ΕΡΓΑΖΟΜΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΝΤΑ ΔΕΚΑ χρόνια πια, και νιώθω ευλογημένη γι’ αυτό, ευτυχώς μπορώ να φτάσω μέχρι το γραφείο με τα πόδια και οι επιλογές για να βγω όταν φύγω από αυτό είναι πολλές.
Η μία πλευρά του κτιρίου του γραφείου βρίσκεται στην οδό Πετράκη, όπου βρίσκεται και το πιο κοντινό σε εμάς σούπερ μάρκετ. Δεν πάνε πολλές μέρες που, προσπαθώντας να φτάσω μέχρι αυτό, βρέθηκα ακινητοποιημένη σε έναν δρόμο – θεωρητικά φτιαγμένο για να χρησιμοποιείται από πεζούς και μόνο– να σκέφτομαι αν θα μετακινήσω τα άδεια εκείνη την ώρα τραπεζάκια ενός μαγαζιού για να περάσω ή αν θα ξεσκονίσω με τα ρούχα μου το φορτηγάκι που επίσης προσπαθούσε να περάσει από το σημείο. Προφανώς εκείνη τη στιγμή ένιωσα έναν μικρό εκνευρισμό.
Την ίδια μέρα, βέβαια, πηγαίνοντας σε μια άλλη περιοχή του ευρύτερου κέντρου για ποτό, επέλεξα να κάτσω έξω, σε ένα από τα τραπεζοκαθίσματα που έχουν γίνει το νέο αντικείμενο γκρίνιας των Αθηναίων. Ή μήπως παραπονιούνται δικαίως; Το τελευταίο νέο σχετικά με το θέμα είναι ότι η δυνατότητα των καταστημάτων εστίασης να διατηρούν τραπεζοκαθίσματα σε κοινόχρηστους χώρους πέραν του προβλεπόμενου στην άδεια πήρε παράταση έως τις 15 Ιανουαρίου 2023, σύμφωνα με τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών.
Πριν από δύο χρόνια, τον Μάιο του 2020, η τροπολογία αυτή χαρακτηριζόταν ως «πολυαναμένομενη» και ανάσα για την εστίαση που θα έμπαινε σε επανεκκίνηση μετά το πρώτο lockdown. Και ήταν, αν θυμηθούμε ότι τότε δεν μπορούσαμε να φάμε σε εσωτερικούς χώρους. Τότε πρωτοδόθηκε στους ιδιοκτήτες των καταστημάτων εστίασης η δυνατότητα να τοποθετήσουν περισσότερα τραπεζοκαθίσματα σε κοινόχρηστους χώρους, χωρίς την καταβολή τέλους στον οικείο δήμο.
Όπως ανατράπηκαν τα σχέδια πολλών τα τελευταία χρόνια, έτσι συνέβη και στην περίπτωση εκείνων που επιχείρησαν να ανοίξουν μαγαζί λίγο πριν εμφανιστούν τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού στη χώρα.
Ο Πέτρος Ζήσου ίσα που πρόλαβε να ανοίξει το μικροσκοπικό Naif τον Φεβρουάριο του 2020, και σύμφωνα με τα προ πανδημίας δεδομένα θα δικαιούνταν να βγάλει στο πεζοδρόμιο οχτώ τραπέζια – γενικά, όλα τα καταστήματα εστίασης μπορούν να βγάλουν τραπέζια μέχρι εκεί που φτάνει η πρόσοψή τους. Αυτήν τη στιγμή, το Naif διαθέτει τα διπλάσια τραπεζοκαθίσματα, ενώ ο Πέτρος Ζήσου έχει επιλέξει να πάρει κανονική άδεια γι’ αυτά και να μην εκμεταλλευτεί την ατελή παραχώρηση που θα διαρκέσει για ένα ακόμα εξάμηνο αφού, όπως εξηγεί, τα δημοτικά τέλη είναι χαμηλά για να έχει κανείς τραπεζάκια έξω στον Νέο Κόσμο.
«Όταν ζεις στο κέντρο πρέπει να κάνεις διάφορους συμβιβασμούς, ξέρεις ότι έχει κόσμο και κίνηση, ότι θα είσαι κοντά σε πολλά εστιατόρια και μπαρ, αλλά πλέον, μετά την πανδημία, είναι λες και έχει δημιουργηθεί ένα status quo το οποίο θα διατηρηθεί και μετά. Ποιος θα έρθει να ελέγξει πόσα τραπεζοκαθίσματα έχει στην Αγίας Ειρήνης ή πόσα βγάζουν έξω τα ξενοδοχεία κλείνοντας κυριολεκτικά τους δρόμους;»
Για να δοθεί χώρος χρήσης σε καταστήματα, το πλάτος του πεζοδρομίου πρέπει να είναι άνω των 2,50 μέτρων. Τα πεζοδρόμια της οδού Ευρυδάμαντος είναι πλατύτερα, το αντιλαμβάνεται κανείς και με γυμνό μάτι, «παρ' όλα αυτά αντιμετωπίζω προβλήματα με τη γειτονιά. Εμείς κάνουμε τα πάντα για να κρατάμε ανοιχτό τον διάδρομο για να περνάνε οι πεζοί, γιατί, όπως όταν κυκλοφορώ εγώ στη γειτονιά μου θέλω να μπορώ να περπατήσω στο πεζοδρόμιο, έτσι θέλω και ο γείτονας που περνάει από εδώ να μπορεί να κάνει το ίδιο. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο σεβασμός του δημόσιου χώρου σε συνδυασμό με το να είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα αποδοτική στις εποχές που ζούμε μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα».
Με πανδημία ή χωρίς, ζούμε σε μια πόλη με κλίμα που προς το παρόν είναι φιλικό για να τρώμε και να πίνουμε έξω τους περισσότερους μήνες του χρόνου. «Ο κόσμος φαίνεται να έχει χαλαρώσει όσον αφορά τον κορωνοϊό, αλλά δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακόμα θα αποφύγουν να καθίσουν στον εσωτερικό χώρο και θα επιλέξουν τα έξω τραπέζια, όχι μόνο λόγω καιρού. Μπορεί πλέον να μην αγχωνόμαστε τόσο για την υγεία μας, αλλά σκεφτόμαστε πως αν κολλήσουμε τώρα θα αναγκαστούμε να λείψουμε από τη δουλειά ή θα χάσουμε κάποιο ταξίδι. Η πανδημία επηρεάζει ακόμα πρακτικά την καθημερινότητα όλων μας. Τον προηγούμενο χειμώνα αυτό που ζήσαμε είναι να κάθονται κατά κόρον έξω, πολύ λίγοι θα έμπαιναν μέσα, δεν ξέρουμε τι θα γίνει σε έναν μήνα από τώρα».
Πέρα από τα πολλά της τραπεζοκαθίσματα, στην Αθήνα παρατηρείται το φαινόμενο του ορθάδικου στα πεζοδρόμια. Υπάρχουν μαγαζιά, έξω από τα οποία ο κόσμος που συγκεντρώνεται τα βράδια είναι πολύς και όρθιος. «Τα τραπέζια στον εξωτερικό χώρο ενός μπαρ είναι ένας τρόπος να οριοθετήσεις τον κόσμο σου, αν αυτά δεν είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, το πολύ πολύ να δημιουργηθούν πηγαδάκια από πάνω τους», μου λέει ο Πέτρος Ζήσου που στον ίδιο δρόμο, στο απέναντι πεζοδρόμιο, έχει δημιουργήσει ένα ακόμα μαγαζί, πιο βραδινό από το πρώτο του, το Grasshoppers.
«Το πιο εύκολο θα ήταν να φτιάξω ένα μαγαζί με τρία stands απ’ έξω και να μαζεύεται ο κόσμος όρθιος με το ποτό του στο χέρι, χωρίς δημοτικά τέλη, αλλά δεν το θέλω έτσι το μαγαζί μου. Η σχέση με τη γειτονιά πρέπει να είναι καλή γιατί, αν δεν κάνεις κάτι πολύ εξεζητημένο, και οι γύρω κάτοικοι είναι εν δυνάμει πελάτες σου».
Το φετινό καλοκαίρι διαβάζαμε ότι επιβλήθηκαν πρόστιμα από τον δήμο Αθηναίων για παράνομη κατάληψη σε πεζοδρόμια, πεζόδρομους και πλατείες της πόλης, σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν τότε, σε πέντε καταστήματα – δύο στο Κολωνάκι, δύο στην Αιόλου και ένα στο Κουκάκι. Τα συνεργεία του δήμου σήκωσαν τα τραπεζοκαθίσματα και οι ιδιοκτήτες τους δεν θα μπορούσαν για τους επόμενους έξι μήνες να αιτηθούν νέα άδεια για τραπεζοκαθίσματα.
Οι περιοχές στις οποίες είχαν εντοπιστεί τα πιο έντονα προβλήματα ήταν η πλατεία Αγίας Ειρήνης, η οδός Αρχελάου, η οδός Τσακάλωφ και η πλατεία Μαβίλη, ενώ γινόταν λόγος για επτά συνεργεία που διενεργούν ελέγχους στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κατά τις βραδινές ώρες. Η διαμάχη «τραπεζοκαθίσματα vs δημόσιος χώρος» δεν είναι κάτι νέο για την Αθήνα, «και προ πανδημίας έπεφταν πρόστιμα. Αν είναι τόσο χαμηλά που μπορείς να τα βγάλεις σε ένα βράδυ, θα υπάρξουν και είναι εκείνοι που θα προτιμήσουν να το ρισκάρουν».
«Η Απόλλωνος από το ύψος της Βουλής και πάνω είναι μια κόλαση, στις Περικλέους - Βορέου δεν χωράει καν να μπει παιδικό καρότσι στο πεζοδρόμιο, ακόμα και εκεί που χωρούσε όμως, έχουν μπει τραπεζοκαθίσματα». Ο Σ., που κατοικεί στην καρδιά του κέντρου από το 1987, λέει ότι αυτό το κομμάτι της Αθήνας δεν είχε πιάτσες εξόδου μέχρι τουλάχιστον το 2010.
«Υπήρχαν τρία-τέσσερα μαγαζιά στις πλατείες, ούτε σε πολυσύχναστους δρόμους όπως η Αδριανού δεν ήταν τόσα πολλά. Η εικόνα άλλαξε όταν ξεκίνησαν οι αλλαγές χρήσης σε κτίρια του κέντρου για να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες.
Το θέμα είναι όμως ότι, ακόμα και πριν ανοίξουν όλα αυτά τα μαγαζιά εστίασης, δεν μπορεί να πει κανείς ότι στα πεζοδρόμια του κέντρου περπατούσες με άνεση. Τώρα κοιτάμε να φτιάξουμε την Πανεπιστημίου, που κανείς δεν έχει πρόβλημα με αυτή, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δρόμοι γύρω της είναι μπάχαλο, διαπλάτυνση πεζοδρομίων δεν υπάρχει, φωτισμός δεν υπάρχει, έχει λακκούβες σε όλους τους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Την ίδια στιγμή, στις θέσεις μονίμων κατοίκων παρκάρουν όσοι κατεβαίνουν για να βγουν εδώ, εσύ παρκάρεις αναγκαστικά αλλού και στο τέλος γράφουν εσένα.
Όταν ζεις στο κέντρο πρέπει να κάνεις διάφορους συμβιβασμούς, ξέρεις ότι έχει κόσμο και κίνηση, ότι θα είσαι κοντά σε πολλά εστιατόρια και μπαρ, αλλά πλέον, μετά την πανδημία, είναι λες και έχει δημιουργηθεί ένα status quo το οποίο θα διατηρηθεί και μετά. Ποιος θα έρθει να ελέγξει πόσα τραπεζοκαθίσματα έχει στην Αγίας Ειρήνης ή πόσα βγάζουν έξω τα ξενοδοχεία κλείνοντας κυριολεκτικά τους δρόμους; Είναι λες και δεν ενδιαφέρεται κανείς για το αν κατοικούν ακόμα άνθρωποι στο κέντρο και το τραγικό είναι ότι δεν τους ενδιαφέρει πώς θα κινηθούν και οι ίδιοι οι τουρίστες σε αυτό, που σε αυτούς υποτίθεται ότι απευθύνονται».
Αναφέρεται σε ένα μαγαζί που εκτός από πολλά τραπεζοκαθίσματα έχει τοποθετήσει έξω και ένα ολόκληρο πόστο για να ελέγχει τις κρατήσεις του. Γενικά απαγορεύεται οποιαδήποτε σταθερή κατασκευή στα καταστήματα εστίασης χωρίς την άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας και το συγκεκριμένο πόστο για το οποίο μιλάει μπορεί να μετακινηθεί μεν, αλλά σίγουρα όχι από κάποιον περαστικό που προσπαθεί να περάσει από τον συγκεκριμένο πεζόδρομο, τόσο το πρωί όσο και το βράδυ.
«Παράλληλα, υπάρχει μαγαζί σε πλατεία του κέντρου που του επιτρέπεται να έχει οχτώ τραπέζια, βγάζει σαράντα και όταν μαθαίνει ότι έρχεται έλεγχος τα μαζεύει και τα κρύβει. Από αυτό που επιτρέπεται μέχρι αυτό που τελικά συμβαίνει είναι τεράστια η απόκλιση. Το ειρωνικό της ιστορίας είναι ότι ο δήμος έχει φτιάξει και τοποθετήσει κάτι κίτρινες επιγραφές που δείχνουν από πού περνάει το παιδικό καρότσι. Και πες ότι εγώ κάτι θα κάνω με αυτό, θα κατέβω στον δρόμο, θα ξανανέβω στο πεζοδρόμιο, θα τη βρω την άκρη. Αυτός που έχει αναπηρικό αμαξίδιο τι ακριβώς θα κάνει;».
Στη μικρού μήκους ταινία «Handbrake» που αναμένεται να δούμε μέσα στους επόμενους μήνες, η οποία έχει θέμα την καθημερινότητα των ατόμων με αναπηρία στην Αθήνα, πρωταγωνίστρια είναι η Πατρίτσια Τόσκα, μια νέα γυναίκα με εκ γενετής αναπηρία που κινείται στην πόλη με αμαξίδιο. Η ίδια θα μου απαντήσει άθελά της στην απορία που είχε ο Σ., μιλώντας μου για τις κατεστραμμένες ή κακοφτιαγμένες ράμπες της πόλης.
«Μπορεί να ανέβεις σε ένα πεζοδρόμιο από μια κατάλληλη ράμπα και στο τέλος του πεζοδρομίου η άλλη να είναι παντελώς ακατάλληλη και να χρειαστεί να κάνεις μεταβολή για να συνεχίσεις από τον δρόμο, συχνά κυριολεκτικά μια ανάσα από τη ροή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, βάζοντας σε κίνδυνο τη σωματική σου ακεραιότητα. Έχουν έρθει άνθρωποι από καταστήματα να μου ζητήσουν προσωπικά συγγνώμη που η είσοδός τους έχει ένα σκαλί ή περισσότερα γιατί ο δήμος δεν τους επιτρέπει να εγκαταστήσουν μια ράμπα.
Δυστυχώς σ' αυτήν τη χώρα αν είσαι ανάπηρο άτομο, το σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς να είσαι αυθόρμητος. Πριν κλειδώσεις την πόρτα του σπιτιού πίσω σου πρέπει να έχεις οργανώσει, σχεδόν χαρτογραφήσει στο μυαλό σου την κάθε διαδρομή, από την πιο σύντομη εως την πιο μακρινή, δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει στο επόμενο στενό. Είναι πολλά τα χαρακτηριστικά της πόλης που δεν βοηθάνε τα ανάπηρα άτομα να αυτονομηθούν, με αποτέλεσμα να μην τα βλέπουμε συχνά έξω».
Όσον αφορά την εξάπλωση των τραπεζοκαθισμάτων στην πόλη, η Πατρίτσια Τόσκα λέει ότι δεν την έχουν δυσκολέψει ιδιαίτερα, καθώς σπάνια χρησιμοποιεί τα πεζοδρόμια. «Ωστόσο θυμάμαι να έχω βρεθει έκπληκτη μπροστά σε καφετέρια της οποίας τα τραπεζια κάλυπταν τα ανάγλυφα σήματα που υπάρχουν στα πεζοδρόμια για τη διέλευση των τυφλών. Θεωρώ ότι όλα ξεκινάνε από τη μη βοηθητική δόμηση της Αθήνας. Από τη στιγμή που τα πεζοδρόμια έχουν μόλις τέσσερα πλακάκια πλάτος, το πολύ, δεν είναι λειτουργικό τα δύο από αυτά να καλύπτονται από οτιδήποτε.
Οι στενοί δρόμοι με τα ακόμα πιο στενά πεζοδρόμια με μπαλώματα, τρύπες, ξεχαρβαλωμένα ή σπασμένα πλακάκια και σήματα διέλευσης τυφλών που οδηγούν σε δέντρα ή κάδους απορριμάτων, δεν αποτελούν ιδανική συνθήκη για κανέναν πολίτη, ανάπηρο ή μη. Επειδή κινούμαι αρκετά στο κέντρο της Αθηνας, μπορώ να πω ότι τα πεζοδρόμια της Καραγιώργη Σερβίας ειναι αυστηρώς ακατάλληλα, όμως δυστυχώς δεν μπορώ να πω ότι είναι τα μοναδικά».
O Θάνος Ανδρίτσος είναι αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, μέλος της συνεργατικής ομάδας Commonspace. Τις προάλλες βρισκόταν σε μια πλατεία με πρόβλεψη για χώρους με τραπεζοκαθίσματα, όμως, καθώς τα μαγαζιά είχαν επεκταθεί έξω από αυτούς, βρέθηκε να κάθεται σε μια σειρά τραπεζιών ακριβώς δίπλα σε μια παρέα παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο. «Κάθε δέκα λεπτά ο δίσκος του ήρωα σερβιτόρου έπεφτε σε μια σύγκρουση με την μπάλα ή έναν πιτσιρικά και ο χώρος γέμιζε γυαλιά. Κατηγορούνταν τα παιδιά, αλλά έφταιγαν; Το δικαίωμα στο Aperol ή στην μπάλα είναι ισχυρότερο για την πλατεία;».
Όπως επισημαίνει, η υπέρμετρη τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων και άλλων κατασκευών για την εξυπηρέτηση των καταστημάτων, δηλαδή η κατάληψη του δημόσιου χώρου επιβαρύνει εδώ και δεκαετίες τις ελληνικές πόλεις. «Ήδη από το 1999, ο Συνήγορος του Πολίτη εξέδωσε ειδικό πόρισμα για την “παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος στην κοινή χρήση των πεζοδρομίων” που εστίαζε σε τρεις βασικές αιτίες: τη στάθμευση των Ι.Χ., την κατάληψη των πεζοδρομιών και την κακή ποιότητα του δημόσιου χώρου. Σε μια πόλη όπως η Αθήνα, με πυκνοκατοικημένες γειτονιές και έλλειψη ελεύθερων χώρων, η εξάπλωση των τραπεζοκαθισμάτων στον –λιγοστό– δημόσιο χώρο υποβαθμίζει σημαντικά την ποιότητα της καθημερινής ζωής και του δομημένου περιβάλλοντος».
Κατά τη γνώμη του Θάνου Ανδρίτσου, η παραχώρηση δυνατότητας επέκτασης σε διπλάσια έκταση του κοινόχρηστου χώρου που καταλαμβάνουν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος ήταν εξ αρχής ένα μήνυμα προς λάθος κατεύθυνση. Όπως και ο Σ. έτσι και ο ίδιος πιστεύει πως η συνθήκη αυθαίρετης καταπάτησης του δημόσιου χώρου νομιμοποιήθηκε και τώρα τείνει να μονιμοποιηθεί.
«Η αρχική τεκμηρίωση της αναγκαιότητας του –θεωρητικά προσωρινού– μέτρου ήταν οι υγειονομικοί λόγοι, ώστε να μπορέσουν τα καταστήματα να λειτουργήσουν με τις υποχρεωτικές αποστάσεις και τους λοιπούς κανονισμούς ασφαλείας. Τα υγειονομικά μέτρα σταδιακά άρθηκαν και η διατήρηση της υπερεπέκτασης των μαγαζιών βασίστηκε στην ανάγκη οικονομικής στήριξης των επιχειρηματιών. Σε αυτήν τη λογική αποφασίζεται τώρα η παράταση της ισχύος αυτού του μέτρου και τον χειμώνα για να μην διακοπεί η τουριστική σεζόν. Βέβαια, τον χειμώνα η λειτουργία των εξωτερικών χώρων των καταστημάτων απαιτεί ακόμα μεγαλύτερες και “βαριές” παρεμβάσεις στον κοινόχρηστο χώρο – θα τοποθετηθούν σόμπες και στέγαστρα».
Αυτή η επέκταση της εστίασης με τα τραπεζοκαθίσματα σε συνδυασμό με τα φαινόμενα υπερβολικής τουριστικής ανάπτυξης καθιστούν περιοχές της πόλης εχθρικές για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, όπως παρατηρεί ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος.
«Όταν ένα μικρό κατάστημα φτάνει να εξαπλώνεται σε ένα ολόκληρο τετράγωνο, δεν καταπατά μόνο τον δημόσιο χώρο, αλλά κυριαρχεί και επί κάθε άλλης χρήσης. Έτσι, λόγω της πίεσης των ενοικίων και της χωρικής γιγάντωσης, η εστίαση θα μονοπωλεί τα ισόγεια με δραματικές συνέπειες σε άλλες εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες».
Επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα και την εμπειρία του Σ. από τη ζωή στο κέντρο, αναφέρει ότι ο διαρκής πολλαπλασιασμός της πελατείας, χωρίς να έχει προβλεφθεί στον σχεδιασμό, μπορεί να δημιουργήσει διαδοχικές πιέσεις και προβλήματα σε μια περιοχή, ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση της κίνησης, σε προβλήματα στάθμευσης, να επιβαρύνει την ηχορύπανση.
«Η πανδημία μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για αναστοχασμό πάνω στο μοντέλο ανάπτυξης και λειτουργίας των πόλεων. Η υπεράσπιση του ανοιχτού και συμπεριληπτικού δημόσιου χώρου, η προστασία του περιβάλλοντος και η ενίσχυση της συμμετοχής στον σχεδιασμό θα έπρεπε να τεθούν στο κέντρο του προβληματισμού για το μέλλον. Φοβάμαι μήπως τελικά συμβαίνει το αντίθετο και αντί για λύσεις επιλέγονται μεγαλύτερα προβλήματα. Ο δημόσιος χώρος έχει τεθεί στο στόχαστρο, ως κάτι μιαρό, επικίνδυνο, παραβατικό ή άχρηστο και η λύση είναι η ιδιωτικοποίηση, η περίφραξη και ο αποκλεισμός».
Όπως είναι λογικό, δεν είναι όλοι οι επιχειρηματίες της Αθήνας έμπειροι στην εστίαση, υπάρχουν και οι πρωτάρηδες. Ο Κίμωνας Μπιτσάκος δημιούργησε πριν από μερικούς μήνες το Απεριτίφ του Παγκρατίου, ένα μαγαζί που είναι μόνο του, εκτός οποιασδήποτε πιάτσας, μετράει μόλις δεκαεννέα τετραγωνικά μέτρα εσωτερικά, ενώ σε ένα πλάτωμα που έχει μπροστά του βγάζει επτά τραπέζια. Στην άδεια που πήρε στα χέρια του ο Κίμωνας Μπιτσάκος αναφέρονται τα σημεία όπου μπορεί να τοποθετήσει τραπέζια αλλά όχι και ο αριθμός τους.
«Αυτό που ξέρω είναι ότι βάζεις όσα τραπέζια θες και περιμένεις να περάσει ο δήμος, που θα ελέγξει την άδειά σου και θα σου πει αν έχεις τοποθετημένα τα τραπέζια σου σωστά σύμφωνα με αυτήν, πού πρέπει να κρατήσεις δύο μέτρα απόσταση και πού ενάμισι. Πάντως, ειδικά το πρωί σε αυτό το σημείο πιο εύκολα περνάς από το πεζοδρόμιο και τους διαδρόμους που αφήνουμε ανοιχτούς ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα παρά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ακριβώς μπροστά μας. Δεν έχω το παραμικρό θέμα με τους γείτονες, έχουμε εξαιρετικές σχέσεις με όλους, εκτός από μια κυρία που απ’ όταν ακόμα το μαγαζί φτιαχνόταν και ήταν άδειο μου είπε ότι θα δημιουργήσουμε θέμα στη γειτονιά και ότι θα ενοχλείται ο κόσμος γιατί δεν μπορεί να περάσει. Μου είπε χαρακτηριστικά: "το πεζοδρόμιο είναι δικό μας".
Συμφωνώ, και εννοείται αυτό, είναι δικό σου εφόσον πληρώνεις ένα αντίτιμο γι’ αυτό, και αυτήν τη στιγμή πληρώνουμε και οι δύο. Δυστυχώς δεν μιλάμε για μια πόλη που τα έχει σκεφτεί όλα, δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες. Θα μπορούσαμε να βάλουμε οχτώ τραπεζια αλλά επιλέξαμε να έχουμε ένα λιγότερο για τη δική μας εύρυθμη λειτουργία, για να μπορεί να περνάει ο σερβιτόρος και να μη χρειάζεται να κάνει σλάλομ για να φτάσει στο τραπέζι και εννοείται ότι θέλουμε να περνάει άνετα και ο κάτοικος, το πεζόδρομιο δεν είναι το τσιφλίκι μας».
Σε αντίθεση με ένα μπαρ που έχει ως κύριο προϊόν του ποτά, τα οποία δεν χαλάνε, ένα εστιατόριο θα έχει αναγκαστικά φύρα αν δεν γεμίσει τα τραπέζια του, αν δεν κάνει κάποια συγκεκριμένα κουβέρ. Με τα μέτρα που πάρθηκαν εν μέσω πανδημίας για την εστίαση, ο Ονούφριος Ιωακειμίδης βρέθηκε να μπορεί να σερβίρει σε ελάχιστα τραπέζια, χωρίς να έχει δυνατότητα να εξυπηρετήσει κόσμο στον στενό πεζόδρομο στον οποίο στεγαζόταν τότε, πέρα από τέσσερα άτομα.
Πλέον έχει μετακομίσει σε ένα μαγαζί στα όρια Πετραλώνων-Κουκακίου που μπορεί να είναι μικρότερο εσωτερικά όμως ακριβώς απέναντι από την πρόσοψή του υπάρχει πλατεία. Παρ' όλα αυτά, η τροπολογία και η τελευταία παράταση που πήρε η εστίαση για να απλώσει επιπλέον τραπεζοκαθίσματα δεν τον βρίσκουν σύμφωνο.
«Τίθεται ζήτημα αθέμιτου ανταγωνισμού, και το λέω επειδή το έζησα. Ήμουν μέσα στους άτυχους που δεν έλαβαν καμία ουσιαστική βοήθεια εν μέσω πανδημίας, αλλά και τώρα που θα μπορούσα θεωρητικά να βγάλω τραπέζια σε όλη την πλατεία, θεωρώ ότι είναι άδικο για τους συναδέλφους μου. Τους δέκα επιπλέον που θα πάρω εγώ θα τους τραβήξω από κάποιον άλλον που δεν έχει χώρο μπροστά από το μαγαζί του.
Η πανδημία έχει τελειώσει για όλους, τρώμε κανονικά έξω χωρίς αποστάσεις, αυτήν τη στιγμή έχουμε μπροστά μας μια ενεργειακή κρίση και τα επιπλέον τραπεζάκια δεν θα μας βοηθήσουν με αυτή. Είναι νόμιμο αυτό που συμβαίνει, αλλά δεν είναι ηθικό, για μένα. Είναι προκλητικό και για τον κόσμο. Ζούμε μια άλλη μορφή κρίσης τώρα στην εστίαση και πρέπει να ληφθούν άλλα μέτρα. Δηλαδή, αν μας έρχεται το ένα κακό πίσω από το άλλο, τι θα πουν, “άντε, να αφήσουμε άλλα δύο χρόνια τα τραπέζια έξω;”».