«ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ, μέχρι εκεί φτάνει η μικροαστίλα σας» έγραψε κάποιος στο Twitter, λες και το να θέλεις να ξεφύγεις από την Αθήνα μετά από τόσους μήνες εγκλεισμού σε κάνει μειλίχιο μικροαστό.
Μπορώ να μετρήσω πόσους μήνες έχω να πάω στην Κέρκυρα λόγω πανδημίας και εγκυμοσύνης: δεκαεννιά. Μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω περάσει το Πάσχα μακριά από την Κέρκυρα, μαζί με το φετινό: επτά. Μου λείπει τόσο πολύ, που μετανιώνω πικρά για καθένα από αυτά, ακόμα και για όταν δεν είχα άλλη επιλογή, ακόμα και μια χρονιά που πήγαμε στην άδεια Αστυπάλαια με μια μεγάλη παρέα και τραγουδούσαμε δυνατά στο αμάξι το «Αν ήμουν πλούσιος» και χορεύαμε τα βράδια σαν εξωτικές ατραξιόν στο μπαρ Κούρος.
Όλα είναι πληθωρικά στο δράμα τους: κάθε επιτάφιος εκκλησίας βγαίνει τη Μεγάλη Παρασκευή τουλάχιστον με μία φιλαρμονική, ένα σχολείο, μία χορωδία κι ένα άγημα προσκόπων. Πολλές φορές ο ένας επιτάφιος πέφτει πάνω στον άλλον – οι μουσικές από τις φιλαρμονικές μπερδεύονται στα καντούνια και στις πλατείες.
Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου την παλιά πόλη της Κέρκυρας κάτω από τη θάλασσα σαν τη χαμένη Ατλαντίδα, πλημμυρισμένη με νερά, ανάμεσα στα δύο φρούρια. Πού και πού ξεμύτιζαν μόνο μερικά κίτρινα κεραμίδια από τα βενετσιάνικα κτίρια. Ξύπνησα ταραγμένη, σαν να είχα μόλις δει κάποιον πεθαμένο που αγαπούσα πολύ.
Σκέφτηκα τη νόνα μου. Της άρεσε να τρώει άσπρο ψωμί με κερκυραϊκό βούτυρο και μια λεπτή φέτα από καπνιστό ζαμπόν. Φορούσε καρό φούστα και πέρλες και μύριζε ταλκ. Όταν ήμουν μικρή, τα βράδια που έσκυβε να μου σταυρώσει το μέτωπο, οι πέρλες της μου χάιδευαν το κεφάλι. Ξυπνούσε πάντα τα χαράματα και έπινε τσάι, χαζεύοντας τα σμήνη από τα χελιδόνια πάνω από το Νέο Φρούριο.
Η σοφίτα του σπιτιού μας στην Κέρκυρα είχε όλα τα παλιά παιδικά βιβλία του πατέρα μου: Tαρζάν-Γκαούρ, ο Μικρός Ήρωας και ο φίλος του ο Σπίθας, το χοντρό αγόρι, βιβλία του Ιουλίου Βερν και τόμοι από τη Διάπλαση των Παίδων με ηθικά μηνύματα. Από το παράθυρο φαινόταν η θάλασσα – μου άρεσε να διαβάζω ξαπλωμένη σε ένα καφέ ντιβάνι και να ακούω τις σειρήνες των καραβιών που έμπαιναν κι έβγαιναν από το λιμάνι.
Εάν το ελληνικό Πάσχα είναι μια παγανιστική γιορτή αναγέννησης –το Θείο Δράμα, η Ανάσταση, η φύση που ετοιμάζεται να καρποφορήσει–, τότε το Πάσχα στην Κέρκυρα είναι ένα υπέροχο μαξιμαλιστικό δράμα.
Κάθε μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι μια θεατρική πράξη με φόντο τα καντούνια μιας βενετσιάνικης πόλης που μυρίζει υγρασία, σκόρδο και ξίδι. Όλα είναι πληθωρικά στο δράμα τους: κάθε επιτάφιος εκκλησίας βγαίνει τη Μεγάλη Παρασκευή τουλάχιστον με μία φιλαρμονική, ένα σχολείο, μία χορωδία κι ένα άγημα προσκόπων. Πολλές φορές ο ένας επιτάφιος πέφτει πάνω στον άλλον – οι μουσικές από τις φιλαρμονικές μπερδεύονται στα καντούνια και στις πλατείες.
Το βράδυ, αν κοιτάς από ψηλά τον επιτάφιο της Μητρόπολης που ξεχύνεται από τα Μουράγια, ανάμεσα στα πένθιμα μοβ φαναράκια του Λιστόν και τα πλήθη που συνωστίζονται από κάτω, μπορείς να ακούσεις την Παλιά Φιλαρμονική να παίζει το «Adagio» του Αλμπινόνι. Πρέπει να είσαι από πέτρα για να μη βουρκώσεις με τα εκατοντάδες πνευστά που μοιάζουν να φυσάνε μέσα στην καρδιά σου.
Το επόμενο πρωί, στη λιτανεία του Αγίου (ένας είναι ο Άγιος), ακούγεται ο «Αμλέτος», ένα κομμάτι από μια όπερα του Φάτσιο. Μπορείς να ακολουθήσεις τη μουσική περπατώντας μέσα στο Μποσκέτο, έναν παραθαλάσσιο παραλληλόγραμμο κήπο κάτω από το Παλιό Φρούριο. Είναι άνοιξη και η φύση οργιάζει: κυπαρίσσια, ελιές, γλυσίνιες ποτισμένες από βροχές που θυμίζουν τους τροπικούς, θεριεύουν. Την άνοιξη το χωριό μου γεμίζει ασφόδελους (που τους λέμε σπερδούκλους ή σπερδούκλια) που φτάνουν το ενάμισι μέτρο. Αν τους κόψεις, μπορείς εύκολα να δείρεις κάποιον – είναι τσουχτερά στο δέρμα, σαν βίτσες.
Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι παντού στην Ελλάδα κάπως έτσι ήταν το Πάσχα, γεμάτο ποίηση και πάθος, με τα πλήθη να ακούν συγκινημένα Αλμπινόνι, μέχρι που πήγα, μεγάλη πια, ένα Πάσχα στην Πελοπόννησο. Συνειδητοποίησα ότι εκεί κάτω ήταν βάρβαροι – γι’ αυτούς Πάσχα είναι η μανιακή κατανάλωση κρέατος, ενώ η Ανάσταση γινόταν σε ένα προαύλιο μιας γιγαντιαίας εκκλησίας που ήταν ακόμα στα μπετά. Την ώρα που παράφωνοι ψάλτες γκάριζαν το «Χριστός Ανέστη» από κάτι μεγάφωνα που θύμιζαν ντουντούκα του ΠΑΣΟΚ και τα δυναμιτάκια σφύριζαν στο αυτί μου, προσευχήθηκα να μη χάσει κάποιος συγχωριανός τον αντίχειρά του. Και ορκίστηκα ότι θα έκανα για πάντα Πάσχα στην Κέρκυρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.