ADVERTORIAL
Είμαστε η γενιά του freddo και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Είναι μοναδικός ο τρόπος και η συχνότητα που ο παγωμένος καφές καταναλώνεται στην Ελλάδα και η πρωτοκαθεδρία του freddo –espresso ή cappuccino, με ζάχαρη ή χωρίς, με αφρόγαλα ή κρέμα, σε ψηλό ή χαμηλό ποτήρι– στις προτιμήσεις των Ελλήνων είναι γεγονός.
Αν αναλογιστούμε ότι ο freddo δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από την εταιρεία που έφερε τον illy espresso στη χώρα μας πριν από σχεδόν 30 χρόνια (όσα και τα δικά μου, δηλαδή), οι άνθρωποι της ηλικίας μου έχουν κυριολεκτικά γαλουχηθεί με αυτό το ρόφημα που καταναλώνεται με την ίδια αγάπη, όλες τις εποχές του χρόνου –7 στους 10 Έλληνες προτιμούν τον παγωμένο espresso και τον χειμώνα–, και το έχει χωρίς αμφιβολία ταυτίσει με την ασυναγώνιστη ποιότητα του illy.
Εγώ βέβαια ομολογώ ότι τον χειμώνα δεν μπορώ να αποχωριστώ τον ζεστό espresso, όμως πάντα έχω συνδεδεμένη την αλλαγή θερμοκρασίας και τη σταδιακή έλευση του καλοκαιριού με τον πρώτο πρωινό freddo που θα παραγγείλω στο γραφείο, συνήθως κάπου εκεί μέσα στον Μάρτιο.
Η συνήθεια του καφέ περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους: το είδος που προτιμά ο καθένας, ο τρόπος που τον πίνει, η ποσότητα και η συχνότητα, ακόμα και η ταχύτητα, συγκροτούν ένα ιδιότυπο δαχτυλικό αποτύπωμα, με τη διαφορά όμως ότι η συνήθεια αυτή μπορεί να μεταβάλλεται σε βάθος χρόνου.
Προσπαθώ να θυμηθώ, εν τω μεταξύ, ποιο ήταν εκείνο το κομβικό σημείο στη ζωή μου που σηματοδότησε τη μετάβαση από τον γλυκό στον σκέτο freddo – αλλά δεν είμαι σίγουρος πότε και γιατί ακριβώς συνέβη αυτή η κοσμοϊστορική αλλαγή! Και μάλιστα έγινε απευθείας η μετάβαση από τις δύο κουταλιές ζάχαρη στον σκέτο, «καθαρό» καφέ –μάλλον στο πλαίσιο κάποιας δίαιτας– κι έκτοτε, ποτέ δεν επέστρεψα πίσω, ενώ πλέον δεν μπορώ να βάλω καν στο στόμα μου freddo που μπορεί να έχει έστω και υποψία ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών.
Παράλληλα, καθώς μεγάλωνα και ο ύπνος με τις εργασιακές ευθύνες κινούνταν με αντιστρόφως ανάλογη πορεία, άρχισε να αυξάνεται και η ποσότητα των καθημερινών freddo που καταναλώνω.
Από τα ύστερα μαθητικά και τα ξέγνοιαστα φοιτητικά χρόνια των δύο freddo ημερησίως (ενός το πρωί κι ενός το μεσημέρι, μετά το φαγητό συνήθως), περάσαμε στην προσθήκη του απαραίτητου δεκατιανού της άφιξης στο γραφείο, κι ενός απογευματινού, συνήθως, τις μέρες που η δουλειά και η καθημερινότητα ενέχουν μεγαλύτερη ένταση.
Όταν όμως καταναλώνεις τέσσερις καφέδες ημερησίως οφείλεις να προσέχεις, πέρα από τη γεύση τους, την ποιότητά τους. Μπορεί ο πρώτος freddo που είχα δοκιμάσει, εκεί κάπου στα 14 σε μια καφετέρια στην Κρήτη, να μου έχει μείνει στη μνήμη περισσότερο λόγω του συνοδευτικού μπισκότου illy, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν ήμουν σε θέση να καταλάβω γιατί η μοναδική του ποιότητα τον κάνει τόσο δημοφιλή.
Εξάλλου η γεύση του illy freddo είναι τόσο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη που, όπου κι αν τον δοκιμάσεις, η ποιοτική απόλαυση είναι εγγυημένη.
Πάντα όμως είχα πολλές απορίες αναφορικά με την τέχνη παρασκευής ενός σωστού freddo. Ποια είναι η ιδανική συνταγή και εκτέλεση; Πόσο σημαντικό είναι για τους ανθρώπους που ασχολούνται με την εστίαση να έχουν καλής ποιότητας καφέ, σε εποχές που πλέον οι πελάτες είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί και ξέρουν να ξεχωρίζουν αυτό που πας να τους πουλήσεις; Κι εν τέλει, πώς ο illy καταφέρνει να διατηρεί τόσο υψηλά standards, εδώ και τόσα χρόνια;
Στην πιο πρόσφατη επίσκεψή μου στο αγαπημένο Ruins του Κολωνακίου, ένα πρωί πριν πάω στο γραφείο, μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω λίγο με τον Νίκο, έναν barista που ασχολείται με την τέχνη του espresso εδώ και δέκα χρόνια, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να μου λύσει όλες τις απορίες:
Ruins Facebook