Ο Γκάρφιλντ του Τζιμ Ντέιβις υπήρξε από τα δημοφιλέστερα και πιο αστεία strip-άκια του 20ού αιώνα. Ο Ντέιβις έπλασε στα τέλη των ’70s έναν τετράποδο χαρακτήρα, όπως περίπου έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζονται οι γάτες από την κουλτούρα των memes στις μέρες μας, και το γέλιο προέκυπτε μέσα από την ιδιοτέλειά του, τη λαιμαργία του και, κατά βάση, από τη σχέση αφέντη-δούλου ενός κηδεμόνα με τον γάτο του – περιττό να διευκρινίσουμε ποιος είναι τι. Το Garfield Movie, αν εξαιρέσεις ένα μοντάζ στην αρχή, δεν το απασχολεί αυτή η δυναμική· κάνει και τον αξιαγάπητο Όντι εξυπνότερο και τη σχέση του με τον Γκάρφιλντ πιο υγιή, προς μεγάλη μας λύπη, γιατί είναι εκτός χαρακτήρα, αν όχι και εκτός πνεύματος της πρωτότυπης δημιουργίας.

 

Όμως, παίρνει τους ήρωες και στήνει μια ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικη οικογενειακή ταινία με ιστορία που έχει αρχή, μέση και τέλος, καρδιά, εντάσεις και παύσεις. Έχει, επίσης, δράση και αρκετά ευρήματα, δοσμένα με τρόπο που αποδεικνύει στους δημιουργικά υπεύθυνους του στούντιο της Illumination ότι μπορείς να φέρεις και τα δύο στοιχεία ως δημιουργία, χωρίς να υποτιμάς τη νοημοσύνη των παιδιών και τη δυνατότητά τους να προσέξουν. Δεν θα εστιάσουμε στη νευρωσική κινησιολογία των χαρακτήρων, ούτε στην υστερία και στα ντεσιμπέλ της ομιλίας τους, αυτά είναι εμφανή· κάντε απλώς το εξής πείραμα: κλείστε τα αυτιά σας για τριάντα δευτερόλεπτα σε αυτή την ταινία, δοκιμάστε το αντίστοιχο σε οποιαδήποτε περιπέτεια του Απαισιότατου ή των Μinions και προσέξτε τη διαφορά στον ηχητικό σχεδιασμό, τη βαβούρα και τη χασμωδία των δεύτερων, και πόσο πιο αρμονικά είναι δεμένοι μεταξύ τους οι ήχοι, η μουσική και οι διάλογοι στον Γκάρφιλντ.

 

Προσθέστε στα παραπάνω ένα pixar-ικό φλασμπάκ που γαργαλά τους δακρυγόνους αδένες, βάλτε και τη μη προσφυγή στη χαριτωμενιά για να μας κερδίσει και την ενσωμάτωση της σινεφιλίας στο δράμα και στη δράση, αντί για τη meta-ανακοίνωσή της, και έχετε μια καλή ταινία για όλη την οικογένεια. Τα παιδιά θα περάσουν θαυμάσια και οι γονείς δεν θα εύχονται να είχαν σνιφάρει γατόχορτο για να βγει η προβολή μέχρι τέλους.