TO BLOG ΤΟΥ M.HULOT
Facebook Twitter

«Σε όλα τα σπίτια μού ζητούσαν να φτιάχνω μόνο τα φαγητά που ήξερα»: Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα αφηγείται

«Σε όλα τα σπίτια μού ζητούσαν να φτιάχνω μόνο τα φαγητά που ήξερα»: Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα αφηγείται

Η Χαρίκλεια Δανιόλου μαγειρεύει από μικρό παιδί. Μαγείρεψε στη θρυλική ταβέρνα του Περτέση στις Στραπουριές και σε σπίτια πλουσίων, ενώ σήμερα μαγειρεύει στην ταβέρνα της, τα Σκαλάκια, στη Χώρα της Άνδρου. Το ανδριώτικο φαγητό ήταν η αφορμή για να μας αφηγηθεί όλη της τη ζωή.  

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Στα σπίτια όπου πήγαινα μαγείρευα το καθημερινό φαγητό, όταν είχαν καλεσμένα 500 άτομα μπορεί να τηγάνιζα 500 κολοκυθόπουλα ή 500 φουρτάλιες, αλλά δεν έκανα τα υπόλοιπα, τα κρέατα, τα ψάρια, τα ολόκληρα γουρνόπουλα με το μήλο στο στόμα, έπαιρναν catering γι’ αυτά, εγώ τους έφτιαχνα το λυράκι το βραστό, τους πατατοκεφτέδες, τους κεφτέδες, τα ντολμαδάκια. Φωτό: M.Hulot/LIFO.

Η Χαρίκλεια Δανιόλου είναι πασίγνωστη μαγείρισσα στην Άνδρο. «Την ξέρουν και οι πέτρες», όπως λέει γελώντας, και όχι μόνο επειδή έχει τα Σκαλάκια, μία από τις πιο γνωστές ταβέρνες στη Χώρα. Η Χαρίκλεια είναι έξω καρδιά και πάντα χαμογελαστή, αυτό ήταν πάντα το μεγάλο της όπλο, το μεγάλο προτέρημα που τη βοήθησε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και την έκανε περιζήτητη στα σπίτια των πλουσίων του νησιού, όπου μαγείρευε για πολλά χρόνια. Η πρόσφατη δράση της την έκανε γνωστή και έξω από το νησί, γιατί μια μέρα αποφάσισε να διδάξει στα παιδιά του σχολείου την τοπική κουζίνα, ξεκινώντας μαθήματα ανδριώτικης μαγειρικής, ένα πολύτιμο workshop για τον τρόπο που φτιάχνονται τα παραδοσιακά πιάτα του νησιού. Το έργο της σε μια εποχή που χάνονται οι τοπικές κουζίνες και τα παιδιά ξέρουν να φτιάχνουν μπανόφι και κινέζικα πιάτα, αλλά δεν έχουν ιδέα τι είναι το λαμπριάτικο ή πώς φτιάχνεις κολοκυθόπουλα και λυράκι, είναι πολύ σημαντικό, γι’ αυτό και οι γονείς των μαθητών της τη βοήθησαν να πραγματοποιήσει το όνειρό της – όσο κράτησε. «Αν τα παιδιά τρώνε κάθε μέρα τηγανητό κοτόπουλο και μπέργκερ, πώς περιμένεις να ανθήσει η ελληνική κουζίνα;» λέει.    

Η ιστορία της Χαρίκλειας είναι μυθιστορηματική, η ζωή της δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, αλλά όλα τα ξεπέρασε, μάς λέει και χαμογελάει ξανά. Στο μαγαζί όπου μας υποδέχεται μάς συστήνει τις δυο κόρες της, τη Μαρία και την Αλίκη, και τον εγγονό της, τον μικρό Σωκράτη, που είναι το καμάρι της.

«Τα παιδιά τα έχω από τον πρώτο μου άντρα», μας λέει, «ζήσαμε μαζί τριάμισι χρόνια και μετά χωρίσαμε.

Παντρεύτηκα στα δεκαοχτώ μου. Δούλευα σε μια αποθήκη, εκεί γνώρισα τον πρώτο άντρα μου – μόλις είχα πάει για δουλειά. Κι επειδή με ήθελαν πάρα πολύ οι γονείς του, με κατάφεραν και είπα το “ναι”. Δεν τον ερωτεύτηκα όμως. Όταν πήγαμε να ψωνίσουμε το νυφικό, εγώ άλλαξα γνώμη, είπα της μητέρας μου ότι δεν ήθελα να παντρευτώ και με πέταξε έξω απ' το σπίτι, δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα. Ήμουν κόρη ναυτικού κι η μάνα μου ήταν υπεύθυνη και υπόλογη. Εν πάση περιπτώσει, με έπεισαν και έγινε ο γάμος.

Γέννησα την κόρη μου, τη Μαρία, και νομίζοντας ότι τα πράγματα γίνονται καλύτερα άμα κάνεις οικογένεια, έμεινα αμέσως έγκυος στην Αλίκη. Όμως ο γάμος μου δεν πήγε καλά και όταν ήμουν 19μισι χρονών χωρίσαμε με τον χειρότερο τρόπο. Διατηρούμε όμως πολύ καλή σχέση με τον πρώην άντρα μου μέχρι σήμερα, για χάρη των παιδιών. 

Έζησα ζωή χαρισάμενη, βασανισμένη όμως γιατί η μικρή κόρη μου έχει ένα πρόβλημα υγείας – ζορισμένη, αλλά και πολύ ευτυχισμένη. Δεν αισθάνθηκα ποτέ μίσος για τον πρώην άντρα μου, τον συγχώρησα. Ο Βαγγέλης που παντρεύτηκα στη συνέχεια είναι ήρωας, δέχτηκε την οικογένειά μου με όλα της τα ελαττώματα». 

Μας κερνάει φανουρόπιτα, ξεροτήγανα, γλυκό περγαμόντο που έχει φτιάξει μόνη της, και ποτό μαστίχα. Μας έχει καλέσει στο σπίτι της στα Λιβάδια, μέσα σε έναν κήπο που έχει κάθε είδος εσπεριδοειδών, πορτοκαλιές και λεμονιές, φράπες (το ντόπιο παμπιλόνι από το οποίο κάνουν το περίφημο γλυκό κουταλιού), περγαμόντα, νεραντζιές, μανταρινιές, κουμκουάτ και ένα τεράστιο κινέζικο φρούτο που είναι πιο μεγάλο και από τη φράπα. Η μυρωδιά είναι μεθυστική (όλα είναι ανθισμένα) και στην ταράτσα όπου μας ανεβάζει βλέπουμε μέχρι πέρα στην κοιλάδα (το τοπίο είναι ειδυλλιακό, περιβόλια με “ξινά” μπλέκονται με συστάδες κυπαρισσιών, θεόρατα πλατάνια και ψηλούς πέτρινους μαντρότοιχους).

«Γεννήθηκα στα Λιβάδια, εδώ στην Άνδρο, από γονείς Ανδριώτες», μας λέει. «Όλη μου τη ζωή την έχω ζήσει εδώ, όπως και οι γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, μάγειρας, 22 χρόνια. Εμένα και την αδερφή μου μας μεγάλωσε η μάνα μου. Μεγαλώσαμε δύσκολα, τον πατέρα τον βλέπαμε κάθε δύο χρόνια. Βέβαια, όταν μπήκαμε στην εφηβεία ο μπαμπάς έκανε εξάμηνο και γύριζε γιατί οι ευθύνες ήταν πολύ μεγάλες για τη μάνα μου. Η αδερφή μου είχε αρχίσει να επαναστατεί, ήθελε σπουδές, εγώ ήμουν πιο χαμηλών τόνων.

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Τα Λιβάδια. Η μυρωδιά είναι μεθυστική (όλα είναι ανθισμένα) και στην ταράτσα που μας ανεβάζει βλέπουμε μέχρι πέρα στην κοιλάδα (το τοπίο είναι ειδυλλιακό, περιβόλια με “ξινά” μπλέκονται με συστάδες κυπαρισσιών, θεόρατα πλατάνια, και ψηλούς, πέτρινους μαντρότοιχους). Φωτό: M.Hulot/LIFO.

Όλοι στην οικογένειά μου μαγείρευαν. Ο παππούς ήταν ένας από τους καλύτερους μαγείρους στα καράβια, ο πατέρας μου το ίδιο, δουλεύανε σε ανδριώτικες εταιρείες. Η μάνα μου μαγείρευε απλά για να μας ταΐσει, η γιαγιά μου όμως μαγείρευε πάρα πολύ ωραία. Και από το άλλο σόι η προγιαγιά μου ήταν μαγείρισσα κι αυτή στου Kαμπάνη, στου πλούσιου. Και οι γονείς του πρώην άντρα μου είχαν ταβέρνα, την καλύτερη στην Άνδρο, του Περτέση, στις Στραπουριές, πάνω από τα Λάμυρα. Ήταν ονομαστή, πήγαιναν όλοι οι εφοπλιστές και τρώγανε με ρεζερβέ τραπέζια – τους μεταφέρανε με ζώα, γιατί δεν υπήρχε δρόμος. Το 1979 που πρωτοπήγα εκεί, στο χωριό, είχανε δυο μουλάρια και μ’ αυτά μεταφέρανε ό,τι χρειάζονταν από τη Χώρα. Όταν τα φτιάξαμε με τον πρώην σύζυγο δεν ήξερα ούτε αυγό να βράσω. Πήγαινα ακόμα σχολείο και η μάνα μου δεν μας έβαζε να μαγειρεύουμε.  

Στις Στραπουριές, που άρχισα να βοηθάω στο μαγαζί, έβλεπα κάτι περίεργα πράγματα. Κάποια φορά ο πεθερός μου μού είπε “πάμε να σφάξουμε κοκόρια;”. Επειδή τον είχα πραγματικά αγαπήσει αυτόν τον άνθρωπο, ήταν πολύ καλός, του είπα “ναι, πάμε!”. Τα σφάζουμε λοιπόν, τα καθαρίζουμε, τα ανεβάζουμε στην πεθερά μου, που ήταν πιο τσαούσα, και βλέπω ότι παίρνει τα πόδια, κόβει τα νύχια, τα ζεματάει, τα ξεφλουδίζει και τα αφήνει στην άκρη. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Λέω στον πεθερό μου “τι θα τα κάνουμε αυτά;”, μου απαντάει “είναι για τη συνταγή” και ξεκινάει να κάνει τον κοκκινιστό κόκορα. Μόλις σοτάρει το κοκόρι με το κρεμμύδι, ρίχνει και τα δυο πόδια στην κατσαρόλα. Για μένα είχε τελειώσει η κατσαρόλα αυτή, όχι να δοκιμάσω το φαΐ δεν ήθελα, ούτε να τη δω. Βάζουν να φάμε τη μακαρονάδα που ήταν το σπέσιαλ φαγητό, με τυριά ξυστά δικά τους από πάνω, και τον κόκορα, κι εγώ δεν έφαγα μπουκιά. Είπα “έχω το στομάχι μου” και ήθελα να πάω στη μάνα μου. Όταν την είδα της είπα “μαμά, αυτοί πρέπει να είναι πολύ φτωχοί άνθρωποι, τρώνε και τα πόδια από τα κοκόρια!”.

Όταν ξαναπήγα, ο πεθερός μου μού είπε “ξέρεις γιατί το κάνουμε αυτό; Το ζελέ που βγάζουν τα πόδια κάνει τη σάλτσα να δένει”. Ήταν, βέβαια, και ένας τρόπος για να δείξει ότι ήταν δικά του τα κοκόρια, δεν πουλούσαν πουθενά κοτόπουλα με τα πόδια και τα νύχια, ούτε τώρα πουλάνε. Οι εφοπλιστές που έρχονταν, οι καπεταναίοι, έπαιρναν τα πόδια και τα γλείφανε.  

Πολύ γρήγορα ενθουσιάστηκα με τη μαγειρική κι άρχισα να ζητάω να κάνω πράγματα – τα έκανα όπως ακριβώς τα έβλεπα. Πήγαινα και μαγείρευα στη μάνα μου κι αυτή θαύμαζε όσα είχα μάθει. Όταν πια παντρεύτηκα, τα πεθερικά μου με είχαν δεξί τους χέρι, αλλά έφτιαχναν λίγα πράγματα. Οι σπεσιαλιτέ τους ήταν χωριάτικη σαλάτα, τζατζίκι, κεφτέδες, κόκορας κρασάτος με μακαρονάδα και βολάκι τυρί ξυστό, δικό τους, και η φουρτάλια με τα λουκάνικα, η ανδριώτικη. Και το ρύζι με τον κιμά. Αυτά ήταν όσα μπορούσες να παραγγείλεις. Μετά από χρόνια έκαναν και κολοκυθάκια τηγανητά απ' τον κήπο τους κι έφτιαχναν και δικό τους ψωμί. Αυτή η ταβέρνα ήταν σήμα κατατεθέν στην Άνδρο, “αν δεν πας στου Περτέση να φας, δεν έφαγες καθόλου”, έλεγαν. Ήταν ένα λαϊκό μαγαζί με τυπική παραδοσιακή κουζίνα, ντόπια. Τους πελάτες τούς μετέφεραν μέχρι εκεί με τα μουλάρια. Κι επειδή τρώγανε και πίνανε και μετά νύχτωνε και δεν μπορούσαν να φύγουνε, άλλους τους επιστρέφανε –ερχόταν το ταξί μέχρι ένα σημείο και τους έπαιρνε–, κι άλλους, που είχαν μεθύσει, τους κρατούσαν εκεί μέχρι να συνέλθουν. Έτσι αποφασίσανε οι πλούσιοι και δώσανε του παππού κάτι χρήματα και κάνανε ένα σπίτι από πάνω, κάτι δωμάτια για να μένουνε.

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Τα κολοκυθόπουλα είναι το σουξέ του καλοκαιριού. Σε όλα τα σπίτια που δούλευα ήταν το Νο1 σε ζήτηση, μαζί με τις φουρτάλιες. Μαζεύεις τους ανθούς το πρωί για να είναι ανοιχτοί και να βλέπεις μήπως έχουν κανένα έντομο μέσα και τους τινάζεις λίγο - δεν τα πλένεις τα λουλούδια, μόνο όταν είναι σε αμμουδερά χώματα. Φωτο: M.Hulot/LIFO.

Πήγαινε πολύ καλά το μαγαζί, είχανε τα δικά τους τυριά, μαζεύανε κάππαρη, βύσσινο, κάνανε γλυκό καρυδάκι –ήταν αυτό που άρεσε σε όλους, το καλύτερο– και βέβαια όσοι έρχονταν με παραγγελίες ήταν με τα κότερά τους από κάτω. Τα ξημερώματα, λοιπόν, μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο πεθερός μου –επειδή ο γιος του δεν ήθελε να έχει παρτίδες με τους εφοπλιστές, ήταν τα πολιτικά πιστεύω του διαφορετικά, εγώ, από την άλλη, ήμουν ένα άβγαλτο παιδί και ό,τι μου έλεγαν το έκανα–, “θα σηκωθούμε πρωί πρωί, πριν χαράξει, και θα πάμε μπουναμάδες”. Δίναμε δώρα στους εφοπλιστές, ένα καλάθι με ό,τι είχαμε στο σπίτι, δηλαδή μια πετρωτή τυρί, ένα μπολάκι με κάππαρη, λουκάνικα δικά τους, αυγά δικά τους, βύσσινα, και πηγαίναμε και τα μοιράζαμε στη σειρά, λέγαμε “αυτό είναι του Γουλανδρή, αυτό είναι του Εμπειρίκου...”. Ήταν οι ευχαριστίες επειδή ερχόντουσαν στο μαγαζί μας.

Δεν προλαβαίναμε να γυρίσουμε και είχαμε κι άλλες παραγγελίες, “θα έρθουν απόψε 40 άτομα”, την άλλη 30, όλος ο Αύγουστος ήταν γεμάτος εφοπλιστές. Μετά, όμως, το ’81-’82 έγινε ο δρόμος και άρχισε κι ερχόταν κι άλλος κόσμος, ως επί το πλείστον, όμως, ήταν ένα πριβέ μαγαζί για πλούσιους. Τώρα έχει κλείσει, τα παιδιά τους δεν ήθελαν να συνεχίσουν. 

Από εκεί έφυγα το ’84, αφού χώρισα. Κάποια στιγμή ζορίστηκα πάρα πολύ, το ’89 δεν είχα λεφτά ούτε να πάω την Αλίκη στην Αθήνα, στον γιατρό. Ντρεπόμουν να ζητάω συνέχεια από τους γονείς μου, διατροφή δεν είχα πάρει ποτέ, δεν δέχτηκα, έτσι αποφάσισα να δουλέψω. Ήταν Ιούλιος και πήγα απογοητευμένη στη Χώρα, μπήκα σε ένα παπουτσίδικο που είχε μια φιλενάδα μου και της είπα: “Βρε Χρυσούλα, βρες μου μια δουλειά, ό,τι να 'ναι”. Και με παίρνει την επόμενη μέρα και μου λέει “υπάρχει μια κυρία που θέλει βοήθεια για το σπίτι της, θέλεις;” - “Θέλω!”.

Πάω, λοιπόν, και βλέπω μια κυρία με τις ρόμπες της, σε ένα σπίτι με γυαλιστερά πατώματα και ακριβά πράγματα – εγώ ήμουν μια χωριάτισσα που δεν ήξερα τίποτα να κάνω. Ωστόσο ήταν πολύ καλή, μου είπε “θέλω μόνο να μου καθαρίζεις το σπίτι” και με προσέλαβε. Στις δέκα μέρες ένιωσα την ανάγκη να τους μαγειρέψω κάτι, χωρίς να μου το πούνε, χωρίς να μου δώσουν την άδεια. Απλώς ένιωθα μια θετική ενέργεια σε αυτό το σπίτι, το οποίο το αγάπησα σαν δικό μου. Ήταν μια οικογένεια (του Μάνθου Φερεντούρου και της Έφης Ραπτάκη) με τρία παιδιά, που ερχόταν από την Αγγλία το καλοκαίρι στην Άνδρο. Για έναν μήνα τα βόλευαν, μαγείρευε η μάνα της Έφης, έτρωγαν στον ναυτικό όμιλο, μαγείρευε και η ίδια, δεν μου είχαν ζητήσει να μαγειρέψω. Εκείνη την ημέρα, όμως, εκεί που καθάριζα παράθυρα, κατεβαίνω στο ισόγειο, βρίσκω πατάτες, αυγά, λίγο δυόσμο απ’ τη γλάστρα, είχαν και λουκάνικα, και τους κάνω μια φουρτάλια. Μέχρι να έρθουν στο σπίτι ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει στα αυτιά μου, κόντευε να σπάσει. Νόμιζα ότι όταν θα άνοιγε η πόρτα και έβλεπαν ότι είχα μαγειρέψει θα μου έλεγαν “με ποιο δικαίωμα;”.  

Μπαίνουν στο σπίτι και δεν μπορείς να φανταστείς τι χαρά έκαναν που βρήκαν φαγητό! Από κει και ύστερα άλλαξε η ζωή μου εντελώς. Κράτησα το σπίτι της Έφης δεκατρία χρόνια, δουλεύοντας παράλληλα και σε άλλα πλουσιόσπιτα. Όταν ερχόταν η ώρα να πάω στο σπίτι τους πετούσα απ’ τη χαρά μου γιατί άνοιξε ο κύκλος μου, άνοιξε η ζωή μου με αυτήν τη γυναίκα. Με αγάπησαν αυτοί οι άνθρωποι, και τους αγάπησα.

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Η Χαρίκλεια με τον Βαγγέλη, ιδιοκτήτες της ταβέρνας στη Χώρα, Τα Σκαλάκια. Το μαγαζί, που είναι φτιαγμένο με την αισθητική του Βαγγέλη, σερβίρει σπιτική ανδριώτικη κουζίνα. Φωτο: M.Hulot/LIFO

Η Έφη μαζί με την Ιωάννα την Καρυστιάνη μας πάντρεψαν με τον Βαγγέλη. Αυτές οι δύο έστησαν τη γνωριμία κι έκαναν ολόκληρη πλεκτάνη για να δεχτώ να τον παντρευτώ. Έμεινα δεκαοκτώ χρόνια μόνη μου μέχρι να κάνω δεύτερο γάμο. Τέλος πάντων, εκεί που την έλεγα “κυρία Έφη”, κατέληξε να γίνει η καλύτερη φιλενάδα που είχα στη ζωή μου. 

Το μαγαζί το είχε στο μυαλό του ο Βαγγέλης πριν παντρευτούμε. Το είχε νοικιάσει και το έφτιαχνε και μια μέρα που περνούσαμε από κει μού το έδειξε και μου είπε “δεν έχεις καταλάβει; Μου αρέσουν πολύ τα γλυκά του κουταλιού που φτιάχνεις και θέλω να το κάνω καφενείο”. Εγώ δούλευα, τα παιδιά μου σπουδάζανε, δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει. Εκτός από τα σπίτια όπου μαγείρευα είχα και δεύτερη δουλειά τότε, έφερνα ρούχα από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και τα πουλούσα σε όλο το νησί, γύριζα από χωριό σε χωριό. 

Του είπα “ξέχνα με στο μαγαζί”, αλλά πηγαίνοντας την άλλη μέρα να μου το δείξει μου λέει “το πληρώνω ενάμιση χρόνο” – πλήρωνε εργάτες χωρίς να τους πιέζει. Του λέω “μέχρι το Πάσχα το μαγαζί πρέπει να έχει ανοίξει”. Τελικά τους πίεσε για να τελειώσει. Τον Φεβρουάριο παντρευτήκαμε και μετά κάναμε τα εγκαίνια, δειλά-δειλά, στον Ακάθιστο Ύμνο, με λίγα πράγματα, εγώ όμως δεν ήθελα να μπλέξω με το μαγαζί. Είχε έναν θείο ο Βαγγέλης, παλιό μάγειρα, στον οποίο είχε βασιστεί να το κρατάει, και ξεκινήσαμε να το λειτουργούμε το πρωί. Επειδή πήγαινε μόνος του ο θείος, αναγκαστήκαμε να βάλουμε και τη Μαρία, την κόρη μου, για λίγο. Σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Εγώ είχα φουλ δουλειά τότε, πήγαινα από το ένα σπίτι στο άλλο, από το πρωί μέχρι το βράδυ – πού να βρω χρόνο για μαγαζί; 

Μόλις άνοιξαν τα Σκαλάκια, ο Βαγγέλης μου λέει “πρέπει να σταματήσεις τη δουλειά επειδή δουλεύω εγώ τώρα”. Η Μαρία γκρίνιαζε με το μαγαζί, ο θείος τα δικά του, πραγματικό χάος, έπαιρνα μπακαλιάρο και άφηνα στον θείο να τηγανίσει, έφτιαχνα και το μείγμα για τους πατατοκεφτέδες, τους έβαζε στο τηγάνι και πετούσαμε και τα τηγάνια. Οπότε, ένα μεσημέρι, μόλις σχόλασα από της Έφης, με παίρνει τηλέφωνο η Μαρία και μου λέει “μαμά, είναι εδώ η κυρία Μοσχούλα η Βροντίση με τον Στάθη και ο θείος έχει κάνει τους κεφτέδες κάρβουνο”. Είχα ετοιμάσει χορτοκεφτέδες, πατατοκεφτέδες και κανονικούς, με κιμά, και τους είχε κάψει όλους. Στο μεταξύ, οι άνθρωποι με ξέρανε επειδή δούλευα στο σπιτικό τους και ρώτησαν τη Μαρία πού ήμουν, γι’ αυτό με πήρε τηλέφωνο. Παίρνω το αυτοκίνητο, πάω στο μαγαζί –ήταν τρεισήμισι η ώρα– και με το που μπαίνω στο μαγαζί αρπάζω τα πιάτα που είχαν μπροστά τους οι άνθρωποι και τα κοίταζαν, τα πάω στην κουζίνα, τα πετάω, δεν λέω ούτε γεια του θείου, βάζω τηγάνια, τηγανίζω άλλους κεφτέδες και τους πάω να φάνε. Ο Βαγγέλης σχόλαγε στις τέσσερις απ’ τη δουλειά του κι ερχόταν κι έπαιρνε τον θείο για να τον πάει στο σπίτι του. Μιλάμε για έναν μεγάλο άνθρωπο που δεν μπορούσα να του φερθώ άσχημα – βέβαια, έκανε το λάθος και μου είπε ειρωνικά “μα τι κάνεις εσύ στους κεφτέδες, μάγια;”.

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Τα άνθη από τα παμπιλόνια. Η φράπα (ή παμπιλόνι για τους Ανδριώτες) είναι το χαρακτηριστικό γλυκό του κουταλιού του νησιού. Φωτό: M.Hulot/LIFO

Μπαίνει ο Βαγγέλης και, αντί να τον χαιρετήσω δίνω μια στον πάγκο, φεύγουν όλα τα φαγιά, πέφτουν χάμω, και γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος – ήμουν πάρα πολύ κουρασμένη, είχε αλλάξει εντελώς η ζωή μου, είχα ζοριστεί αφάνταστα. Ο Βαγγέλης κέρωσε, κοίταζε μια εμένα, μια τον θείο του. Πιστεύω ότι ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής του γιατί δεν ήξερε με ποιον να πάει, ο θείος τον είχε μεγαλώσει και μένα με παντρεύτηκε. Βεβαίως, είχα τη δύναμη να του πω “διαλέγεις τώρα ποιον θέλεις στη ζωή σου”, κι αυτός μου απαντάει “να πάω τον θείο στο σπίτι και να έρθω να τα πούμε μετά;”. “Όχι”, του λέω, “εδώ, μπροστά στον θείο θα το πεις, ποιον, εμένα ή τον θείο; Αν θες τον θείο, παίρνω το παιδί μου και φεύγω, εάν θες εμένα, παίρνεις τον θείο και δεν τον ξαναφέρνεις εδώ”. 

Όταν δεν έχεις ερωτευτεί κάνεις πολλά, όταν έχεις ερωτευτεί, κάνεις τα πάντα. Ο Βαγγέλης με είχε ερωτευτεί τόσο πολύ που με την αντίδρασή του με έκανε αμέσως να τον λατρέψω – από εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε για μένα κανένας άλλος πέρα απ' τον Βαγγέλη, δεν ανέχομαι ούτε μια μικρή, απλή κατηγόρια γι' αυτόν, ούτε γι' αστείο. Είπε “θείε πάμε” και τον πήρε και τον πήγε σπίτι. Τον πλήρωσε και δεν ξανάρθε στο μαγαζί. Έβγαλα όμως και την κόρη μου από το μαγαζί.

Εκείνη τη στιγμή που γινόταν ο χαμός παρουσιάζεται μια Χιλιάνα, τόση δα κοντή, και λέει “γεια σας, ήρθα”. Αυτή, λοιπόν, την είχε βρει ο Βαγγέλης. Την είχε λυπηθεί και την είχε καλέσει να καθαρίζει το μαγαζί. Μου λέει “με λένε Τζούλη, μου είπανε να έρθω και ήρθα”. Της είπα να μπει και να περιμένει, και μόλις ηρέμησε η κατάσταση στρωθήκαμε στη δουλειά. Άφησα ένα-ένα τα σπίτια και με πελάτες αυτούς που ήξεραν τη μαγειρική μου, τους ανθρώπους που μαγείρευα στα σπίτια τους, άρχισα να δουλεύω το μαγαζί. Αυτοί με στήριξαν πάρα πολύ, και μέχρι σήμερα με στηρίζουν. Οι Ανδριώτες, αυτοί που είναι μόνιμοι κάτοικοι εδώ, δεν έρχονται στο μαγαζί, γιατί μαγειρεύουν στα σπίτια τους. Εμείς ζούμε από αυτούς που ήξεραν τα φαγητά μου, τους επισκέπτες, τους περιπατητές και τους ξένους που έρχονται για να φάνε ανδριώτικη κουζίνα. Το καταλαβαίνω γιατί κι εγώ δεν θα πάω σε ένα μαγαζί όπως το δικό μου όταν βγω, να φάω αυτά που μαγειρεύω στο σπίτι μου. Οι Ανδριώτισσες μαγειρεύουν πολύ ωραία, όλο το νησί έχει καλό φαγητό. 

Σε όλα τα σπίτια όπου μαγείρευα μου ζητούσαν να φτιάχνω μόνο τα φαγητά που ήξερα κι έφτιαχνα στο σπίτι μου, κι αυτά που μαγειρεύω τώρα στο μαγαζί, ποτέ δεν ζήτησαν κάτι άλλο. Η Έφη με είχε πάρει στο Λονδίνο για 15 μέρες και μου είχαν προτείνει να δουλέψω στην Αγγλία, αλλά δεν ήθελα να μείνω λόγω των παιδιών μου, έτσι ξαναγύρισα στην Άνδρο. Στα σπίτια όπου πήγαινα μαγείρευα το καθημερινό φαγητό, όταν είχαν καλεσμένα 500 άτομα μπορεί να τηγάνιζα 500 κολοκυθόπουλα ή 500 φουρτάλιες, αλλά δεν έκανα τα υπόλοιπα, τα κρέατα, τα ψάρια, τα ολόκληρα γουρνόπουλα με το μήλο στο στόμα, έπαιρναν catering γι’ αυτά. Εγώ τους έφτιαχνα το λυράκι το βραστό, τους πατατοκεφτέδες, τους κεφτέδες, τα ντολμαδάκια. Και σε γάμους ή σε βαφτίσεις που με καλούσαν μαγείρευα στο σπίτι μου και τα πήγαινα έτοιμα. Κι επειδή πήγαινα στην Αθήνα κι έβλεπα, έπαιρνα ωραίους δίσκους, ωραία κουτιά για να μεταφέρω τα φαγητά, και τα πήγαινα πάντα όμορφα.

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Στο μαγαζί η πιο μεγάλη επιτυχία είναι η φουρτάλια, το αρνί το λεμονάτο στην κατσαρόλα και το ρύζι με τον κιμά φυσικά, αλλά το αρνί είναι το σουξέ, ιδίως στους ξένους, στους Γάλλους. Οι Γάλλοι τρώνε πάρα πολύ αρνί. Φωτο: Κωνσταντίνα Βούλγαρη/LIFO.

Μια φορά, 26 Αυγούστου, στο Νειμποριό, ήταν του Αγίου Φανουρίου και είχαν ένα πολύ μεγάλο γλεντοκόπι όπου μου είχαν παραγγείλει φαγητά. Αύγουστο στο Νειμποριό δεν περνούσες με τίποτα, έτσι είχα το θράσος να ζητήσω από την αστυνομία να με συνοδέψει για να μπορέσω να φτάσω μέχρι εκεί. Όλοι με ήξεραν στο νησί, έτσι τόλμησα και πήρα τηλέφωνο για να ζητήσω βοήθεια. Γέλασε ο αστυνομικός, μου είπε “δεν γίνεται”, αλλά έστειλε περιπολικό να με συνοδέψει. Έκλεισαν τον δρόμο και κατάφερα να φτάσω μέχρι το Νειμποριό με το αυτοκίνητο. Μου έδωσαν και θέση για να παρκάρω μέχρι να ξεφορτώσω».

Η Χαρίκλεια έχει αμέτρητες ιστορίες να αφηγηθεί, συγκινητικές, αστείες. Όπως αυτή που κάποτε τηγάνισε βουκαμβίλιες και τάισε εκατόν πενήντα άτομα σε ένα πάρτι.   

«Είχα πάει σε ένα σπίτι στα Λάμυρα, σε μια καταπληκτική οικογένεια», λέει, «έξω καρδιά όλοι, χορεύανε, γλεντούσανε, φέρνανε DJ απ’ την Αθήνα στα πάρτι τους, κι εγώ ήμουν στα μαγειρέματα. Είχαμε με τον Σέχταρ (έναν υπέροχο άνθρωπο, Αφρικάνο, τον οποίο τον είχαν και στην Αθήνα) να τηγανίσουμε κολοκυθόπουλα, τους ανθούς από τα κολοκύθια που γίνονται με κουρκούτι. Τηγάνισα πάνω από 150 κολοκυθόπουλα, τα οποία τα έδιναν για το welcome μαζί με μια ελαφριά σκορδαλιά. Κάποια στιγμή τελείωσαν, είπα ότι δεν έχουμε άλλα και έρχεται στην κουζίνα ο κύριος Στάθης, ένας από τους οικοδεσπότες, και μου λέει “αποκλείεται, βρες κάτι να τηγανίσεις γιατί ο κόσμος περιμένει κολοκυθόπουλα”. Έξω στην αυλή είχε μια ανεντράδα, μια κληματαριά, αλλά, αντί για αμπέλι, είχε βουκαμβίλια, η οποία ήταν ένα θηρίο με κάτι ολοστρόγγυλα μεγάλα λουλούδια. Γυρίζω και του λέω “και τι να σου τηγανίσω, βουκαμβίλιες;”. Αυτός είχε πολύ χιούμορ, πάει και αρπάζει βουκαμβίλιες και μου τις φέρνει. Είχα το κουρκούτι ακόμα, τις βούτηξα, τις έριξα στο τηγάνι και έγιναν απίστευτες, σαν λουκουμάδες με ροζουλί χρώμα.  

Βεβαίως, κι εγώ αστειευόμουν, δεν το έκανα για να τις φάμε. Τις βάζω στην πιατέλα και λέω “άντε και κέρασέ τες”. Κι αυτός τις πήρε!

“Φάε μία εσύ, θα φάω μία κι εγώ, κι αν δεν πάθουμε τίποτα, να τις πας να τις κεράσεις”. Φάγαμε τις βουκαμβίλιες οι δυο μας, δεν πάθαμε τίποτα και τις πήγε και στους άλλους. Ήταν τέλειες!

Τα κολοκυθόπουλα είναι το σουξέ του καλοκαιριού. Σε όλα τα σπίτια όπου δούλευα ήταν το Νο1 σε ζήτηση, μαζί με τις φουρτάλιες. Μαζεύεις τους ανθούς το πρωί για να είναι ανοιχτοί και να βλέπεις μήπως έχουν κανένα έντομο μέσα και τους τινάζεις λίγο – δεν τα πλένεις τα λουλούδια, μόνο όταν είναι σε αμμουδερά χώματα. Τους αλατίζεις, κάνεις ένα κουρκούτι με αλεύρι και μπίρα, του μπακαλιάρου, τους γυρίζεις μια-δυο φορές και τους τηγανίζεις σε καυτό λάδι. Βάζεις και λίγο τυράκι μέσα στο κουρκούτι. Μπορείς να κάνεις και γεμιστoύς με ρύζι ή με τυρί και δυόσμο.  

Το αγαπημένο μου φαΐ είναι το αρνί στον φούρνο με καβουρντιστό ρύζι. Φέτος αυτό έχει γίνει σουξέ, το φτιάχνω και στο μαγαζί, αλλά πρέπει να το παραγγείλεις. Παίρνω το μπούτι το αρνί, το χαράζω, βάζω αλάτι, πιπέρι, δεντρολίβανο, μουστάρδα, λεμόνι, λάδι, λίγο νεράκι, το κλείνω σε λαδόκολλα και αλουμινόχαρτο, το σφραγίζω, ρίχνω λίγο ακόμα νεράκι στο ταψί και το βάζω στον φούρνο. Αφού δω ότι είναι ψημένο, ετοιμάζω το ρύζι, κίτρινο. Βάζω φρέσκο βούτυρο στην κατσαρόλα, καβουρντίζω το ρύζι, ρίχνω κουκουνάρι, ξύσμα λεμονιού, βάζω το μισό νερό που θέλει η συνταγή για το ρύζι, μισοβράζει, και μετά ανοίγω το αρνί, το ρίχνω γύρω γύρω, βάζω κομματάκια γραβιέρα, το ξανασκεπάζω και ψήνεται στο ζουμί από το αρνί. Πέντε λεπτά προτού το σερβίρεις το ανοίγεις και παίρνει ένα χρωματάκι.  

Στο μαγαζί η πιο μεγάλη επιτυχία είναι η φουρτάλια, το αρνί το λεμονάτο στην κατσαρόλα και το ρύζι με τον κιμά φυσικά. Βέβαια, το αρνί είναι το σουξέ, ιδίως στους ξένους, στους Γάλλους.    

Το λυράκι είναι εποχικό ντόπιο πιάτο, και οι τηγανητοί κολοκυθοανθοί. Στην Άνδρο κάνουμε πολύ το πρασοσέλινο αυγοκοφτό, αυτό που είναι το πιο ξεχωριστό, όμως, είναι ο λαμπριάτης, που είναι το αρνί το γεμιστό για το Πάσχα. Το γεμίζουμε με αυγά, τυριά, δυόσμο...

Παίρνεις το αρνί, βγάζεις τα δύο μεγάλα μπούτια και κρατάς μόνο τα μικρά, τα σπαλάκια, τα χεράκια. Το κουφάρι το πλένεις, το ράβεις από τη μεριά του λαιμού με χοντρή κλωστή και χοντρή βελόνα και το βάζεις σε έναν κουβά όρθιο, για να μην φύγουν αυτά που θα βάλεις μέσα, με το άνοιγμα προς τα πάνω. Μετά παίρνεις όλη τη συκωταριά, όχι μόνο το συκώτι, και την ψιλοκόβεις. Τη σοτάρεις με πολύ κρεμμυδάκι, και φρέσκο και ξερό. Σε μια λεκανίτσα χτυπάς τριάντα αυγά – αν είναι μεγάλο το κουφάρι, από ένα αρνί οχτώ κιλών περίπου, θέλει παραπάνω, λένε να βάλεις 33, όσα τα χρόνια του Χριστού, αν είναι παραπάνω από δέκα δεν σου φτάνουν ούτε όσα τα χρόνια τα δικά μου! Αφήνεις να κρυώσει λίγο το συκώτι, έχεις κομμένα πολλά τυριά ντόπια, πετρωτή, ένα κομμάτι φέτα, ξυστό τυρί ανδριώτικο, γραβιέρα, ό,τι θέλεις, κόβεις ένα μάτσο φρέσκο δυόσμο, λίγο άνηθο, αλάτι, πιπέρι και μια φούχτα ζεματισμένο σπανάκι. Τα ανακατεύεις όλα μαζί και τα βάζεις στην κατσαρόλα να λωλοπήξουν, να είναι ζουμερό το μείγμα.

Αυτό όλο το μείγμα το ρίχνεις μέσα στο κουφάρι και το ράβεις πάρα πολύ καλά στο πάνω μέρος. Βάζεις κληματόβεργες στο ταψί και μερικά κλωνιά δεντρολίβανο, να μην ακουμπήσει στον πάτο το αρνί και του φύγει η πέτσα, ανοίξουν τα παϊδάκια και φύγουνε τα αυγά και τα τυριά. Αφού το ακουμπήσεις πάνω στα κλήματα, βάζεις μια μπόλια από πάνω, του ίδιου του ζώου ή παίρνεις έξτρα, προσθέτεις αλάτι, πιπέρι, λίγο λαδάκι, λίγο νεράκι, το κλείνεις πάλι πολύ καλά με λαδόχαρτο και αλουμινόχαρτο, το σφραγίζεις δηλαδή, και το αφήνεις να ψηθεί για πέντε ώρες. Παλιότερα υπήρχαν πήλινα σκεύη στην Άνδρο, σαν γάστρες, που ήταν για το λαμπριάτικο. Σήμερα χρησιμοποιούμε ταψί. Πρέπει να το ψήσεις σε χαμηλή φωτιά, σιγά σιγά, για να πήξουν τα αυγά από μέσα. Την τελευταία ώρα ανοίγεις τη λαδόκολλα να πάρει χρώμα. Εμείς οι Χωραΐτες το κάνουμε έτσι. Έχει και δυο τρεις παραλλαγές, στο Κόρθι βάζουν και γάλα, βάζουν στο ταψί και ρύζι, εμείς το κάνουμε σκέτο. Το Πάσχα δεν σουβλίζουμε αρνί, κάνουμε αυτό.

Για να το σερβίρεις το κόβεις φέτες, σαν ρολό, παίρνοντας παϊδάκι μαζί με αυγό».

Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Περγαμόντο. Η Χαρίκλεια το φτιάχνει γλυκό και μαρμελάδα που, με λίγη τύχη, μπορεί να τη βρει κανείς στο μαγαζί. Φωτό: M.Hulot/LIFO.
Μια Ανδριώτισσα μαγείρισσα με μυθιστορηματική ζωή Facebook Twitter
Όλοι στην οικογένειά μου μαγείρευαν. Ο παππούς ήταν ένας από τους καλύτερους μαγείρους στα καράβια, ο πατέρας μου τα ίδια, δουλεύανε σε ανδριώτικες εταιρείες. Η μάνα μου μαγείρευε απλά για να μας ταΐσει, η γιαγιά μου όμως μαγείρευε πάρα πολύ ωραία. Kαι από το άλλο σόι, η προγιαγιά μου ήταν μαγείρισσα κι αυτή στου Kαμπάνη, στου πλούσιου. Φωτό: Μ.Hulot/LIFO.

Τα Σκαλάκια, Χώρα Άνδρου, 694 720 4004.

Nothing Days

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ