ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΜΙΑ ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ με μια πρώην σχέση μας να είναι ωφέλιμη; Η παρέα με πρώην μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά υγιής και αναζωογονητική, ακόμη και αν αρχικά ακούγεται ως κάτι εξαιρετικά ύποπτο.
Οι συναντήσεις αυτές μοιάζουν σαν μια μικρή άδεια από τους βίαιους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας, προσφέρουν μια απαραίτητη έκρηξη ενέργειας.
Σπάνια έχει σημασία η ίδια η φύση της σχέσης. Είτε πρόκειται για μια σύντομη γνωριμία, είτε για έναν παλιό σχολικό έρωτα, είτε για έναν γάμο που διαλύθηκε, η συνάντηση δημιουργεί μια προφανή έξαψη, βασισμένη στην οικειότητα του παρελθόντος, που όμως κρύβει κάτι βαθύτερο.
«Ξεχνάμε τους έρωτες και τις προδοσίες, ξεχνάμε τι ψιθυρίζαμε και τι ουρλιάζαμε ο ένας στον άλλο, ξεχνάμε ποιοι ήμασταν. Έχω ήδη χάσει επαφή με τους ανθρώπους που ήμουν κάποτε».
Σε αυτές τις συναντήσεις, δεν είναι μόνο η παλιά φλόγα που αναζωπυρώνεται, αλλά και ο παρελθοντικός μας εαυτός που αναδύεται απ’ τη λήθη για να μας υπενθυμίσει ποιοι υπήρξαμε. Οι πρώην μας μάς δίνουν μια ασυνήθιστη πρόσβαση σε προηγούμενες εκδοχές του εαυτού μας.
Όπως γράφει η Τζόαν Ντίντιον: «Ξεχνάμε τους έρωτες και τις προδοσίες, ξεχνάμε τι ψιθυρίζαμε και τι ουρλιάζαμε ο ένας στον άλλο, ξεχνάμε ποιοι ήμασταν. Έχω ήδη χάσει επαφή με τους ανθρώπους που ήμουν κάποτε».
Αυτή η απώλεια επαφής με την παρελθοντική μας ταυτότητα, αν και φυσική, είναι ταυτοχρόνως παράξενα αποξενωτική.
Υπάρχει κάτι παράδοξο στο αναπόφευκτο «θάψιμο» του παλιού μας εαυτού, στο ξεθώριασμα των αναμνήσεων που επιβάλλει το πέρασμα του χρόνου και στη λήθη που ακολουθεί. Οι εντάσεις του παρελθόντος επισκιάζονται σταδιακά από ατελείωτες λίστες για ψώνια, εταιρικά email, οικογενειακές υποχρεώσεις κ.ο.κ. Οι αναμνήσεις τεμαχίζονται και μπαίνουν στα ανάλογα κουτάκια.
Δεν είμαστε ανίκανοι να ανακαλέσουμε το παρελθόν, αλλά όταν το κάνουμε μόνοι μας, στην ασφάλεια του προσωπικού μας χώρου, αυτό συμβαίνει συνήθως μέσα από ένα φίλτρο αποστασιοποίησης. Το συγκεκριμένο προσφέρει την απαραίτητη ψυχρότητα που διαχωρίζει το προσωπικό μας παρόν από το παρελθόν.
Ωστόσο, η διά ζώσης συνάντηση με έναν πρώην σύντροφο είναι ικανή να καταρρίψει στιγμιαία το προστατευτικό φράγμα, με αποτέλεσμα το παρελθόν να εισβάλει στο παρόν, δημιουργώντας ένα παράδοξο κράμα.
Στο μυθιστόρημα «Η κυρία Ντάλογουεϊ» η Βιρτζίνια Γουλφ επικεντρώνεται σε μια τέτοια συνάντηση. Η συνάντηση της πρωταγωνίστριας με τον πρώην σύντροφό της αναβαθμίζει ολόκληρη τη μέρα της. Μοιάζει η παρουσία του να πλουτίζει με μια νέα λάμψη τη σχέση της με τον σύντροφό της, το πάρτι που σχεδιάζει για εκείνο το βράδυ, τον ίδιο της τον εαυτό.
Είναι προφανές ότι η επιστροφή ενός πρώην συντρόφου στη ζωή μας μπορεί να προκαλέσει ζήλια, μιας και φαντάζει ενοχλητική στην καλύτερη, απειλητική στην χειρότερη.
Αλλά –αν υποθέσουμε ότι κανείς δεν σκοπεύει να το σκάσει με κανέναν– αυτές οι συναντήσεις μπορούν να μας ωθήσουν να εκτιμήσουμε περισσότερο τη ζωή που ζούμε εδώ και τώρα. Τέτοιες συναντήσεις μάς προσφέρουν την ευκαιρία να εξετάσουμε την τρέχουσα κατάσταση από νέα οπτική γωνία.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της, η Γαλλίδα ηθοποιός Ζιλιέτ Μπινός κλήθηκε να απαντήσει αν ένιωσε ενόχληση όταν συμπρωταγωνίστησε σε μια ταινία με τον πρώην σύντροφό της, Μπενουά Μαζιμέλ. Απάντησε ότι στην πραγματικότητα ήταν απελευθερωτικό: «Νομίζω ότι όλοι πρέπει να κάνουμε ταινίες με πρώην συντρόφους μας».
Τελικά, φαίνεται να υπάρχει μια πολύ ιδιαίτερη απόλαυση στο να ανακτούμε τη χαμένη σύνδεση με τις διάφορες εκδοχές του εαυτού μας. Το να αντιμετωπίζουμε το ερωτικό μας παρελθόν ως ετερόκλητα, κλειδωμένα επεισόδια μπορεί να δημιουργήσει μια ένταση που μόλις και μετά βίας γίνεται συνειδητή.
Η αποξένωση από «ένα ζευγάρι ανθρώπων που υπήρξε κάποτε» είναι εξαντλητική με διάφορους αόρατους τρόπους. Η συγχώνευση του παρελθόντος και του παρόντος σε μια τυχαία συνάντηση, έναν καφέ, ένα ποτό, φέρνει ένα είδος γαλήνης.
Ένας τρόπος να το δει κανείς είναι ότι σε αυτές τις μικρές στιγμές σύνδεσης με προηγούμενες ζωές μας μπορούμε να βιώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του εαυτού μας. Μπορούμε να επιστρέψουμε στο σπίτι, στον γάμο, στην τρέχουσα κατάστασή μας με περισσότερα να προσφέρουμε.
Με στοιχεία από The Wall Street Journal