Ο γλύπτης Κώστας Κουλεντιανός υπήρξε ένας από τους νέους τότε διανοούμενους και καλλιτέχνες που σάλπαραν με το θρυλικό πια πλοίο Ματαρόα το 1945 για τη Γαλλία. Έκτοτε, η νέα του καλλιτεχνική πατρίδα -αλλά από ένα σημείο και μετά και φυσική- καθόρισε αισθητικά και πνευματικά την ταυτότητά του. Ήταν στο Παρίσι του μοντερνισμού, των μεγάλων μουσείων αλλά κυρίως της σύγχρονης δημιουργίας όπου ο Έλληνας γλύπτης απελευθερώθηκε πλήρως από τον κλασικισμό και μπόρεσε να συνδιαλαγεί με τις νέες φόρμες αλλά και με κάθε νεωτερισμό, φτάνοντας στην απόλυτη αφαίρεση. Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη ακολουθεί βήμα-βήμα αυτή την εξέχουσα πορεία και την αξιοθαύμαστη εξέλιξη του καλλιτέχνη. Πώς εγκαταλείπει σταδιακά τον ρεαλισμό, αφήνεται όλο και πιο απλόχερα στο αφηρημένο, μέχρι που αποκτά μια ολωσδιόλου δική του ταυτότητα. Από την «Προσωπογραφία» του 1942 μέχρι τα μνημειώδη του γλυπτά, που παρουσιάζονται στην έκθεση, έχει διανύσει μια διαδρομή που εντυπωσιάζει: γυναίκες, ακροβάτες, άτιτλα ανάγλυφα, ιστία, άνεμοι και αστραπές. Λέει ο ίδιος ότι η εξέλιξη της δουλειάς του υπαγορεύεται από την τριπλή έγνοια της ύλης, του φωτός, του χώρου. Για εκείνον ύλη υπήρξαν το σίδερο, το ατσάλι, ο μπρούντζος, ο κασσίτερος, ο χαλκός, σπανιότερα το μάρμαρο. «Τις μορφές μου, γεμάτες και άδειες, τις διαπερνάνε, τις περιστοιχίζουν, τις χαϊδεύουν, ο αέρας, το φως, το βλέμμα, για να τους δώσουν στο τέλος μια στέρεα θέση στον χώρο εκείνον που θα είναι η φυσική τους προέκταση», προσθέτει. Ο Κουλεντιανός συνεργάστηκε με αρχιτέκτονες -άλλωστε ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας της Γαλλίας, ο Γιώργος Κανδύλης, υπήρξε στενός του φίλος-, ορίζοντας τη σχέση γλυπτικής και χώρου. Πολλές από τις εξαιρετικές του επιφάνειες στην πορεία έγιναν προσόψεις από μπετόν σε σημαντικά κτίρια.
Στην έκθεση στην Πειραιώς ξεδιπλώνεται ολόκληρος ο δημιουργικός του κόσμος: αφαιρετικές μορφές, ανάγλυφα, χρωματισμένα ή ανοξείδωτα βιδωτά ατσάλια, όλα αναφορές σε θεματικές και εικόνες που συνδέονται νοερά με την Ελλάδα αλλά και με την έρημο, όπως τη γνώρισε χάρη στον Κανδύλη, στο Μαρόκο. Γλυπτά που ακροβατούν ή μετεωρίζονται, αλλά και υφαντά, μία ακόμα ασχολία του, στην οποία το μαλλί γίνεται και αυτό υλικό ανάλογο με το μέταλλο, που είτε το «τιθασεύει» είτε «ζωγραφίζει» με αυτό σχήματα, χρώματα και όγκους, σαν να επιστρέφει στην αφετηρία της τέχνης του.