Το έργο της παραμένει μέχρι και σήμερα στη σκιά, αποτέλεσμα, θα μπορούσε να πει κανείς, της τραγικής της ιστορίας και των όσων ακολούθησαν μετά τον πρόωρο θάνατό της. Η Pauline Boty ήταν μια από τις πρωτοπόρους του κινήματος της ποπ αρτ στη δεκαετία του 1960 στη Βρετανία. Το έργο της ήταν ευέλικτο, παιγνιώδες, ακτινοβολούσε με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση θηλυκότητά της και διερευνούσε με τόλμη και μεράκι ζητήματα της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Πρόλαβε να κάνει λίγα στη σύντομη ζωή της, αλλά σε αυτά τα χρόνια σχολίασε την πατριαρχία, τη βία των ανδρών και αποθέωσε τη γυναικεία σεξουαλικότητα με έργα που αντικατόπτριζαν το ελεύθερο φεμινιστικό πνεύμα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Αψήφησε τις συμβάσεις και ενίσχυσε τις γυναίκες, τις οποίες απεικόνισε με σεξουαλική δράση, αμφισβητώντας τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων μέσα από τα τολμηρά και προκλητικά έργα και τον τρόπο ζωής της.
Παράλληλα με την κοινωνική κριτική που ασκούσε, τις ποπ εικόνες της με τη Μέριλιν και τον Έλβις, εμβάθυνε σε σημαντικά θέματα όπως οι αμερικανικές φυλετικές ταραχές και η κρίση της Κούβας.
Αψήφησε τις συμβάσεις και ενίσχυσε τις γυναίκες, τις οποίες απεικόνισε με σεξουαλική δράση, αμφισβητώντας τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων μέσα από τα τολμηρά και προκλητικά έργα και τον τρόπο ζωής της.
Η Μπριζίτ Μπαρντό του Γουίμπλετον
Γεννημένη σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια στο Νότιο Λονδίνο, ήταν από πολύ νωρίς ανήσυχη. Η θέση της στον οικογενειακό της κύκλο ήταν πολύ συγκεκριμένη, ήταν το τέταρτο παιδί μετά από τρία αγόρια. Το 1954, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, που θεωρούσε απαράδεκτο να ασχοληθεί με την τέχνη, κέρδισε μια υποτροφία στην Wimbledon School of Art. Πολύ γρήγορα ξεχώρισε ανάμεσα στους συμφοιτητές της, που την αποκαλούσαν «The Wimbledon Bardot» λόγω της ομοιότητάς της με τη Γαλλίδα σταρ Μπριζίτ Μπαρντό, και βραβεύτηκε για τα βιτρό της.
Κατάφερε να σπουδάσει χάρη στην υποστήριξη της μητέρας της, που ήταν μια καλλιτέχνιδα η οποία είχε εγκαταλείψει την καριέρα της για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και έδειξε από νωρίς ενδιαφέρον για την ποπ κουλτούρα. Το 1957 ένα από τα έργα της παρουσιάστηκε στην έκθεση «Young Contemporaries» μαζί με έργα των Robyn Denny, Richard Smith και Bridget Riley.
Ήταν η εποχή που στο Royal College of Art τα ποσοστά εισαγωγής γυναικών ήταν πολύ χαμηλά, μόνο έξι γυναίκες μπορούσαν να φοιτούν ανάμεσα στους 60 σπουδαστές. Έτσι δεν κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές της στη Σχολή Ζωγραφικής, αλλά μόνο στο School of Stained Glass του Royal College. Παρά τον θεσμοθετημένο σεξισμό στο κολέγιό της, ήταν μια από τις πιο δυνατές μαθήτριες στην τάξη της και το 1960 ένα από τα έργα της με βιτρό συμπεριλήφθηκε στην περιοδεύουσα έκθεση «Modern Stained Glass» που διοργάνωσε το Arts Council. Η Boty συνέχισε να ζωγραφίζει μόνη της στο φοιτητικό της διαμέρισμα στο δυτικό Λονδίνο και το 1959 επιλέχθηκαν άλλα τρία έργα της για την έκθεση «Young Contemporaries».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε φίλη και με άλλους νεαρούς καλλιτέχνες της ποπ, όπως ο David Hockney, ο Derek Boshier, ο Peter Phillips και ο Peter Blake. Το «μόνο κορίτσι της παρέας τους» ήταν πολυτάλαντο. Τραγουδούσε, χόρευε, έγραφε ποίηση και ανήκε στο Anti-Ugly Action, μια ομάδα μαθητών της RCA που διαμαρτυρόταν ενάντια στη νέα βρετανική αρχιτεκτονική, την οποία θεωρούσε προσβλητική και κακής ποιότητας. Η Pauline Boty ήταν γνωστή για την ευελιξία, τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνειά της.
Έδειξε το ταλέντο της στη μουσική παίρνοντας μέρος στο μουσικό πρόγραμμα της δεκαετίας του ‘60 «Ready Steady Go!», έγραφε ποίηση και εμφανίστηκε στην ταινία «Alfie» με τον Michael Caine. Έκανε θέατρο και έγραφαν για εκείνη: «Φανταστείτε μια έξυπνη ηθοποιό που είναι επίσης ζωγράφος και ξανθιά και έχετε την Pauline Boty». Ήταν το πιο πολυσυζητημένο κορίτσι στη σκηνή της τέχνης, με δική της εκπομπή στο ραδιόφωνο και ρόλο σε μια σειρά του BBC.
Αναδείχθηκε σε εξέχουσα φυσιογνωμία της βρετανικής ποπ αρτ σκηνής. Μετά τις σπουδές της άρχισε να δημιουργεί το δικό της στυλ και στα έργα της εμφανίζονται αρχετυπικές ανδρικές φιγούρες, ενώ τα θηλυκά στοιχεία εκφράζονται από μεγάλα τριαντάφυλλα. Στα ζωγραφισμένα κολάζ της παρουσίαζε μια σειρά από γεωμετρικά πάνελ και αφηρημένες φόρμες λουσμένες σε ζωηρές αποχρώσεις του μπλε, του πορτοκαλί και του κίτρινου. Οι σπουδές της στο βιτρό την έμαθαν να διαιρεί τον χώρο του καμβά σε διάφορα τμήματα και γεωμετρικά σχήματα για τη σύνθεση της συνολικής εικόνας.
Στους καμβάδες της σχολίαζε τον σεξισμό με τον πιο ανάλαφρο τρόπο. Οι πίνακές της ήταν αισθησιακοί και ερωτικοί −άντρες και γυναίκες σύμβολα του σεξ−, ο Έλβις, ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο Βρετανός συγγραφέας Ντέρεκ Μάρλοου, η Μόνικα Βίτι και η Μέριλιν Μονρόε πρωταγωνιστούσαν σε πολύχρωμα υπόβαθρα γεμάτα λουλούδια.
Ενώ τα μέσα ενημέρωσης προσανατολίζονταν στη νεολαία της εποχής, τα ζωηρά χρώματα άρχισαν να καταλαμβάνουν περιοδικά, διαφημίσεις ρούχων και εξώφυλλα άλμπουμ. Ήταν η παλέτα που αγκάλιασε η Pauline Boty. Οι σύγχρονοί της, όπως ο Peter Blake, χρησιμοποίησαν παρόμοιους χρωματικούς συνδυασμούς και τεχνικές κολάζ, αντανακλώντας τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής.
Η Μέριλιν Μονρόε ήταν ένα πρόσωπο που της ασκούσε γοητεία, στα μάτια της ενσάρκωνε τόσο μια περίοδο πιο φιλελεύθερης γυναικείας σεξουαλικότητας όσο και τους περιορισμούς της. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της αναγνωριζόταν για τη δύναμη των έργων της, αλλά είχε να αντιμετωπίσει και προκλήσεις ως αποτέλεσμα της ομορφιάς της. Με το έργο της ρίχνει φως στον διάχυτο μισογυνισμό της κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του 1960, όπου οι όμορφες γυναίκες συχνά περιορίζονταν σε απλά αντικείμενα φαντασιώσεων.
Στα μεταγενέστερα έργα της, η Pauline Boty εμβάθυνε σε πολιτικά θέματα, κάνοντας επίσης κριτική για την ανδροκρατούμενη κοινωνία μέσα στην οποία ζούσε. Μέσα από την τέχνη της, η οποία ήταν εμποτισμένη με μια ξεκάθαρα γυναικεία προοπτική, και τον ανορθόδοξο τρόπο ζωής της, αναδείχθηκε αργότερα ως σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1970. Φαίνεται ξεκάθαρα η αμφισβήτησή της στη διάκριση μεταξύ της προοπτικής των ανδρών και των γυναικών για το ανθρώπινο σώμα. Αυτό το θέμα εξερευνήθηκε ιδιαίτερα στη σειρά κολάζ «It’s a Man’s World» I και II.
Η ενότητα «αρσενικό» απεικονίζει άντρες που υπάρχουν σε ενεργά βιομηχανικά και εύπορα περιβάλλοντα, σε πλήρη αντίθεση με την παθητική απεικόνιση των γυναικών μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Ενώ αυτοί οι άνδρες μπορεί να διαθέτουν αξιοθαύμαστες ιδιότητες, λειτουργούν μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που διαιωνίζει έναν «αντρικό κόσμο», ενισχύοντας περαιτέρω τις διαφορές και τους περιορισμούς των φύλων.
Για παράδειγμα, ο Έλβις Πρίσλεϊ απεικονίζεται εντελώς ντυμένος, με το πρόσωπό του σε κοντινό πλάνο. Αυτό σημαίνει ότι τον θαυμάζουν και για το μουσικό του ταλέντο και όχι μόνο για τη φυσική του εμφάνιση.
Αντί να παρουσιάζονται ως πραγματικά άτομα με πολύπλευρες ταυτότητες και σεξουαλική αυτονομία, οι γυναίκες και η σεξουαλικότητά τους γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την ικανοποίηση του ανδρικού κοινού, ενώ οι άλλες ιδιότητές τους παραμένουν παραγνωρισμένες.
Σύντομη ζωή, τραγικό τέλος
Ελεύθερη και ανεξάρτητη, έβγαινε με τον παντρεμένο σκηνοθέτη της τηλεόρασης Philip Saville και τον εικαστικό Peter Blake. Τους απογοήτευσε όταν ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μετά από δέκα ημέρες τον Clive Goodwin, έναν ατζέντη λογοτεχνών με κύρος και φήμη στους εκδοτικούς κύκλους. Το σπίτι τους στην Cromwell Road έγινε στέκι καλλιτεχνών, μουσικών και συγγραφέων, όπως ο Μπομπ Ντίλαν, τον οποίο η Boty έφερε στην Αγγλία, και οι David Hockney, Peter Blake, Michael White, Kenneth Tynan, Troy Kennedy Martin, John McGrath, Dennis Potter και Roger McGough.
Ο σύζυγός της, που αργότερα ήταν μέλος της ιδρυτικής ομάδας του ριζοσπαστικού περιοδικού «Black Dwarf», την ενθάρρυνε ώστε τα έργα της να έχουν και πολιτικό περιεχόμενο. Το στυλ της, χωρίς να αλλάξει, αρχίζει να περιλαμβάνει και τα μεγάλα γεγονότα της εποχής της, τις ταραχές στο Μπέρμιγχαμ το 1963, τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι και τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Τον Ιούνιο του 1965 έμεινε έγκυος. Κατά τη διάρκεια μιας προγεννητικής εξέτασης, ανακαλύφθηκε ένας όγκος και διαγνώστηκε με καρκίνο. Αρνήθηκε να κάνει άμβλωση και επίσης αρνήθηκε να κάνει χημειοθεραπεία, η οποία θα μπορούσε να βλάψει το έμβρυο. Αντ’ αυτού προτίμησε να καπνίζει μαριχουάνα για να ανακουφίσει τους πόνους της. Συνέχισε να διασκεδάζει με τους φίλους της και γέννησε την κόρη της, Boty Goodwin, τον Φεβρουάριο του 1966. Πέθανε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς στο νοσοκομείο Royal Marsden. Ήταν μόνο 28 ετών.
Το 1978, ο σύζυγός της, Clive Goodwin, πέθανε με τραγικό τρόπο από εγκεφαλική αιμορραγία στο Λος Άντζελες. Κατέρρευσε στο λόμπι του ξενοδοχείου του και η αστυνομία, νομίζοντας ότι είναι μεθυσμένος, τον άφησε δύο μέρες σε ένα κελί. Η κόρη της, η οποία σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνών της Καλιφόρνια, πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης στις 12 Νοεμβρίου 1995, σε ηλικία 29 ετών.
Μετά τον θάνατό της, οι πίνακές της αποθηκεύτηκαν στη σοφίτα των γονιών της και σε μια αποθήκη στον αχυρώνα ενός από τα αδέλφια της στο Κεντ και ξεχάστηκαν για σχεδόν 30 χρόνια. Η δουλειά της ανακαλύφθηκε ξανά στη δεκαετία του 1990, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον για τη συμβολή της στην ποπ αρτ. Η ζωή και η δουλειά της αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο στο μυθιστόρημα της Άλι Σμιθ «Φθινόπωρο» (εκδόσεις Καστανιώτη). Ο τελευταίος πίνακάς της, «Bum» (1966), ήταν μια παραγγελία του κριτικού Kenneth Tynan για το ερωτικό καμπαρέ του «Ω! Καλκούτα!».
Το έργο της σήμερα επανεξετάζεται συστηματικά, τα μεγάλα μουσεία αποκτούν έργα της και έχει επηρεάσει πολλές γυναίκες καλλιτέχνιδες που έχουν αλλάξει την αντίληψη για τον τρόπο που μιλούν για τη σεξουαλικότητά τους, τον φεμινισμό και τις γυναίκες.