ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ, θα γράψει ο Ισμαήλ Κανταρέ, είχε την ατυχία να βρεθεί αντιμέτωπη, πολύ νέα, με δύο φρικώδη τέρατα: τη δικτατορία και τον καρκίνο. Το ημερολόγιο της πρόωρα χαμένης Ντρίτα Τσόμο (Drita Çomo, 1958-1981) αποτελεί μια ακλόνητα ανθρωπιστική και εξομολογητική αφήγηση των συνθηκών εξορίας και ακραίας καθεστωτικής περιθωριοποίησης στις οποίες αναγκάζονταν να ζήσουν χιλιάδες οικογένειες διωκομένων της χοτζικής δικτατορίας.
Κόρη της Liri Belishova (1926-2018), ανώτατου μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΑ, και του Maqo Çomo (1922-1998), υπουργού της κυβέρνησης Χότζα, εκτοπίστηκε στην ηλικία των δύο ετών έπειτα από την κομματική καθαίρεση των γονιών της, κατά τη ρήξη των αλβανο-σοβιετικών σχέσεων, και την πολιτική τους καταδίκη με την κατηγορία της διατήρησης οικογενειακών φιλικών σχέσεων με τον Νικίτα Χρουστσόφ.
Η διάπυρη προσήλωσή της στη λογοτεχνία, τις ξένες γλώσσες, τη φιλοσοφία ήταν σχεδόν άχρηστη –αν όχι σοβαρά επικίνδυνη– στη ζώνη εξορίας του Τσερίκ, έτσι όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει στις καταθλιπτικές της καταβυθίσεις. Εκεί βίωσε την τοξικότητα ενός sui generis ταξικού παραλογισμού που της απέκλεισε εφ’ όρου ζωής το δικαίωμα στην παιδεία, που αντιμετωπίζονταν ως ένα αποκλειστικά κομματικό αγαθό, όπως το βαμβακόνημα ή το καλαμποκάλευρο – διανέμονταν μόνο σε μερίδες επίλεκτων μελών.
Στον απομονωμένο οικισμό των εξόριστων κατέφθαναν κατά διαστήματα νέοι έποικοι οι οποίοι απολύονταν από τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και η εξορία ήταν ο μοναδικός τους προορισμός. Η μικρή Ντρίτα έβλεπε αυτούς τους παράξενους νεοφερμένους να φέρνουν μαζί τους παράξενα βιβλία –για την ακρίβεια, στραπατσαρισμένα λεκιασμένα χειρόγραφα– και «άγνωστους» συγγραφείς: Ντοστογιέφσκι, Μποντλέρ… (δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν φυλακιστεί εξαιτίας αυτών των «άγνωστων» συγγραφέων). Στην εφηβεία της άρχισε να κρατά ημερολόγιο.
Μαζεύτηκαν τόσα χρόνια, έχω μυηθεί στην ασημαντότητα· το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι απομακρύνονται τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου στα χαμένα, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Χωρίς κανένα σκοπό στη ζωή – όμως αυτό είναι τρομακτικό! Και να σκεφτείς ότι ζουν έτσι εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο, και ίσως ακόμα χειρότερα – ποιος για όλα αυτά κάποτε θα νοιαστεί…
Ένας από αυτούς που συνέβαλαν καθοριστικά στη μνημονική ανάδυση από την αφάνεια και στην κριτική ανάδειξη του έργου της είναι ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο οποίος προλογίζει την έκδοση των ημερολογιακών σημειώσεων και των ποιημάτων της Ντρίτα Τσόμο που εκδόθηκαν στα Τίρανα το 2007 υπό τον τίτλο Το φως που αναδύεται από τα ερέβη (Dritë që vjen nga humnera [1]).
Ο πρόλογος του Κανταρέ αποτελεί, επί της ουσίας, ένα τελευταίο συμπληρωματικό κεφάλαιο στο ημερολόγιο της συγγραφέως, καθότι ρίχνει φως, με τη γλαφυρή περιγραφική του τέχνη, στη σκηνή του θανάτου της σε μια ογκολογική κλινική των Τιράνων, τον Φεβρουάριο του 1981. Οι εκπρόσωποι του καθεστώτος την άφησαν να πεθάνει εντελώς μόνη [2], έχοντας απομακρύνει προηγουμένως από τον θάλαμο τη μητέρα της για να την οδηγήσουν πίσω στη ζώνη εξορίας:
«Θα ήταν αρκετή η ανάγνωση των χειρογράφων της νεαρής κοπέλας, τα οποία η μητέρα της φύλαγε στην τσάντα, για να κατανοήσει κανείς πόσο εξωμήτριος του ανθρωπισμού υπήρξε εκείνος ο βάναυσος κομμουνιστικός κόσμος. Αν και τσαλακωμένα (παραχωμένα μέσα στην τσάντα) από το άγχος του αυστηρού ελέγχου, αυτές οι χειρόγραφες σημειώσεις προοιωνίζονταν έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο».
Το ημερολόγιο της Drita Çomo κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στην Ιταλία, το 2012, υπό τον τίτλο «Luce che sgorga dall'abisso» [3]. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί, επίσης, στη γαλλική γλώσσα [4].
Το φως που αναδύεται από τα ερέβη (απόσπασμα)
Κυριακή, 19 Σεπτεμβρίου 1976
Οι μέρες κυλάνε αθόρυβα, γκρίζες, άδειες, απαράλλαχτες. Μου φαίνεται πως έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Αυτός συνεχίζει να περνά μ’ έναν ρυθμό αιώνιο, μονότονο, ατελείωτο. Και τίποτα δεν μπορεί να επαναληφθεί. Τίποτα δεν μπορεί να επιστρέψει. Όλα φεύγουν για να μη γυρίσουν ποτέ. Κι εγώ; Εγώ πλήττω στη δική του κενότητα, ανίσχυρη, χωρίς τίποτα να καταλαβαίνω, τίποτα να αισθάνομαι, τίποτα να μην κάνω. Τίποτα. Αυτό σημαίνει να μη ζεις.
Πιο πριν, τουλάχιστον, είχα έναν σκοπό: να τελείωνα το σχολείο. Τώρα όμως; Η τραγωδία του ανθρώπου ξεκινά όταν καταλαβαίνει πως δεν είναι απαραίτητος σε κανέναν.
Πρέπει να ασχοληθώ με κάτι χρήσιμο. Ίσως να μάθω κάποια ξένη γλώσσα. Αργότερα, ίσως, θα τις θυμάμαι με κάποια πικρία αυτές τις ημέρες που περνούν έτσι χωρίς νόημα. Ξεφυλλίζεις παλιά περιοδικά, διαβάζεις κάνα διήγημα ή τίποτε άλλο ενδιαφέρον, λύνεις σταυρόλεξα και… τίποτα παραπέρα. Σίγουρα, κάτι ακόμα – μαγειρεύεις, τακτοποιείς το σπίτι, πηγαίνεις ν’ αγοράσεις ψωμί, περνώντας από εκείνο το γνωστό «βουλεβάρτο», υπό το βλέμμα των ίδιων ανθρώπων, που σε είδαν και χθες, όπως με έκπληξη θα σε δουν και αύριο. Όταν περνάς δίπλα από κάποιον γνωστό, πρέπει να προσποιηθείς ότι είσαι αφηρημένη, για να μην τον φέρεις σε δύσκολη θέση· και, εάν τυχόν αυτός, ύστερα από ένα μύχιο παρατεταμένο δίλημμα, αποφασίσει τελικά να σου μιλήσει, εσύ πρέπει να κάνεις την έκπληκτη: «Α, δεν σας είδα καθόλου». Παρόλο που, έτσι όπως εσύ, και αυτός ξέρει πολύ καλά ότι τον είδες, ίσως αρκετή ώρα νωρίτερα.
Όλα αυτά δεν με στεναχωρούν, μάλιστα, ούτε που μου κάνουν εντύπωση. Μαζεύτηκαν τόσα χρόνια, έχω μυηθεί στην ασημαντότητα· το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι απομακρύνονται τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου στα χαμένα, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Χωρίς κανένα σκοπό στη ζωή – όμως αυτό είναι τρομακτικό! Και να σκεφτείς ότι ζουν έτσι εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο, και ίσως ακόμα χειρότερα – ποιος για όλα αυτά κάποτε θα νοιαστεί…
Σημειώσεις:
1. Çomo Drita, Dritë që vjen nga humnera, prol. Ismail Kadare, bot. Onufri, Tiranë, 2007.
2. Σύρμος Α., «Νετζμίε Χότζα: Η ζωή και ο θάνατος της αιματοβαμμένης "βασίλισσας"», SLPRESS, 17/3/2020.
3. Çomo Drita, Luce che sgorga dall'abisso, Prefazione di I. Kadare, trad. K. Kodra, Rubbettino, 2012.
4. Βλ. Maison de la Poésie