ADVERTORIAL
Όταν μιλάμε για ελληνική παραγωγή μας έρχονται στο μυαλό διάφορα προϊόντα που βγαίνουν στη χώρα μας. Υπάρχει όμως ένα ακόμα προϊόν που η Ελλάδα παράγει σε αφθονία και πολλές φορές το εξάγει με μεγάλη επιτυχία κι αυτό είναι η γνώση.
Το ακαδημαϊκό επίπεδο των πανεπιστημίων μας είναι τέτοιο που θα έπρεπε να μας κάνει περήφανους καθώς καλλιεργούνται άνθρωποι με υψηλό επίπεδο γνώσεων και επιστημονικής επάρκειας.
Το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας, το πρώτο αγγλόφωνο δημόσιο πανεπιστήμιο της χώρας μας, αποτελεί μια τέτοια ακαδημαϊκή επένδυση. Μέσα από πολύ προσεκτικά δομημένα προγράμματα σπουδών, μέσα από τη σύνδεση με άλλα Πανεπιστήμια και φυσικά μέσα από την επιλογή αξιόλογου διδακτικού προσωπικού ετοιμάζει μια ολόκληρη γενιά επιστημόνων στους τομείς της Οικονομίας, της Διοίκησης Επιχειρήσεων και Νομικών Επιστημών, της Τεχνολογίας και των Ανθρωπιστικών Επιστημών.
Ο Επίκουρος Καθηγητής της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών κ. Μανόλης Μανωλεδάκης μας μιλά για τη φιλοσοφία του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος, τη σημαντικότητα των Ανθρωπιστικών Σπουδών και την γοητεία της Ιστορίας ως επιστημονικού πεδίου. Στο τέλος αυτής της συζήτησης μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι εννοεί ο κ. Μανωλεδάκης όταν λέει πως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου είναι πρώτα απ' όλα δάσκαλος...
— Κύριε Μανωλεδάκη μιλήστε μας λίγο για τη φιλοσοφία του Διεθνούς Πανεπιστήμιου της Ελλάδος.
Το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος είναι το πρώτο αγγλόφωνο δημόσιο πανεπιστήμιο της χώρας μας. Ιδρύθηκε το 2005 και αποτελεί αναμφίβολα ένα καινοτόμο και τολμηρό εγχείρημα στην Ελλάδα της κρίσης.
Από την πρώτη στιγμή το Διεθνές Πανεπιστήμιο έθεσε ορισμένους σαφείς στρατηγικούς στόχους, όπως η ακαδημαϊκή αριστεία, η τοποθέτηση του φοιτητή στο επίκεντρο της προσοχής του Πανεπιστημίου και του προσωπικού του, αλλά και η εξωστρέφεια προς την ευρύτερη κοινωνία, ακόμα και πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Για την επίτευξη των στόχων αυτών το Διεθνές Πανεπιστήμιο αξιοποιεί τον ενθουσιασμό νέων επιστημόνων παράλληλα με τη διεθνή εμπειρία διακεκριμένων πανεπιστημιακών.
Μέσω προσεκτικού προγραμματισμού και μελέτης τόσο των υφιστάμενων Προγραμμάτων Σπουδών διεθνώς όσο και των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, αποβλέπουμε στη δημιουργία Προγραμμάτων με διεθνή προσανατολισμό, στη σύνδεση με την αγορά εργασίας, και τελικά στη μείωση της διαρκούς ροής νέων προς το εξωτερικό.
Με αυτό το όραμα το Διεθνές Πανεπιστήμιο προσφέρει σήμερα δεκαεννέα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών υψηλής εξειδίκευσης και διεπιστημονικού χαρακτήρα στις τρεις Σχολές του: τη Σχολή Οικονομίας, Διοίκησης Επιχειρήσεων και Νομικών Επιστημών, τη Σχολή Επιστημών Τεχνολογίας και τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών. Στην προσπάθεια αυτή έχει την πολύτιμη υποστήριξη διακεκριμένων πανεπιστημιακών από ελληνικά ΑΕΙ, καθώς και επιφανών ομογενών και αλλοδαπών πανεπιστημιακών από το εξωτερικό. Θα έλεγα ότι η ίδρυση του Διεθνούς Πανεπιστημίου έχει επιφέρει μία μικρή σε μέγεθος αλλά πολύ μεγάλη σε ουσία αλλαγή στον εκπαιδευτικό χάρτη της Ελλάδας.
— Ποια είναι η διαδικασία εισαγωγής σε αυτό;
Η εισαγωγή στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα του Διεθνούς Πανεπιστημίου γίνεται με αίτηση που οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να καταθέτουν καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, μέχρι και μερικές ημέρες πριν από την έναρξή του. Φροντίζουμε ώστε οι υποψήφιοι να λαμβάνουν απάντηση μέσα σε δέκα εργάσιμες μέρες από τη στιγμή που ο φάκελος της αίτησής τους έρχεται σε μας με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ώστε να μπορούν να κάνουν έγκαιρα τον προγραμματισμό τους.
Θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι οι ενδιαφερόμενοι, πριν καταθέσουν αίτηση για μια θέση σε ένα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα, είναι καλό να εξετάσουν προσεκτικά αυτά που το κάθε Πρόγραμμα προσφέρει, όπως αναφέρονται αναλυτικά στην ιστοσελίδα της κάθε Σχολής, ώστε να καταλήξουν στην καταλληλότερη επιλογή – πάντα με βασικό γνώμονα τις επιθυμίες και τις προσωπικές τους κλίσεις. Κι αυτό γιατί στην εποχή μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου οι μεταπτυχιακές σπουδές είναι πλέον συχνά απαραίτητες, η επιλογή αυτή θα σταθεί καθοριστική για τη σταδιοδρομία τους και γενικά την υπόλοιπη ζωή τους.
— Πόσο σημαντική είναι η συνεργασία με άλλα Πανεπιστήμια;
Για ένα νέο Πανεπιστήμιο η κάθε μορφής συνεργασία με άλλα Ιδρύματα, εκπαιδευτικά ή ερευνητικά, είναι μονόδρομος. Το Διεθνές Πανεπιστήμιο προφανώς και δίνει μεγάλη έμφαση στην συνεργασία τόσο με άλλα Πανεπιστήμια σε επίπεδο Ιδρυμάτων όσο και με διακεκριμένους Έλληνες και ξένους πανεπιστημιακούς. Ωστόσο, αυτό δεν γίνεται μόνο από ανάγκη, αλλά και από επιλογή. Πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη της επιστήμης και η βελτίωση της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, απαιτούν από κάθε Πανεπιστήμιο, νέο ή παλιό, μικρό ή μεγάλο, να επιδιώκει συνεργασίες εντός και εκτός της χώρας του και να μην λειτουργεί με εσωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα. Ήδη χτίζουμε τις βάσεις μιας στέρεης συνεργασίας πάνω σε συγκεκριμένα επιστημονικά αντικείμενα με πανεπιστήμια όπως αυτό της Χαϊδελβέργης ή το McGill του Καναδά, στο πλαίσιο, για παράδειγμα, θερινών σχολείων. Παράλληλα, συζητούμε και με άλλα Ιδρύματα τη σύναψη συμφωνιών και ελπίζουμε ότι σύντομα θα μπορούμε να προχωρήσουμε στις σχετικές ανακοινώσεις.
— Πόση έμφαση δίνεται στη μελέτη των Ανθρωπιστικών Σπουδών και πόσο σημαντικό θεωρείτε αυτό το επιστημονικό πεδίο;
Στο Πανεπιστήμιό μας δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη των Ανθρωπιστικών Επιστημών και συγκεκριμένα στις επιστήμες της αρχαιότητας. Θεωρούμε ότι αυτός είναι ο κατεξοχήν τομέας υπεροχής της χώρας μας, στον οποίον θα πρέπει να επενδύσουμε, σε επίπεδο τόσο εκπαίδευσης όσο και έρευνας. Είναι ενδεικτικό ότι και στα δύο Μεταπτυχιακά Προγράμματα της Σχολής μας η αρχαιολογία κατέχει σημαντική θέση. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ελκυστικά Μεταπτυχιακά Προγράμματα Ανθρωπιστικών Σπουδών, που θα ευνοούν συνεργασίες με Ιδρύματα του εξωτερικού και θα αναδεικνύουν το ρόλο των επιστημών αυτών, προβάλλοντας ταυτόχρονα διεθνώς τον ελληνικό πολιτισμό – όχι βέβαια με τρόπο εθνοκαπηλικό, όπως συχνά γίνεται από ορισμένους – ως ένα σημαντικό κομμάτι του παγκόσμιου.
Έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας. Τα τελευταία χρόνια ακούμε ότι αρκετά Τμήματα Κλασικών Σπουδών στο εξωτερικό οδηγούνται σε κλείσιμο, παρά το γεγονός ότι κοστίζουν αισθητά λιγότερο από Τμήματα επιστημών που απαιτούν, για παράδειγμα, εργαστηριακό εξοπλισμό. Παράλληλα, διατυπώνονται ερωτήματα για τη χρησιμότητα των ανθρωπιστικών επιστημών στην εποχή της καλπάζουσας τεχνολογίας και των οικονομικών δυσκολιών, που υποτίθεται ότι δημιουργούν απαιτήσεις σε πιο «πρακτικά» θέματα, ενώ η ενασχόληση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες θεωρείται πολυτέλεια.
Θεωρώ ότι αυτό είναι μια πολύ λανθασμένη αντίληψη. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο σημαντικές επιστήμες. Η κάθε επιστήμη έχει τη δική της μοναδική και αναντικατάστατη προσφορά στον άνθρωπο, που δεν την έχει καμία άλλη. Δεν είναι λογικό να θεωρεί κανείς ότι κάποιες επιστήμες είναι πιο αναγκαίες από άλλες ή ότι ορισμένες επιστήμες (π.χ. οι ανθρωπιστικές) αποτελούν πολυτέλεια γιατί αναλώνονται σε θεωρητικά θέματα, ενώ άλλες (π.χ. οι θετικές) προσφέρουν άμεσες πρακτικές λύσεις στα προβλήματα των ανθρώπων και κατά τούτο είναι πιο χρήσιμες. Αυτή η σκέψη από μόνη της είναι αντιεπιστημονική και εσφαλμένα συνδέει τις επιστήμες μόνο με τη φυσική επιβίωση και τον βιοπορισμό.
Αν οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν είναι χρήσιμες σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, τότε τι θα έπρεπε να πει κανείς για τις οικονομικές, για παράδειγμα, επιστήμες, από τις οποίες και θα περιμέναμε να δοθούν λύσεις στην κρίση; Μάλλον ότι θα έπρεπε να καταργηθούν! Αυτό όμως είναι προφανέστατα λάθος. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι η επιστήμη από μόνη της που καθορίζει τη ζωή μας, αλλά ο τρόπος με τον οποίον αυτή χρησιμοποιείται. Είναι δηλαδή καθαρά θέμα πολιτικής, με την ευρεία έννοια του όρου. Ούτε οι τεχνολογικές επιστήμες μπορούν από μόνες τους να εξασφαλίσουν τη συνετή και συμφέρουσα για τον άνθρωπο χρήση των προϊόντων της ή την ισομερή διάθεση των τεχνολογικών αγαθών σε όλους τους ανθρώπους, γεγονός που επίσης θα μείωνε τις συνέπειες μιας κρίσης και επιπλέον αποτελεί ύψιστο στόχο της επιστήμης, αν δεν υπάρχει η σχετική πολιτική βούληση.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες όμως είναι αυτές που μας οδηγούν να κατανοήσουμε ότι ο σεβασμός και η μέριμνα για τον άνθρωπο, ιδίως αυτόν που υποφέρει, είναι υπέρτατο ανθρώπινο χρέος, όπως και η μέριμνα για τη δυνατότητα ορθολογικής απόλαυσης των αγαθών που προσφέρουν οι επιστήμες από όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο από λίγους. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να εκτιμά τη διαφορετικότητα, να απολαμβάνει αγαθά η απόκτηση των οποίων δεν απαιτεί αναγκαστικά το χρήμα, να αντιλαμβάνεται ότι το ατομικό συμφέρον προκύπτει και μέσα από το συλλογικό, και να έχει επίγνωση του εφήμερου της ύπαρξής του. Μελετώντας την ιστορία μπορεί τόσο ένα άτομο όσο και μια ολόκληρη κοινωνία να βρει λύσεις σε πολλά προβλήματα. Είναι προφανές ότι σε μια περίοδο ανθρωπιστικής,κατά κύριο λόγο, κρίσης, οι ανθρωπιστικές επιστήμες είναι απαραίτητες.
— Στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Διεθνούς Πανεπιστήμιου της Ελλάδος μπορεί κανείς να παρακολουθήσει δύο πολύ ενδιαφέροντα Μεταπτυχιακά Προγράμματα με αντικείμενο τη Μαύρη Θάλασσα και την Αρχαία Μακεδονία, τα οποία δημιουργήθηκαν μετά από δική σας πρόταση και έρευνα. Δώστε μας μια εικόνα για αυτά.
Πράγματι, δεν σας κρύβω ότι νιώθω πολύ χαρούμενος και περήφανος για τα δύο αυτά Μεταπτυχιακά Προγράμματα, που υλοποιούνται με την πολύτιμη βοήθεια ακαδημαϊκών και διοικητικών συνεργατών της Σχολής μας. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό και των δύο είναι η μοναδικότητα ως προς τη θεματική τους, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως.
Το πρώτο Πρόγραμμα με το οποίο ουσιαστικά ξεκινήσαμε τη λειτουργία μας ως Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών το 2010, ήταν αυτό της Μαύρης Θάλασσας (MA in Black Sea Studies). Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Η περιοχή αυτή αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα χώρο με διαρκώς αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον, για διάφορους λόγους, από αρχαιολογικούς-ιστορικούς μέχρι πολιτικούς-οικονομικούς.
Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες λαμβάνουν χώρα σε όλο τον κόσμο δεκάδες ερευνητικά προγράμματα και συνέδρια αφιερωμένα τόσο στην αρχαιότητα της Μαύρης Θάλασσας όσο και στις σύγχρονες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις εκεί. Με πλήρη λοιπόν επίγνωση αυτής της διαμορφούμενης κατάστασης, και διαπιστώνοντας ότι παρ’ όλα αυτά δεν υπήρξε ποτέ ούτε και υπάρχει ακόμα κανένα άλλο πανεπιστημιακό πρόγραμμα στον κόσμο που να ερευνά την περιοχή αυτή κατ’ αποκλειστικότητα, δημιουργήσαμε το Πρόγραμμα αυτό, το πρώτο αγγλόφωνο Μεταπτυχιακό στην Ελλάδα με θέμα τις επιστήμες του πολιτισμού και το πρώτο παγκοσμίως αφιερωμένο αποκλειστικά στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, την οποία και εξετάζει διεπιστημονικά.
Μέσα σε έξι χρόνια δεχθήκαμε φοιτητές από 14 χώρες, από την Κύπρο μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, και καλέσαμε διακεκριμένους ειδικούς από όλο τον κόσμο να εμπλουτίσουν τις γνώσεις των φοιτητών μας με μαθήματα και διαλέξεις. Στο πλαίσιο του Προγράμματος αυτού πραγματοποιήσαμε δύο διεθνή συνέδρια, συνοδευόμενα από έκδοση των πρακτικών τους, πολλές ημερίδες και διημερίδες, και αρκετές ακόμα εκδηλώσεις για την ιστορία και τον πολιτισμό της Μαύρης Θάλασσας.
Από την ερχόμενη χρονιά ανοίγουμε έναν νέο κύκλο του Προγράμματος, παρουσιάζοντάς το με γεωγραφικά διευρυμένη θεματική, ως «Σπουδές στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο (MA in Black Sea and Eastern Mediterranean Studies)», με δύο διακριτές κατευθύνσεις, μία αρχαιολογική και μία σύγχρονη πολιτική-ιστορική, στις οποίες θα εξετάζονται θέματα από τη προϊστορία των περιοχών αυτών και τον εκεί ελληνισμό διαχρονικά, μέχρι σύγχρονα ζητήματα δημιουργίας νέων εθνικών κρατών, μεταναστεύσεων, μειονοτήτων, αλλά και της δράσης του πολιτικού Ισλάμ.
Τον περασμένο Οκτώβριο ξεκινήσαμε και το δεύτερο Μεταπτυχιακό μας Πρόγραμμα, αφιερωμένο στην Κλασική Αρχαιολογία και την Αρχαία Ιστορία της Μακεδονίας (MA in the Classical Archaeology and the Ancient History of Macedonia). Πιστοί στη στρατηγική τόσο του Διεθνούς Πανεπιστημίου γενικότερα όσο και της Σχολής μας ειδικότερα, δημιουργήσαμε και πάλι ένα πρόγραμμα μοναδικό ως προς τη θεματική του παγκοσμίως. Σε μια σημαντική ιστορικά περιοχή, με πληθώρα αρχαιολογικών ανασκαφών να διεξάγονται τα τελευταία χρόνια στην επικράτειά της απασχολώντας δεκάδες νέους αρχαιολόγους, η δημιουργία ενός Μεταπτυχιακού Προγράμματος για την αρχαία Μακεδονία ήρθε αναμφισβήτητα να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας μας. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η ιδέα για τη δημιουργία του Προγράμματος αυτού προέκυψε από μια ανεκπλήρωτη επιθυμία των φοιτητικών μου χρόνων, καθώς ως φοιτητής αρχαιολογίας δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να παρακολουθήσω ούτε ένα μάθημα αφιερωμένο στη Μακεδονία, σε αντίθεση με αρκετά μαθήματα για περιοχές της νότιας Ελλάδας.
Στο Πρόγραμμα αυτό, που χρηματοδοτείται από το «Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης», εξετάζουμε τις σημαντικότερες πτυχές της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας από την προϊστορία μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ σε αυτό εντάσσεται και η διενέργεια εκπαιδευτικής ανασκαφής που ξεκινάει φέτος τον Ιούνιο στο Νέο Ρύσιο Θεσσαλονίκης.
— Τι είναι αυτό που σας οδήγησε στην επιστημονική ενασχόληση με την Κλασική Αρχαιότητα;
Από μικρό με γοήτευαν δύο επιστήμες: η γεωγραφία και η αρχαιολογία. Καθώς η πρώτη δεν αποτελούσε τότε ακόμα αντικείμενο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και καθώς ως μαθητής είχα σαφή κλίση στα λεγόμενα θεωρητικά μαθήματα σε αντίθεση με τις απογοητευτικές επιδόσεις μου στα θετικά, αποφάσισα, ήδη από το Γυμνάσιο, να σπουδάσω αρχαιολογία, και συγκεκριμένα κλασική αρχαιολογία. Ποτέ ωστόσο δεν έπαψα να γοητεύομαι από τη γεωγραφία και τους χάρτες. Τα τελευταία δέκα χρόνια συνδυάζω την επαγγελματική μου απασχόληση με την ερασιτεχνική, ειδικευόμενος ερευνητικά στην ιστορική γεωγραφία.
Η ενασχόληση με το παρελθόν μπορεί να είναι γοητευτική για πολλούς λόγους, αν και η γοητεία που σου ασκεί κάτι ή κάποιος νομίζω ότι δεν μπορεί ποτέ να εξηγηθεί απόλυτα. Θα μπορούσα να αναφέρω κάτι που διατυπώνεται πολύ συχνά: ότι η ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται. Αυτή η επανάληψη γίνεται βέβαια σε διαφορετικά επίπεδα κάθε φορά, που αφορούν κυρίως στην εξέλιξη της τεχνολογίας από εποχή σε εποχή. Ωστόσο, οι άνθρωποι, η νοοτροπία τους, οι ανάγκες τους για επιβίωση, τα συναισθήματά τους, οι μεταφυσικές αγωνίες τους, οι δραστηριότητές τους και τα αποτελέσματα των τελευταίων, ελάχιστα μεταβάλλονται. Μια προσεκτική μελέτη των αρχαίων κειμένων, ακόμα και των δεδομένων μιας προχωρημένης αρχαιολογικής ανασκαφής, μπορεί να το δείξει αυτό πολύ ευκολότερα από όσο κανείς φαντάζεται.
Θεωρητικά αυτή η διαπίστωση, που έχει πράγματι κάποια γοητεία, θα έπρεπε να αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για το παρόν και αποτρεπτική πολλών δεινών στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά η ιστορία δυστυχώς δεν μας διδάσκει, όπως ορισμένες φορές ακούμε. Ή, για να το πω πιο σωστά, εμείς δεν διδασκόμαστε από την ιστορία. Αλλιώς, αυτή δεν θα επαναλαμβανόταν. Με λίγα λόγια, φαίνεται να γοητευόμαστε μεν από τα μεγάλα κατορθώματα του παρελθόντος, πνευματικά ή υλικά, ατομικά ή συλλογικά, αλλά να μην τα «εκμεταλλευόμαστε», αποστρέφοντας παράλληλα το βλέμμα από τις αμέτρητες καταστροφικές επιλογές του ίδιου αυτού παρελθόντος, από τις ίδιες ακριβώς κοινωνίες, που ακατανόητα επαναλαμβάνουμε. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η μελέτη της ιστορίας, όπως είπα απαντώντας σε προηγούμενη ερώτησή σας, μπορεί να προσφέρει λύσεις σε τόσο πολλά ατομικά ή συλλογικά μας προβλήματα.
— Ποια είναι η άποψή σας για το επίπεδο σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια;
Το επίπεδο σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν είναι χαμηλό. Αντιθέτως μάλιστα, υπάρχουν πολλές Σχολές, όπως ορισμένες Θετικές, και μάλιστα σε περιφερειακά Πανεπιστήμια, που έχουν πετύχει σημαντικές διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο. Και στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών υπάρχουν ελληνικές πανεπιστημιακές Σχολές που έχουν να επιδείξουν σημαντική προσφορά. Σας θυμίζω πόσο συχνά ακούμε για νέους Έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό. Οι επιστήμονες αυτοί διαπρέπουν μεν έξω, αλλά με γνώσεις και πτυχία που απέκτησαν σε ελληνικά Πανεπιστήμια, πριν φύγουν σε άλλες χώρες. Αυτό τι σημαίνει; Ότι το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι ότι δεν έχει καλή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά ότι δεν μπορεί να απορροφήσει και να αξιοποιήσει τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων της.
Θεωρώ επίσης ότι το μεγάλο πρόβλημα των ίδιων των ελληνικών Πανεπιστημίων δεν εντοπίζεται στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά σε συγκεκριμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές – κυρίως υψηλόβαθμων καθηγητών – που ταλαιπωρούν το χώρο εδώ και δεκαετίες με τα αποτελέσματά τους και δυστυχώς έχουν γίνει συνήθεια. Θα μπορούσα ενδεικτικά να αναφέρω την αναξιοκρατία, έναν ακατανόητο ανταγωνισμό, συχνά ακόμα και απέναντι σε νέους που δεν έχουν γίνει καν συνάδελφοι, αυταρχική συμπεριφορά, αλλά και μία δυστυχώς πολύ συχνά παρατηρούμενη αδιαφορία για τη διδασκαλία, που υποτίθεται ότι αφαιρεί χρόνο από άλλες δραστηριότητες που προσφέρουν περισσότερη αναγνωρισιμότητα και άλλα...«αγαθά». Όλοι έχουμε πολλές φορές ακούσει φοιτητές να παραπονούνται ότι σε ορισμένα μαθήματα δεν έχουν δει ποτέ τους καθηγητές τους και παρακολουθούν τις παραδόσεις από νεότερους βοηθούς. Περισσότερο συμβαίνει αυτό σε Σχολές όπου οι καθηγητές μπορούν λόγω του αντικειμένου τους να έχουν και ελεύθερο επάγγελμα.
Αυτά και πολλά άλλα εμείς οι νεότεροι έχουμε τεράστιο χρέος να τα αλλάξουμε, όσο δύσκολο κι αν είναι. Τόσο ο καθένας μας προσωπικά, όσο και σε συλλογικό επίπεδο, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα νέο Πανεπιστήμιο όπως το δικό μας, που ακόμα διαμορφώνει το προφίλ του.
— Ποια είναι η συνεισφορά του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος σε έρευνες και ανασκαφές σχετικές με το αντικείμενο σπουδών;
Σε ό,τι αφορά τις ανασκαφές, ακόμα δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα, καθώς, όπως σας είπα, μόλις τώρα αρχίζουμε την πρώτη μας αρχαιολογική ανασκαφή. Η συγκεκριμένη θέση όπου αυτή θα διεξαχθεί παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά το βασικό μας μέλημα είναι πάντα η σωστή εκπαίδευση των φοιτητών μας στο πεδίο.
Η βασική συνεισφορά μας στην έρευνα – αλλά θα προσέθετα και στην εκπαίδευση – στις θεματικές με τις οποίες ασχολούμαστε στα Μεταπτυχιακά μας Προγράμματα είναι ότι αυτές είναι καινοτόμες στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με το Πρόγραμμα της Μαύρης Θάλασσας και τις παράλληλες επιστημονικές εκδηλώσεις του επιδιώκουμε να δημιουργηθεί για πρώτη φορά στη χώρα μας και στην ευρύτερη περιοχή ένα διεθνές κέντρο μελέτης της Μαύρης Θάλασσας, και μάλιστα στην πόλη που έχει χαρακτηριστεί «Πρωτεύουσα των Προσφύγων». Και πρέπει να πω ότι η συμβολή του Μεταπτυχιακού μας Προγράμματος στη κατεύθυνση αυτή έχει ήδη αρχίσει να αναγνωρίζεται από σημαντική μερίδα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Στόχος μας είναι να προσπαθήσουμε να προαγάγουμε εξίσου και την έρευνα σε θάματα της αρχαίας Μακεδονίας, συνεργαζόμενοι με τους τόσους αξιόλογους επιστήμονες που ασχολούνται ερευνητικά με την περιοχή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ήδη, η δημιουργία και μόνο του σχετικού Μεταπτυχιακού μας Προγράμματος έχει σταθεί αφορμή να γίνεται αυτή τη στιγμή προσπάθεια αναβίωσης ενός μεγάλου διεθνούς συνεδρίου για την αρχαία Μακεδονία που γινόταν κάποτε τακτικά στη Θεσσαλονίκη, αλλά σταμάτησε πριν από αρκετά χρόνια.
Είναι αλήθεια ότι οι επιστήμες της αρχαιότητας χρειάζονται κι αυτές μία ανανέωση. Στις επιστήμες της τεχνολογίας η ανανέωση αυτή έρχεται αναγκαστικά από μόνη της. Εμείς πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια παραπάνω και να σκεφτόμαστε νέα πράγματα. Το υπό έρευνα και διδασκαλία αντικείμενο μπορεί να είναι παλιό, στην περίπτωσή μας μέχρι και αρχαίο, αλλά τα περιθώρια για ανανέωση στις προσεγγίσεις είναι πάντοτε πολλά.
Η άλλη συνεισφορά μας θεωρώ πως είναι ότι η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα στην αγγλική γλώσσα, σε ένα διεθνές περιβάλλον συνύπαρξης και συνεργασίας νέων από διάφορες χώρες, κάτι που μέχρι τώρα έλειπε εντελώς από τα ελληνικά Πανεπιστήμια, σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά. Και έχουμε επιπλέον το πλεονέκτημα ότι στην περίπτωση, για παράδειγμα, της Μακεδονίας, η εκπαίδευση αυτή παρέχεται στον ίδιο τον υπό μελέτη τόπο, σε μια διεθνή γλώσσα. Νομίζω όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό. Ιδιαίτερα στον τομέα της κλασικής αρχαιολογίας, υπάρχουν πολλοί ξένοι φοιτητές αρχαιολογίας που θα επιθυμούσαν να σπουδάσουν την ελληνική αρχαιολογία στον γεωγραφικό της χώρο συνδυάζοντας και την πρακτική εξάσκηση, αλλά τους εμποδίζει η μέχρι τώρα αποκλειστική χρήση της ελληνικής γλώσσας στα Πανεπιστήμιά μας. Τώρα το εμπόδιο αυτό αίρεται.
— Ποιος είναι ο προσωπικός σας στόχος ως καθηγητή Πανεπιστημίου και μάλιστα με δεδομένες τις παρούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της Ελλάδας;
Η παρούσα συγκυρία είναι πράγματι πολύ δυσάρεστη. Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω ότι και τα δύο Μεταπτυχιακά Προγράμματά μας για τα οποία σας μίλησα δημιουργήθηκαν και υλοποιούνται μέσα στην περίοδο αυτή της κρίσης. Το ένα ξεκίνησε το 2010 και το άλλο το 2015. Αυτό είναι από μόνο του πολύ ελπιδοφόρο μέσα στη ζοφερή αυτή περίοδο. Δείχνει ότι όταν υπάρχει όραμα, ευρηματικότητα, θέληση, και βέβαια εργατικότητα, μπορεί να υπάρξει επιτυχία ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Δεν είναι τυχαία η απόφαση του Ιδρύματος Ωνάση να χρηματοδοτήσει για πρώτη φορά ένα ελληνικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα, αυτό της Αρχαίας Μακεδονίας. Σημαίνει ότι εκτίμησε την ιδέα δημιουργίας αυτού του Προγράμματος και το είδε ως κάτι καινοτόμο στο χώρο του και ιδιαίτερα ελκυστικό.
Σε συλλογικό επίπεδο, ο στόχος μας είναι να διατηρήσει το Πανεπιστήμιό μας όσο περισσότερο γίνεται αυτή τη φρεσκάδα που έχει, τη διάθεση για καινοτομία και αξιοκρατία, καθώς και την απουσία φαινομένων διαφθοράς σε διάφορα επίπεδα.
Προσωπικά, θα ήθελα να δω τα δύο Προγράμματα της Σχολής μας να συνεχίζονται με επιτυχία και να προσελκύουν Έλληνες και ξένους φοιτητές και διεθνείς συνεργασίες. Ο άφθονος χρόνος για έρευνα είναι πάντα ένας σημαντικός στόχος, αν και σε ένα ολιγομελές ακόμα Πανεπιστήμιο με πολλές διοικητικές ανάγκες αποδεικνύεται συχνά δύσκολος. Περισσότερο όμως απ’ όλα θα ήθελα να συνεχίσω την εξαιρετική σχέση που έχω αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια με τους φοιτητές και να δημιουργήσω από αυτούς νέους συναδέλφους. Είναι μία σχέση ανεκτίμητη που δεν αντικαθίσταται με τίποτε. Ο κάθε καθηγητής έχει μια ημερομηνία λήξης στο Πανεπιστήμιο. Το έργο του όμως μένει, μέσα από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις του, αλλά και – ακόμα πιο ζωντανό με την κυριολεκτική σημασία της λέξης – μέσα από τους μαθητές του. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου είναι πρώτα απ’ όλα δάσκαλος και μετά οτιδήποτε άλλο.