ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΝ η Λουσία Μπερλίν ήταν «το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό», όπως έλεγαν γι’ αυτήν οι Αμερικανοί, είναι όμως η απόδειξη ότι μια κατεστραμμένη ζωή δεν μπορεί να διαλύσει έναν μύθο. Φεύγοντας στα εξήντα οχτώ της χρόνια, το 2004, από τη ζωή νικημένη από τον αλκοολισμό και τον καρκίνο και χωρίς να έχει προλάβει να δει τις ιστορίες της να δοξάζονται όπως τους αρμόζει, η κορυφαία πλην όμως για χρόνια λησμονημένη Αμερικανίδα συγγραφέας άφησε πίσω της άπειρα όμορφα κείμενα, τέσσερα παιδιά, βιωμένες εμπειρίες που θα αρκούσαν να γεμίσουν αμέτρητες σελίδες και ένα λαμπερό κεφάλαιο στην αμερικανική διηγηματογραφία.
Οι προτάσεις της έχουν την έξαρση της ανυπεράσπιστης καρδιάς που είχε ανάγκη να δημιουργήσει έναν λογοτεχνικό κόσμο για να του αφεθεί χωρίς επιφυλάξεις και την απίστευτη μέριμνα και αγάπη μιας συγγραφέως που ήξερε να μετριάζει την οδύνη μέσα από περιγραφές τόσο υπόγειες, ώστε να αποτυπώνονται σαν νανούρισμα, σαν προσευχή.
Η Μπερλίν έγραφε σαν να ανασαίνει, ενσωματώνοντας στις ιστορίες της όλες τις σκόρπιες εμπειρίες από τα αμέτρητα ταξίδια της, τους άπειρους έρωτες και τους τρεις γάμους, τις εξαρτήσεις από το αλκοόλ, την αρρώστια, την απελπισία αλλά και την αστείρευτη ομορφιά. Και αυτή τελικά είναι που φαίνεται να λυτρώνει και σώζει, κρυμμένη είτε στο μικρό κίτρινο λουλούδι αρόμο, με το οποίο ξεκινάει η ιστορία της «Αντάτο», είτε στα ποιήματα που διαβάζουν οι κακοποιημένες έφηβες ηρωίδες της δίπλα στο τζάκι, είτε στις όμορφες τριανταφυλλιές που φυτρώνουν δίπλα σε γεμάτα ποντίκια κατεστραμμένα σπίτια σαν αυτά όπου έζησε μικρή, ακροβατώντας μεταξύ του αμέτρητου θάμβους της πλέον όμορφης εικόνας ‒ακριβώς όσο ωραία υπήρξε και η ίδια‒ και του πιο οδυνηρού τραύματος, όπως αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης που βίωσε σε παιδική ηλικία από τον παππού της.
Η δύναμη των λέξεων αλλά και η μαγεία του Χόλιγουντ, που είχε αρχίσει να κυριαρχεί στις συνειδήσεις, επιβάλλοντας τους δικούς του μύθους στη γεμάτη τραύματα, πολέμους και οικογενειακή βία πραγματικότητα του αμερικανικού Νότου αλλά και πέρα από τα σύνορα, διαφαίνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στις ιστορίες της.
Όλα αυτά ενσωματώνονται στις ιστορίες της άρτια, με υπόκωφο τρόπο, χωρίς εξάρσεις, στο ύφος του Τσέχοφ που δεν σταματούσε να διαβάζει μέχρι τέλους, σαν τους απέριττους στίχους του αγαπημένου της Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς ή σαν τις κινηματογραφικές σκηνές από τις αμερικανικές ταινίες οι οποίες εγκιβωτίζονται με περισσή ακρίβεια στο «Βράδυ στον Παράδεισο».
Πανέμορφη, ανεξάρτητη, ασυμβίβαστη, οριακή, η Λουσία Μπερλίν ήταν «πάνω απ’ όλα μια μάγισσα του ήχου και του ρυθμού», όπως έγραφε χαρακτηριστικά γι’ αυτήν η «Los Angeles Review of Books». Στην Αμερική την ανακάλυψαν μια δεκαετία μετά τον θάνατό της, βρίσκοντας στις ιστορίες της όλο τον λεκτικό πλούτο αλλά και τον πόνο που για καιρό ήταν κρυμμένα σαν τα πολύτιμα ορυκτά στα μεταλλωρυχεία όπου δούλευε ο πατέρας της.
Στην Ελλάδα είχαμε την τύχη να δούμε να κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Στερέωμα δύο συλλογές με διηγήματά της, πρώτα οι γοητευτικά οδυνηρές Οδηγίες για οικιακές βοηθούς και πρόσφατα το Βράδυ στον Παράδεισο ‒ και οι δύο εξαιρετικά μεταφρασμένες από την Κατερίνα Σχινά.
«Η Λουσία Μπερλίν δεν είναι μόνο μια θαρραλέα χρονογράφος της αχανούς και άγνωστης Αμερικής, δεν είναι μόνο μια συγγραφέας με εκρηκτική, ολοζώντανη γλώσσα. Είναι επίσης και μια διακριτά γυναικεία φωνή, μια τραχιά Μαρλέν Ντίτριχ», έγραφαν με περισσή ακρίβεια γι’ αυτήν οι «New York Times», περιγράφοντας τον ανυπέρβλητο συνδυασμό εκρηκτικού ταλέντου και φυσικής ομορφιάς.
Γεννημένη στην Αλάσκα, λόγω της εργασίας του πατέρα της άλλαζε διαρκώς περιοχές (Ελ Πάσο, Αριζόνα, Αϊντάχο, Μοντάνα) και να μεγάλωσε στο προνομιακό περιβάλλον της ελίτ του Σαντιάγο της Χιλής, διαβάζοντας επαναστατικά κείμενα και απολαμβάνοντας βόλτες με ακριβά αυτοκίνητα.
Οι επιβλητικές Άνδεις που σφράγισαν το βλέμμα της, οι μυρωδιές των αεροδρομίων και η ποικιλία του κόσμου που γνώριζε σε κάθε της μετάβαση περιγράφονται με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο στο «Δρομολόγιο», όπως και η οδυνηρά βιωμένη μοναξιά που την έκανε να νιώθει σαν την ηρωίδα της, την Τάινι, η οποία προτιμούσε να περνάει ώρες στη στέγη του σπιτιού πίνοντας μπέρμπον, στο «Χριστούγεννα. Τέξας, 1956».
Η δύναμη των λέξεων αλλά και η μαγεία του Χόλιγουντ, που είχε αρχίσει να κυριαρχεί στις συνειδήσεις, επιβάλλοντας τους δικούς του μύθους στη γεμάτη τραύματα, πολέμους και οικογενειακή βία πραγματικότητα του αμερικανικού Νότου αλλά και πέρα από τα σύνορα, διαφαίνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στις ιστορίες της και ειδικά στο «Βράδυ στο παράδεισο», που μπορεί να μην είναι το πιο δυνατό διήγημά της, αλλά φέρνει κοντά τους διάσημους της εποχής με τους αφανείς καθημερινούς ανθρώπους.
Άλλωστε, η ίδια άφηνε στις ιστορίες της ήρωες του σινεμά ή των σίριαλ να διεισδύουν σε ανεπαίσθητες στιγμές της καθημερινότητας και να πασπαλίζουν με ψεύτικη χρυσόσκονη τα διαλυμένα είδωλα και τα κατεστραμμένα σπίτια, ξέροντας ακριβώς ότι όλα όσα γράφονται και λέγονται στο μυθιστόρημα πρέπει πρωτίστως να είναι αληθινά. Άλλωστε, όλα βιώνονται με υπόκωφη και υπόγεια ένταση, καθώς οι προσευχές, τα ποιήματα και οι αναφορές στη Βίβλο που επικαλούνται οι κακοποιημένες έφηβες ηρωίδες της, όπως και η ίδια, καλύπτονται πάντα από τον εκκωφαντικό ήχο των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων ή από τις φωνές των επιβλητικών ανδρών.
Έτσι ο έρωτας γίνεται κομμάτια όταν θερίζεται στον μύλο της οικογένειας και ο πόνος θάβεται από τα ίδια τα γεγονότα, τη μαζικότητα των πολέμων, την καθημερινότητα που ισοπεδώνει τα πάντα κάτω από την αλλοτριωτική της δίνη, κάνοντας τους ανθρώπους να μην επικοινωνούν ούτε στα ελάχιστο: «Υπάρχουν πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν μιλάνε. Δεν εννοώ τα δύσκολα, όπως η αγάπη, αλλά αυτά που προκαλούν αμηχανία, όπως το ότι οι κηδείες συχνά είναι διασκεδαστικό θέαμα ή ότι είναι συναρπαστικό να βλέπεις κτίρια να καίγονται».
Η ίδια, πάντως, ως συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα ανεκμετάλλευτο, επιτρέποντας να διεισδύσουν στην αφήγησή της στις εξαίσιες «Μουσικές Κοσμηματοθήκες» εικόνες από τα διυλιστήρια, τη μαυρίλα και τις ερημικές εκτάσεις που έζησε από κοντά, στο «Μια μέρα με καταχνιά» τζαζ ήχοι από τη μουσική που έπαιζε ο άντρας της Μπάντι Μπερλίν, στο «Πλίθινο σπίτι με την τσίγκινη στέγη» μνήμες από το σχεδόν κατεστραμμένο σπίτι της γιαγιάς της στο Ελ Πάσο, στη γοτθική ιστορία, όπως την αποκαλεί ειρωνικά, «Αντάντο» αλλά και στο «Μια Μέρα με καταχνιά» τα αμέτρητα διαβάσματα της, από ρωσική λογοτεχνία έως την ποίηση των προτζεκτιβιστών, οι οποίοι άσκησαν μεγάλη επιρροή στο έργο της, στο «Σύζυγοι» η αγάπη της για τους μοντερνιστές Αμερικανούς ζωγράφους, όπως οι Χάουαρντ Σλίτερ, Ρίτσαρντ Ντίμπενκορν και Φραντς Κλάιν, στο «Όταν ανθίζουν οι κερασιές» τα αδιέξοδα και η μοναξιά μιας σκληρά εργαζόμενης μητέρας.
Πάντως, ο πρωτότοκος γιος της Μαρκ Μπερλίν, στον πολύ όμορφο πρόλογό του στο «Βράδυ στον Παράδεισο», τη θυμάται να αλλάζει περιοχή κάθε εννιά μήνες, να χορεύει ασταμάτητα, να στρίβει τσιγαριλίκια, να πίνει, να διαβάζει και να γράφει όσο καμία άλλη και, παρ’ όλα αυτά, να τα καταφέρνει καλά.
«Η αγαπημένη μου ανάμνηση είναι ένα ηλιοβασίλεμα στη Γιελάπα: ο ήλιος έκανε το σαξόφωνο του Μπάντι Μπερλίν ν’ αστράφτει, το μπίμπομπ και ο καπνός από τα ξύλα στροβιλίζονταν στην ατμόσφαιρα, η μαμά μαγείρευε το βραδινό μας σ’ ένα comal, ενώ το πρόσωπό της ακτινοβολούσε μέσα στο κοραλλί φως, τα φλαμίνγκο ψάρευαν με τα πόδια τους σε διάταση στη λιμνοθάλασσα στο βάθος, ο ήχος των κυμάτων χάιδευε τ’ αυτιά μας, οι βάτραχοι αναπηδούσαν, το τραχύ δάπεδο από άμμο τριζοβολούσε κάτω από τα πόδια μας κι εμείς διαβάζαμε το μάθημά μας στο φως της λάμπας, με υπόκρουση έναν γρατζουνισμένο δίσκο της Μπίλι Χόλιντεϊ», αναφέρει με τη συγγραφική δεινότητα που κληρονόμησε από τη μαμά του.
Άλλωστε, ήξερε καλά, σαν κι εκείνη, να είναι πιστός στη μαθητεία των αισθημάτων που αναζητάς πάντα με το βλέμμα μέσα από το παιχνίδι και μαγεία της ομορφιάς. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά η ίδια: «Θεέ μου, να βλέπω μόνο ό,τι είναι όμορφο». Τα κατάφερε απόλυτα και γι’ αυτό της οφείλουμε πολλά.