Η τελευταία φορά που είχα μιλήσει με τον ζωγράφο Στέλιο Φαϊτάκη ήταν τον Ιούνιο του 2011 στους κήπους της Μπιενάλε, στη Βενετία. Είχαμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες ανάμεσα στο πολύχρωμο crowd της σύγχρονης τέχνης. Αρκετά μέλη αυτού του ιδιόμορφου πλήθους από καλλιτέχνες, διανοούμενους, γκαλερίστες, μαικήνες και Ρώσους μαφιόζους έκαναν μια στάση έξω από το δανέζικο περίπτερο για να θαυμάσουν την εξαιρετική τοιχογραφία του ζωγράφου.
Το αληθινό τανκ που είχαν αναποδογυρίσει η Jennifer Allora και ο Guillermo Calzadilla στο αμερικανικό περίπτερο, ακριβώς απέναντι από την τοιχογραφία του Έλληνα καλλιτέχνη, έμοιαζε με κακόγουστη υπερβολή δίπλα στους «Αγίους» του. Πριν από λίγες μέρες, καθώς πίναμε καφέ στο εργαστήριό του στα Εξάρχεια, του υπενθύμισα τη μεγάλη επιτυχία που είχε η παρουσία του στην Μπιενάλε, τα θετικά σχόλια και τη δημοσίευση του έργου του στα πιο σημαντικά έντυπα του κόσμου. «Αλήθεια; Δεν το πήρα χαμπάρι. Κάποια στιγμή μου στείλανε ένα άρθρο από τους “New York Times” με τη φωτογραφία του έργου», παρατήρησε ήρεμα.
Η μεγάλη ανθρωποκεντρική τοιχογραφία του Φαϊτάκη, με επιρροές από τη βυζαντινή αγιογραφία, την τέχνη του δρόμου και το κίνημα του μεξικάνικου muralismo, κόσμησε τους εξωτερικούς τοίχους του δανέζικου περιπτέρου στην Μπιενάλε, χάρη στην Ελληνίδα επίτροπο της δανέζικης συμμετοχής, Κατερίνα Γρέγου. Η ίδια διάλεξε τους 18 καλλιτέχνες για την έκθεση «Speech Μatters» με θέμα την ελευθερία του λόγου, που εκπροσώπησε τη χώρα της βόρειας Ευρώπης.
Στη ζωγραφική του, το λαμπερό χρυσό και τα έντονα κόκκινα χρώματα, η σχεδόν γεωμετρική απεικόνιση της φύσης και η ασκητική αύρα των μορφών παραπέμπουν στη βυζαντινή αγιογραφία, τις μεξικάνικες τοιχογραφίες, ειδικότερα με το έργο του Ντιέγκο Ριβέρα, τις εικαστικές παραδόσεις των θρησκειών της Ανατολής, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τη σύγχρονη κουλτούρα του δρόμου.
Αυτές τις μέρες ο ζωγράφος περιμένει τις φωτογραφίες από την αποκαθήλωση του έργου «Imposition Symphony» στη Βενετία. Η τοιχογραφία του, δυστυχώς, θα σβηστεί, αν και η παράσταση με τα γεγονότα στους δρόμους της εξεγερμένης Αθήνας, τη φιγούρα του Μάο που κρατά στα χέρια του μια παιδική εκδοχή του ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ιλ και του ριζοσπάστη ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράιχ που φλέγεται, όπως τα βιβλία του από τους λογοκριτές, έχουν μείνει στη μνήμη των χιλιάδων επισκεπτών της Μπιενάλε.
Ο Στέλιος Φαϊτάκης δεν θεωρεί, πάντως, ότι εκπροσώπησε τη Δανία στην κορυφαία εικαστική διοργάνωση. « Ήμουνα σε μια διεθνή έκθεση στο δανέζικο περίπτερο», λέει. Παραδέχεται, όμως, ότι είχε την τύχη να πάει αρκετά νέος στην Μπιενάλε. Σκέφτομαι ότι δεν θα χρειαστεί να φτάσει στα εξήντα του χρόνια για να τον τιμήσουν κάποιοι, όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα, με μια συμμετοχή στη μεγάλη εικαστική διοργάνωση. «Ναι, πήγα ήδη και ευχαριστώ την Κατερίνα που με εμπιστεύτηκε. Νομίζω ότι ήταν μια ολοκληρωμένη έκθεση και ό,τι έγινε ήταν καλό και για την Κατερίνα, που την εμπιστεύτηκαν οι Δανοί. Ξέρει πάντα τι κάνει. Είναι πολύ σοβαρός άνθρωπος».
Το πρώτο μέρος του φετινού καλοκαιριού ο ζωγράφος βρισκόταν στο Κίεβο, στην Μπιενάλε της ουκρανικής πρωτεύουσας, την οποία επιμελήθηκε ο Bρετανός curator και ιστορικός τέχνης David Elliott. Παρουσίασε μια τεράστια τοιχογραφία σε μια επιφάνεια 120 τ.μ, ύψους 7 μέτρων και μήκους 16. Στην ίδια διοργάνωση υπήρχαν έργα των Boris Mikhailov, Ai Weiwei, Bill Viola και Jake and Dinos Chapman. Σε λίγες μέρες θα βρεθεί στο Παρίσι. Η Eλληνίδα curator Νάντια Αργυροπούλου έχει συμπεριλάβει τη δουλειά του στην έκθεση με τον αμφίσημο τίτλο «Hell as Pavilion» και έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, που θα φιλοξενηθεί στο Palais de Tokyo.
Η βία της Βίβλου
Ας θυμηθούμε, όμως, πότε γνωρίσαμε τον Στέλιο Φαϊτάκη. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 διακρίθηκε ως καλλιτέχνης του γκράφιτι ζωγραφίζοντας, κυρίως, στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας. Ευρύτερα γνωστός έγινε το 2008 από τη συμμετοχή του στην 1η Μπιενάλε της Αθήνας με την εντυπωσιακή τοιχογραφία «Ο Σωκράτης πίνει το κώνειο». Τότε είδαμε, πρώτη φορά, έναν τολμηρό καλλιτέχνη που είχε τη δύναμη παρουσιάσει και να υποστηρίξει το ιδιόμορφο ζωγραφικό του ιδίωμα, το οποίο αψηφούσε τους προβλέψιμους κανόνες και τις τάσεις που κυριαρχούσαν στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης. Οι ανθρωποκεντρικές, μεγάλης κλίμακας παραστάσεις του συμπυκνώνουν, με πρωτόγνωρο τρόπο, τη γνώση αρκετών εικαστικών παραδόσεων.
Στη ζωγραφική του, το λαμπερό χρυσό και τα έντονα κόκκινα χρώματα, η σχεδόν γεωμετρική απεικόνιση της φύσης και η ασκητική αύρα των μορφών παραπέμπουν στη βυζαντινή αγιογραφία. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση της εικονοποιίας του αποκαλύπτει τους ορατούς και υπόγειους δεσμούς του καλλιτέχνη με τις μεξικάνικες τοιχογραφίες, ειδικότερα με το έργο του Ντιέγκο Ριβέρα, τις εικαστικές παραδόσεις των θρησκειών της Ανατολής, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τη σύγχρονη κουλτούρα του δρόμου.
Ο ίδιος θεωρεί την αγιογραφία αφηρημένη τέχνη: «Η ανθρώπινη φιγούρα, η φύση, όλα είναι στυλιζαρισμένα και υπακούουν σε γεωμετρικούς κανόνες στην αγιογραφία. Δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, αλλά με νοητικές κατασκευές».
Μιλάει, ακόμα, με θαυμασμό για τον πλούτο που εντόπισε στις τέχνες του παρελθόντος: «Στις παλαιότερες τέχνες δεν βλέπεις τίποτε που να έγινε στην τύχη. Παρατηρείς πολύπλοκες απεικονίσεις και δυσκολεύεσαι να συλλάβεις τον τρόπο που έγιναν, αν και καταλαβαίνεις ότι τα πάντα έχουν μια θέση κι ένα νόημα σε αυτές τις παραστάσεις. Αναφέρομαι στην τέχνη των Θιβετιανών, στον Βουδισμό, τον οποίο αποκαλούν και “Χριστιανισμό της Ανατολής”. Υπάρχουν, επίσης, αρκετά σημεία σύγκλισης ανάμεσά σε αυτές τις τέχνες.
Οι βυζαντινές και οι ιαπωνικές εικόνες, για παράδειγμα, έχουν την ίδια παλέτα, την ίδια ατμόσφαιρα, την ίδια ακρίβεια στην εκτέλεση. Απλώς, οι Ανατολίτες προτιμούν τις καμπύλες γραμμές και οι Βυζαντινοί τις ευθείες».
Τα θέματά του, συχνά βίαιες, τολμηρές σκηνές με μια υπόμνηση θανάτου, σχολιάζουν εύστοχα το αδιέξοδο του σύγχρονου κόσμου και ανακαλούν την ελευθερία που μας κληροδότησε ο μοντερνισμός: συχνά ένας skateboarder συνυπάρχει αρμονικά με μια βιβλική μορφή και ανθρωπόμορφα έντομα που μοιάζουν να εκκρίνουν τοξικές ακαθαρσίες εναλλάσσονται με τοπία μαζικών δολοφονιών.
«Όλες οι θρησκευτικές τέχνες και γενικότερα οι παλαιές τέχνες απεικονίζουν βίαια επεισόδια», προσθέτει. «Η Βίβλος είναι γεμάτη βία και η Μαχαμπχαράτα βία και σεξ. Ποτέ, επίσης, η υψηλή τέχνη δεν ντρεπόταν να δείξει τη βία. Ο Δαυίδ που κρατάει το κεφάλι του Γολιάθ στον πίνακα του Καραβάτζιο είναι μια εξαιρετικά βίαιη εικόνα», λέει. Και υπενθυμίζει την εξίσου βίαιη απεικόνιση του αποκεφαλισμού του Ολοφέρνη στον πίνακα της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι. «Εγώ δεν δείχνω τίποτε μπροστά σε αυτούς τους ανθρώπους. Η βία είναι η αλήθεια και το πρόβλημα του κόσμου. Αν τη δείξω με εκλεπτυσμένο τρόπο, θα μοιάζει ψεύτικη. Πάντως, δεν δείχνω βία για να εξιτάρω ή να “αρπάξω” το μάτι. Δεν είναι αυτό το κίνητρό μου».
«Κάνω αναχρονιστική τέχνη, θρησκευτική τέχνη»
Στον περιορισμένο χρόνο της κουβέντας μας προσπαθώ να εντοπίσω την καταγωγή των εικόνων του, την προέλευση του αλλόκοτου πλήθους που κατοικεί τους πίνακες και τις τοιχογραφίες του. Ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου δεν μοιάζει, πάντως, αρκετά με εκείνον που είχα συναντήσει στα Giardini της Μπιενάλε. Ευγενικός, όπως πάντα, με την ήρεμη αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που ακολουθεί την κλίση του, έχει αποκτήσει κάτι από την ασκητική όψη των μορφών που ζωγραφίζει.Η μακριά μαύρη γενειάδα είναι ένα νέο στοιχείο στην εμφάνισή του που ενισχύει αυτή την εντύπωση. Ένα καπέλο φορεμένο ανάποδα διαταράσσει το στερεότυπο της θρησκευτικής αναγωγής.
«Δεν βγαίνω έξω πια, παρά μόνο για να αγοράσω τα απαραίτητα», λέει. Και δείχνει αυτάρκης, με τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους δίπλα του. Περνά αρκετές ώρες στο φωτεινό εργαστήριό του, όπου μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ψαραντώνη συνυπάρχει με μια πλούσια βιβλιοθήκη, τα εργαλεία της δουλειάς του, ένα αντίγραφο ανθρώπινου κρανίου και μια συλλογή από επιτραπέζια παιχνίδια.
Η θέα από το παράθυρο του εργαστηρίου του μάλλον δεν τον χαροποιεί. Μου δείχνει, απέναντι, ένα παλιό αρχοντικό που καταρρέει και φτιάχνει ελληνικό καφέ να πιούμε. Το εσωτερικό του εργαστηρίου είναι καλυμμένο περιμετρικά, σχεδόν μέχρι το ταβάνι, με δεκάδες βιβλία και εκδόσεις τέχνης. Στο βάθος διακρίνεται ο λευκός άδειος τοίχος όπου τοποθετεί τα πανέλα του για να ζωγραφίσει. Σε αυτό το περιβάλλον, όπως αντιλαμβάνεστε, οι αφορμές για συζήτηση δεν τελειώνουν.
Θεωρεί απολύτως φυσικό το στοιχείο της επιμειξίας, τις διαφορετικές ιστορικές αναφορές και τεχνοτροπίες που αναγνωρίζονται στο έργο του. «Αν θυμηθείς, αυτό γινότανε στην Ιταλία την εποχή της Αναγέννησης. Παίρνανε ένα βιβλικό περιστατικό και το ενέτασσαν στον δικό τους χώρο, το έντυναν με τα δικά τους κοστούμια και το αποτέλεσμα ήταν μη ρεαλιστικό», λέει. Όσο για την παρουσία ιστορικών μορφών στους πίνακές του, εξηγεί: «Η δουλειά μου είναι αφηγηματική, αλλά δεν εικονογραφώ ιστορικά γεγονότα. Δεν με ενδιαφέρει η ιστορική ακρίβεια ενός γεγονότος αλλά η μελέτη της Ιστορίας, από την οποία μπορείς να ερμηνεύσεις το παρόν. Η λογική είναι ένα εργαλείο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά είναι περιορισμένο. Ο άνθρωπος έχει αντιληπτικές ικανότητες και μηχανισμούς που υπερβαίνουν τη λογική. Συχνά οι ιστορικές φιγούρες είναι τα δικά μου εργαλεία, το ένδυμα που χρησιμοποιώ για να εκφράσω τις ιδέες μου».
«Ο Σωκράτης στην Μπιενάλε της Αθήνας συνδεόταν με την έννοια της δικαιοσύνης. Ο Ράιχ, που φλέγεται στο έργο της Βενετίας, ποτέ δεν κάηκε στην πυρά. Με έναν τρόπο, όμως, οι λογοκριτές τον αντιμετώπισαν όπως αντιμετώπιζαν τις μάγισσες το Μεσαίωνα, τον έστειλαν φυλακή και πέθανε».
Η πολυσυζητημένη θρησκευτική διάσταση της τέχνης του δεν έχει σχέση με τους περιορισμούς που θέτει η ενασχόληση με τη δημιουργία λατρευτικών εικόνων. Απεχθάνεται τη στατικότητα και τον δογματισμό της αγιογραφίας, αν και κάνει, όπως λέει, αναχρονιστική, θρησκευτική τέχνη. Το ισχυρότερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας αλλά και της τέχνης του μοιάζει να είναι, άλλωστε, η σχεδόν υπαρξιακή αναζήτηση της πνευματικότητας ή των ψηγμάτων της στα συντρίμμια του σύγχρονου κόσμου.
Η ιστορικός τέχνης Νάντια Αργυροπούλου, γράφοντας για το έργο του στην αγγλόφωνη έκδοση Hell on Earth (gestalten), ανακαλεί, εύστοχα, το θρυλικό φιλμ του Ταρκόφσκι, Αντρέι Ρουμπλιώφ, και την πεποίθηση του Ρώσου δημιουργού για την πνευματικότητα, την οποία και όριζε ως ένα επαναστατικό εργαλείο που θα μπορούσε να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανυψωθεί πέρα από τον εαυτό του και να ανακτήσει αυτό που ονομάζουμε «ελεύθερη βούληση».
Από το σκοτάδι στο φως
Πώς έφτασε, όμως, ο Φαϊτάκης στην οικειοποίηση κάποιων στοιχείων της αγιογραφίας«Μέσα από μια τεχνική οδό», απαντά. «Εκεί που ζωγράφιζα από το φως προς το σκοτάδι, άρχισα να ζωγραφίζω από το σκοτάδι προς το φως. Τις μισούσα παλιότερα τις αγιογραφίες, επειδή ήταν λατρευτικές χριστιανικές εικόνες. Εκείνος που μου έδειξε πρώτη φορά αγιογραφίες στη σχολή ήταν ο δάσκαλός μου, ο Ευτύχης ο Πατσουράκης. Μου είχε πει: “Δες εδώ τι κάνουν αυτοί”. Κι εγώ σκεφτόμουν: “Τι μου δείχνει τώρα...”. Κλότσαγα. Σιγά-σιγά, κατάλαβα τι γίγαντες ζωγράφοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και άρχισα να πλησιάζω κι άλλες παραδόσεις, τους Γιαπωνέζους, τις θιβετιανές εικόνες, τη ζωγραφική του Ντιέγκο Ριβέρα. Ο Ριβέρα ήταν, στην ουσία, αγιογράφος. Έφτιαχνε το δόγμα του κόμματος σε εικόνες για να το βλέπει ο πιστός και να κάνει τον σταυρό του. Αντί να ζωγραφίσει τον τάδε άγιο, ζωγράφιζε τον Εμιλιάνο Ζαπάτα. Αυτή ήταν η διαφορά».
Δείχνει αυτάρκης, με τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους δίπλα του. Περνά αρκετές ώρες στο φωτεινό εργαστήριό του, όπου μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ψαραντώνη συνυπάρχει με μια πλούσια βιβλιοθήκη, τα εργαλεία της δουλειάς του, ένα αντίγραφο ανθρώπινου κρανίου και μια συλλογή από επιτραπέζια παιχνίδια.
Η τάση που έχουν οι άνθρωποι να ταξινομούν γρήγορα τους καλλιτέχνες έχει τοποθετήσει τον Φαϊτάκη στο αριστερό κίνημα. Ο ίδιος, αν και κάποτε ήταν ιδεολογικά κοντά σε αυτόν το χώρο, δεν δείχνει να περιορίζεται από κάποια ιδεολογία. Η εμφάνιση αρκετών συμβόλων και εικόνων από τον λεγόμενο αριστερό χώρο (στιγμιότυπα από εξεγέρσεις, συγκρούσεις και οδοφράγματα κ.ά.) στα έργα του έχει, μάλλον, μια ειρωνική και κριτική διάσταση που δεν αναγνωρίζεται με μια πρώτη ματιά.
Η επιλογή του βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια της μεταστροφής των καταστασιακών, που έπαιρναν ένα σύστημα καλλιτεχνικό ή άλλο για να υπηρετήσουν τις ιδέες τους, παρά στην αποδοχή κάποιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. «Δεν πιστεύω στην πλάνη οποιασδήποτε ουτοπίας», λέει κοφτά. Και προσθέτει: «Η δική μου δουλειά δεν θέτει, δυστυχώς, πολλά ερωτήματα. Είμαι ακόμα απόλυτος άνθρωπος. Αν το πετύχω μια μέρα, θα σημαίνει ότι κάνω και καλύτερη ζωγραφική».
Ζωγραφική και πολεμικές τέχνες
Στην υπηρεσία της ζωγραφικής και της μελέτης της ανθρώπινης φύσης έχει εντάξει, με έναν ανορθόδοξο τρόπο, και το πάθος του για τις πολεμικές τέχνες, και ειδικότερα για το Νινζούτσου, μια αρχαία ιαπωνική τέχνη στρατηγικής, αρκετά επικίνδυνη στην εφαρμογή της. «Μέσα από τον Νινζούτσου μπορείς να πλησιάσεις και την ουσία της τέχνης», λέει.
Και εξηγεί: «Κάθε τέχνη διέπεται από αρχές. Στο βαθύτερο επίπεδο οι πολεμικές τέχνες είναι πνευματικοί δρόμοι που καλείται ο άνθρωπος να ακολουθήσει για να ανυψωθεί».
Ο τρόπος που βιώνει, τέλος, την κρίση δεν είναι ο αναμενόμενος. «Δεν μπορώ να χρεώσω αυτό που συμβαίνει στη δική μας γενιά, αλλά σε εκείνη των πατεράδων μας», λέει με ένταση. «Αυτοί φταίνε, γιατί έπιασαν χρήματα στα χέρια τους και δεν κάνανε τίποτα. Χτίσανε αυτό το σύστημα, χωρίς να δώσουν καμιά προτεραιότητα στην παιδεία, το οποίο κατέστρεψε και τη δική μας γενιά. Για τις επόμενες, να μην το συζητήσουμε καν. Και όσο προχωράμε, τόσο μουλιάζουμε στον βόθρο. Δεν ανοίγει κανείς ένα βιβλίο για να διαβάσει και δεν αναρωτιέται τι στο διάολο ήρθε να κάνει εδώ πέρα. Όταν ο άνθρωπος χάνει την επαφή με τα βασικά ερωτήματα της ζωής και της ύπαρξης, όταν δεν ξέρει, δηλαδή, τι είναι, πού πάει και από πού έρχεται, έχει χάσει τη μάχη. Γι’ αυτό τους έπιασε όλους η κρίση και ο εχθρός με τα παντελόνια κατεβασμένα».
σχόλια