Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια / Μαρία Κάλλας ανεβάζει τους «Απάχηδες των Αθηνών» σε μια νέα εκδοχή σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου καινοτομώντας ποικιλοτρόπως. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Ο Κορνήλιος Μηχαηλίδης, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε τη θητεία του ως  φιλοξενούμενος αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ισλανδίας, και βρίσκεται στην Αθήνα για να διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, λέει σχετικά με τη νέα αυτή προσέγγιση της οπερέτας του Χατζηαποστόλου: «Η συγκεκριμένη παραγωγή έχει ενδιαφέρον γιατί είναι πάντρεμα του θεάτρου με τη μουσική, λόγω του Βασίλη, και υπάρχουν ηθοποιοί που τραγουδάνε – κάτι που μόνο στην οπερέτα μπορεί να συμβεί.  Ταυτόχρονα η πρόζα έχει επικαιροποιηθεί, είναι μια διασκευή, καθώς έχει προσαρμοστεί στη σημερινή αισθητική και το χιούμορ. Επίσης, φτιάξαμε μουσικά μια βερσιόν που να ταιριάζει πιο πολύ στο Ολύμπια, με μια λογική συμφωνικής μουσικής, σαν οπερατικό έργο. Ο Αχιλλέας Γουάστωρ έκανε μια νέα ενορχήστωση όπου χρησιμοποιούνται μεγάλες ορχηστρικές δυνάμεις αλλά σε πιο ελαφριά εκδοχή. Η πιο γνωστή εκδοχή των Απάχηδων είναι του Τενίδη που παιζόταν πολλά χρόνια και η οποία είναι αρκετά βαριά ενορχηστρωμένη. Αυτό που φτιάξαμε εμείς, ώστε να έχει ένα ενδιαφέρον, δεν απαιτεί μικρόφωνα για τους τραγουδιστές. Ακόμα και για όσους γνωρίζουν το έργο, το άκουσμα θα είναι κάτι καινούριο. Έχουμε προσθέσει πολλά τραγούδια από άλλες οπερέτες του Χατζηαποστόλου, έχουν θεματική και δραματουργική συγγένεια, οπότε γι’ αυτό και μόνο η παράσταση αυτή θα είναι σαν μια δική του εκδοχή του έργου. Πάντως, στο αυθεντικό έργο ακούει κανείς καλαματιανό, τσάμικο, αμανέδες, ρυθμούς και είδη που φέρουν όλο το ιστορικό ελληνικό παρελθόν, σε συνδυασμό με όλη την επιρροή της δυτικής μουσικής, με βαλς, τανγκό, χαμπανέρα. Ένα πάντρεμα του παραδοσιακού πολιτισμού με τον δυτικό – η αθηναϊκή μουσική όπως ακουγόταν στις οπερέτες της Μπελ Επόκ. Το καφέ σαντάν συναντάει το καφέ αμάν».

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Η Διαμάντη Κριτσωτάκη που ερμηνεύει την Τιτίκα, το φτωχοκόριτσο που είναι ερωτευμένη με τον Πρίγκιπα. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Ο σκηνογράφος Γιώργος Γαβαλάς, που δημιούργησε ένα αφαιρετικό σκηνικό στο οποίο η αστική Αθήνα με ευρηματικό τρόπο εναλλάσσεται με εκείνη των απόκληρων, εξηγεί: «Αυτό που κάναμε ισορροπεί μεταξύ της εικόνας της Αθήνας των αρχών του προηγούμενου αιώνα όπως την είχαν στο μυαλό τους οι Ευρωπαίοι, και της πραγματικής της  εικόνας. Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν ένας άδειος χώρος, με πολύ λίγα σπίτια, γεμάτη χωματόδρομους και λάσπες, καβαλίνες και βρομιές. Γι’ αυτό και ένα από τα πρώτα δημόσια κτίρια εκείνης της εποχής ήταν το οφθαλμιατρείο – ο κόσμος υπέφερε από διάφορες παθήσεις στα μάτια λόγω της σκόνης. Αυτό το χρησιμοποιήσαμε ως κεντρική ιδέα, οπότε θα έχουμε στις λαϊκές γειτονιές την αίσθηση της λασπουριάς και του χώματος. Έχουμε κρατήσει τα Πατήσια που αναφέρονται στο έργο ως χώρος δράσης – μια μακρινή εξοχή χωρίς καθόλου ρυμοτομία, εντελώς χαοτική. Έτσι το κοινό θα δει μια γειτονιά όπου υπάρχουν ασπρισμένοι με ασβέστη μαντρότοιχοι που δημιουργούν το λαβύρινθο μιας περιοχής εκτός της πόλης. Είναι μια ευκαιρία να αντικρίσουμε και την αλήθεια, γιατί λέμε για την “παλιά Αθήνα” και την ωραιοποιούμε, αλλά δεν ήταν και ακριβώς έτσι, ή έτσι όπως μας έβλεπαν οι Ευρωπαίοι. Όλο το έργο διαδραματίζεται την Πρωτομαγιά και την επομένη μέρα, οπότε βλέπουμε μια αυλή, μια υπαίθρια ταβέρνα και μια σέρα όπου γίνεται το πάρτι σαν να είναι ο Εθνικός Κήπος όπου η βασίλισσα Αμαλία διατηρούσε διάσπαρτα αρχαία μάρμαρα. Κρατήσαμε  αυτό το στοιχείο των μαρμάρων που υπήρχαν στις αυλές των εύπορων αστών σαν ένα σχόλιο για όλους εκείνους που σαν τον Λόρδο Έλγιν μάζευαν αρχαία».  

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
H τρίπρακτη οπερέτα «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου σε λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του μουσικού θεάτρου του μεσοπολέμου. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Ο Χρήστος Κεχρής, ο οποίος ερμηνεύει τον Πρίγκιπα στην πρώτη διανομή της παράστασης (στη δεύτερη τον ερμηνεύει ο Γιάννης Φίλιας), είχε επιλεγεί το 2021 να αναβιώσει τη φωνή του ίδιου ρόλου ηχογραφώντας τον για την αποκατεστημένη κόπια της ταινίας Οι Απάχηδες των Αθηνών του Γαζιάδη. Εξηγεί σχετικά: 

«Στην κινηματογραφική εκδοχή, ερμήνευσα τα τραγούδια του Πρίγκιπα για την αποκατάσταση της κόπιας της ταινίας του 1930. Πρόκειται, εκτός από μια υψηλής αισθητικής ταινία, και για ένα ιστορικής σημασίας κινηματογραφικό έργο. Δοκίμασα να μετατοπίσω την αισθητική της ερμηνείας μου πίσω στο χρόνο και μαζί να καθοδηγηθώ και να εμπνευστώ από την άηχη εικόνα του ηθοποιού και το σωματικό του λεξιλόγιο. Είναι ταυτόχρονα συγκινητικό και υπερβατικό το να τέμνονται δύο ερμηνείες που απέχουν μεταξύ τους σχεδόν έναν αιώνα, αυτή του σπουδαίου τενόρου Πέτρου Επιτροπάκη ως κινηματογραφικής φιγούρας με τη δική μου φωνή ως αναβίωση της φωνής του. Τέτοιες εμπειρίες δεν συναντά συχνά ένας καλλιτέχνης. Νιώθω εξαιρετικά τυχερός για τη συμμετοχή μου.

Τώρα πάλι, η αρχική αντίδραση απέναντι στον ρόλο ήταν οριακά αμυντική και επιφυλακτική. Στις πρώτες μας αναγνώσεις ένιωθα αμηχανία σε αρκετά σημεία του έργου. Τα πρότυπα των φύλων και οι κοινωνικοί συσχετισμοί των αρχών του 20ού αιώνα συνθέτουν ένα χαρακτήρα που με τα σημερινά δεδομένα μάλλον θα ήταν αντιήρωας. Εύκολα κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, ακριβώς επειδή γράφτηκε σε διαφορετικό πλαίσιο, πολλά από αυτά που λέει και κάνει δεν “στέκονται” εύκολα στο σήμερα. ή ότι ακούγονται προβληματικά στον σημερινό ηθοποιό. 

Πώς λοιπόν θα υποστήριζα το κείμενο και ποιο θα μπορούσε να είναι άραγε το σημείο επαφής με τα εργαλεία της δικής μου ερμηνείας; Ειδικά αν αναλογιστούμε και το λυρισμό των τραγουδιών του Πρίγκιπα, το ρομαντισμό και την τρυφερότητα που αναδίδουν, πώς όλα αυτά συνταιριάζονται; Τι κατεύθυνση θα πάρει ο Πρίγκιπας στα δικά μου χέρια; Αυτά τα ερωτήματα ήταν καθοριστικά για να χτίσουμε σιγά σιγά, μαζί με το σκηνοθέτη, έναν –θα τολμούσα να πω– αρχετυπικό ρόλο, ο οποίος, αν και διαμορφωμένος από την εποχή του, παραμένει επί σκηνής ένας αληθινός άνθρωπος με πάθη και αντιφατικές δυνάμεις. Η πρόθεση και η πρόκληση είναι να αναδείξω αυτές τις αποχρώσεις, να φωτίσω όσο γίνεται τα στοιχεία και τα σκηνικά βιώματα εκείνα με τα οποία κάποιος θεατής θα ταυτιστεί, θα βρει κάτι το οικείο, ακόμα και κάτι βαθιά προσωπικό». 

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Αυτό που λέμε λαός και Κολωνάκι εμφανίζεται μέσα στο έργο με ένα πολύ κωμικό τρόπο. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Ο εικαστικός, ηθοποιός και τραγουδιστής Άγγελος Παπαδημητρίου, ο οποίος ερμηνεύει στην πρώτη διανομή τον Παραλή, τον νεόπλουτο πατέρα της Βέρας, λέει: «Είναι η δεύτερη φορά που κάνω τον ίδιο ρόλο του Παραλή, όπως την προηγούμενη φορά, δεκαπέντε χρόνια πριν. Τόσο μου άρεσε ο ρόλος που ενώ είχα πει να μην ξαναπαίξω, θέλησα να το επαναλάβω με άλλη ματιά, αυτή του Μαυρογεωργίου. Είναι σαν να παίζω σε άλλο έργο. Μπορεί τα τραγούδια να είναι ίδια, αλλά το πώς μπλέκουν τα τραγούδια, η υπόθεση κ.λπ., είναι θέμα σκηνοθεσίας. Το έργο είναι δομημένο πάνω στην ταξική πάλη. Κατάλαβα ότι αυτά τα έργα δεν παλιώνουν, είναι πάντα φρέσκα. Μου αρέσει το πνεύμα της οπερέτας γιατί το θεωρώ μέσα στην ελαφράδα του βαρύ. Πιστεύω ότι η βαρύτητα μόνο με ελαφρότητα μπορεί να αναδειχθεί σήμερα. Σνομπάρουν την οπερέτα σαν ένα θέαμα λαϊκό και τονίζουν ότι η Κάλλας τραγούδησε μόνο μία οπερέτα, τον Βοκκάκιο του Σουπέ. Το θεωρούν οι τραγουδιστές κατώτερο είδος, ότι τους μειώνει. Δεν το κατάλαβα αυτό ποτέ!» 

Ένας άλλος ηθοποιός με φωνητικά χαρίσματα, ο Χρήστος Στέργιογλου, ερμηνεύει τον Παραλή στη δεύτερη διανομή. Λέει για τη συμμετοχή του: «Παίζω πρώτη φορά σε οπερέτα και μου αρέσει πολύ. Καταρχάς έχω πολύ καλή σχέση με τη μουσική, και είναι τόσο ωραίο πράγμα να είσαι ακριβής στις νότες και στο ρυθμό που, καθώς εγώ δεν έχω τη δική τους φωνή, με κάνει να χαζεύω τους τραγουδιστές στις πρόβες. Λέω κι εγώ δύο τραγουδάκια κι ευφραίνεται το αυτί μου, καταλαβαίνω τι σημαίνει ρυθμός και νότα. Είναι και πολύ διάσημη και πολύ ωραία οπερέτα. Το πώς χειρίζεται τις ταξικές διαφορές, το πόσο γελοίοι είναι οι νεόπλουτοι που θέλουν να κάνουν τους αριστοκράτες, το πώς θέλει και ο λαουτζίκος να μπει στην αριστοκρατία με έναν αθώο τρόπο, τα πολλά μπλεξίματα, μου αρέσουν πάρα πολύ. Δεν την ήξερα, και είναι μια υπέροχη εμπειρία. Μακάρι να ξανανέβει και να ξαναπαίξω, γιατί σε όπερα δεν νομίζω να μπορώ.»  

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Η Μυρσίνη Μαργαρίτη και ο Χρήστος Κεχρής. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης/Studio kominis

Η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη, που ερμηνεύει στην πρώτη διανομή τη Βέρα (στη δεύτερη διανομή η Άννυ Φασσέα), λέει: «Έχω κάνει πολλή οπερέτα και εδώ και στο εξωτερικό. Κι ενώ έχω κάνει και κλασική όπερα, αγαπώ ιδιαίτερα την οπερέτα γιατί έχει όλη την τέχνη της κλασικής μουσικής και του κλασικού τραγουδιού πιο ελαφριά όχι σαν ποιότητα, μόνο ως στυλ. Γι’ αυτό και είναι πιο προσιτή, σαν να βλέπεις μια ελαφριά κωμωδία και όχι ένα δράμα. Έχει την ιδιαιτερότητα ότι έχει πολλή πρόζα και πρέπει να μεταπηδάς από την καλή πρόζα στο κλασικό τραγούδι, κάτι που δεν είναι εύκολο – έχει τις δυσκολίες του κι αυτό το είδος, σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι είναι μια ευκολότερη όπερα. Οι Απάχηδες έχουν πασίγνωστα κομμάτια, βαλς, τανγκό. Είναι ένα έργο που μιλάει με ωραίο τρόπο για τους πλούσιους και φτωχούς στην Ελλάδα της εποχής. Ο Κορνήλιος Μιχαηλίδης έχει πολύ ωραία άποψη για την οπερέτα, διαθέτει  κομψότητα – έχει σημασία να έχει καλό μαέστρο η οπερέτα. Τα δύο κάστινγκ είναι πολύ σωστά και ο σκηνοθέτης εξαιρετικός». 

Η Διαμάντη Κριτσωτάκη, που ερμηνεύει στην πρώτη διανομή (στη δεύτερη η Μάρθα Σωτηρίου) την Τιτίκα, το φτωχοκόριτσο που είναι ερωτευμένο με τον Πρίγκιπα, λέει: «Η οπερέτα είναι ένα πολύ ξεχωριστό είδος. Πολύ διασκεδαστικό, κι ο συνδυασμός πρόζας και μουσικής θέλει ένα μομέντουμ και ένα τέμπο, στην εναλλαγή των διαλόγων και με τη μουσική αδιανόητο. Για μας είναι μεγάλη πρόκληση. Ήξερα τους Απάχηδες, αλλά δεν είχα εντρυφήσει στη θεματική τους. Ο έρωτας, όσο και να μην το θέλουμε έχει ταξική διάσταση. Και καθώς ο έρωτας γεννιέται μέσα από μια έλλειψη, θεωρώ ότι οι άνθρωποι που βιώνουν τη στέρηση στην καθημερινότητα μπορούν να βιώσουν τον έρωτα πιο βαθιά, πιο έντονα. Η Τιτίκα καταλαβαίνει την αδυναμία της, κι αυτό είναι η δύναμη της. Μόνη της μπορεί να υπάρξει, αλλά θέλει να αφεθεί στον έρωτα. Είναι ένα κορίτσι ζωντανό και δυναμικό, και παράλληλα ευαίσθητο. Δεν φοβάται να δείξει τα συναισθήματά της, κι αυτό εκφράζεται και μέσω της μουσικής. Έχει τραγούδια που είναι χαρούμενα, αλλά και κάποια που που εκφράζουν μοναξιά, απελπισία κι ερωτικό πάθος».

Στην πρόβα της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας Facebook Twitter
Η μεγάλη έκπληξη όμως της παράστασης είναι η έκτακτη συμμετοχή της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Φωτ.: Νικόλας Κομίνης

Η μεγάλη όμως έκπληξη της παράστασης είναι η έκτακτη συμμετοχή της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Δεν θα μπορούσε αυτό το ρεπορτάζ να θεωρηθεί ολοκληρωμένο αν δεν αποσπούσαμε ένα σχόλιο της σπουδαίας και αειθαλούς ερμηνεύτριας, η οποία θα εμφανιστεί ορισμένες βραδιές στη σκηνή του Ολύμπια. Είπε σχετικά με αυτό:

«Χαίρομαι πολύ για τη συμμετοχή μου. Αυτή την παράσταση την αντιλαμβάνομαι ως μια ευκαιρία να συμβάλω στην αναβίωση ενός μέρους της θεατρικής μας κληρονομιάς, μοιραζόμενη το πάθος μου για την οπερέτα με το κοινό. Μου ξυπνούν μνήμες από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου στη Θεσσαλονίκη. Νιώθω τιμή και χαρά που έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω σε ένα υπέροχο έργο, που ενσωματώνει τόσο την παράδοση όσο και τον σύγχρονο πολιτισμό. Ανυπομονώ να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τους συνεργάτες μου και το αγαπημένο μου κοινό. Όλοι μαζί θα συμβάλουμε ώστε να δημιουργήσουμε μια μαγική παράσταση».

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η τραγική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη γίνεται θεατρική παράσταση

Θέατρο / Η σοκαριστική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη έγινε θεατρική παράσταση

Η παράσταση-ντοκουμέντο «801,5 μ.» βασίζεται στην υπόθεση του αδικοχαμένου φοιτητή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων και ανεβαίνει από το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων στο Θέατρο Τζένη Καρέζη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η οδύνη που δεν εκλύεται

Θέατρο / Η οδύνη που δεν εκλύεται

Μέσα από μια πολυπρισματική θεατρική αφήγηση ο συγγραφέας του έργου «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» επιχειρεί να αναδείξει το πολυσύνθετο τοπίο καταπίεσης και εκφοβισμού που οδηγεί σε ακραία φαινόμενα βίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Φωκάς Ευαγγελινός: «Με ζουρνάδες έχω μεγαλώσει, στις ντίσκο χόρευα επειδή χόρευαν γύρω μου»

Οι Αθηναίοι / Φωκάς Ευαγγελινός: «Με ζουρνάδες έχω μεγαλώσει, στις ντίσκο χόρευα»

Από τους πιο αγαπητούς χορευτές και χορογράφους της Ελλάδας, ο Φωκάς Ευαγγελινός αφηγείται την πορεία του από τις εποχές που η τέχνη του χορού δεν έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης μέχρι σήμερα που -ευτυχώς- τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ