"Το ραπ πέθανε!"
Και αναστήθηκε ως κατάλογος τηλεαγορών με τοποθετήσεις πολυτελών προϊόντων
*
Μία συνέντευξη του γάλλου κοινωνιολόγου Antoine "Wave" Garnier (1965-2009) που έζησε στα φοιτητικά του χρόνια την έκρηξη του Χιπ Χοπ στα γκέτο της Αμερικής και την διηγήθηκε σε τρία βιβλία που θεωρούνται κλασικά.
'Ενα άρθρο του γάλλου δημοσιογράφου Julien Baldassarra, συνεργάτη της εφημερίδας Monde Diplomatique, για το σημερινό εκφυλισμό της ραπ
*
Antoine "Wave" Garnier
Συνέντευξη στον Jean-Marie Bagayoko
Basango, σάιτ του γαλλόφωνου Κονγκό (17.12.2006)
*
Ποιοί είναι οι Suprêmes;
Οι Suprêmes είναι πάνω απ' όλα ένα προφίλ. Αυτό που έχουν κοινό όλοι οι δημιουργοί, άνδρες και γυναίκες, της κουλτούρας Χιπ Χοπ. Ο DJ Grand Masterflash, ο Puff Daddy, η Mary J. Blige, όπως και όλοι εκείνοι που έφεραν αυτήν την επανάσταση, αυτήν την κουλτούρα, που ήταν στην αρχή αντεργκράουντ, μειοψηφική, μέχρι που έγινε με το πέρασμα του χρόνου λαϊκή και κυρίαρχη. Η κουλτούρα αυτή άλλαξε άρδην τον τρόπο του να ορίζεις τον εαυτό σου. Οι ράπερ αυτοί, DJs, παραγωγοί, επιχειρηματίες, έγιναν Suprêmes εξαιτίας του επιχειρηματικού τους πνεύματος. Φόρεσαν τα χρώματα της χιπ-χοπ κουλτούρας, την έθεσαν κάτω από το φως των προβολέων και την επέβαλαν.
Πως συλλάβατε την ιδέα της συγγραφής ενός τέτοιου βιβλίου;
Επιστρέφοντας από της Ηνωμένες Πολιτείες, στα τέλη της δεκαετίας του '90, παρατήρησα ότι το χιπ-χοπ γινόταν αντιληπτό στη Γαλλία μόνο μέσω της τηλεόρασης. Δεν βλέπαμε παρά μόνο το ραπ, τα baggys jeans και τα φανταχτερά σκουλαρίκια. Δεν ξέραμε τίποτα για το τι σήμαινε το χιπ-χοπ. Θέλησα να τιμήσω όλα αυτά τα πρόσωπα και να τονίσω το νεωτεριστικό πνεύμα που τα χαρακτήριζε: να υπογραμμίσω πως το κατόρθωμά τους είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε πως γενικά οι φτωχοί προσπαθούν να μιμηθούν τους πλούσιους, ενώ αυτή τη φορά, τα πράγματα αντιστράφηκαν. Είναι απίθανο! Σαν να προσπαθούσαν αυτοί που μένουν στο 16ο διαμερίσμα του Παρισιού να μιμηθούν τους κατοίκους των λαϊκών συνοικιών. Από πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική άποψη, είναι και ενδιαφέρον και πολύ εντυπωσιακό. Το Χιπ Χοπ είναι η κουλτούρα της νεολαίας. Σήμερα το ροκ είναι το ραπ!
Στο βιβλίο σας διαχωρίζετε το χιπ χοπ από το Χιπ Χοπ. Ποιά είναι η διαφορά;
Στη Γαλλία, έχουμε συχνά την τάση να μεταφέρουμε στη γλώσσα μας τους όρους που μας έρχονται από αλλού. Η ραπ μουσική απέκτησε με έναν αδέξιο τρόπο αρσενικό γένος για να ονομαστεί "le" Rap. Το ΧΙΠ ΧΟΠ ορίζει την κουλτούρα, ενώ το χιπ χοπ είναι η μουσική, ο ήχος που απορρέει απ' αυτήν, πολύ απλά. Σήμερα, τα όρια γίνονται όλο και πιο συγκεχυμένα για τον κόσμο, εξαιτίας της αυθαίρετης χρήσης του όρου. Το ΧΙΠ ΧΟΠ είναι πάνω απ' όλα μία πνευματική κατάσταση, είναι η εφευρετικότητα, η δημιουργικότητα, το επιχειρείν. Η ραπ μουσική δεν αποτελεί πάρα μόνο ένα στοιχείο.
Πως βλέπετε την εξέλιξη του ραπ σήμερα;
Το ραπ πέθανε! Η ίδια του η ουσία ήταν η δημιουργικότητα, αλλά τώρα πια η ραπ μουσική δεν ανανεώνεται όπως θα έπρεπε. Φτάσαμε σε μια γενιά που παράγει το "τίποτα"! Ωστόσο όλο και περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται για τη μουσική, αλλά η παραγωγή παραμένει γραμμική. Οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν πολλά πράγματα αλλά δεν αρκεί να παρουσιάζεσαι ως παραγωγός για να είσαι κιόλας. Οι Suprêmes δεν είναι ένα βιβλίο για το ραπ, αλλά ένα βιβλίο ΠΑΝΩ και ΜΕΣΑ στον κόσμο του ραπ. Θέλησα να αποδείξω πως οι παράγοντες και οι καταναλωτές της κουλτούρας αυτής δεν είναι απομονωμένοι. Ακόμη και η μάρκα Levi's ακολούθησε το ρεύμα όταν είδε να μειώνονται ραγδαία οι πωλήσεις της επειδή όλοι οι νέοι ήθελαν να φοράνε baggys. [...]
Πως εννοείτε την "Vibracultic" επανάσταση; Ποιές αλλαγές έφερε για μας;
Ο όρος "Vibracultic" είναι ένας όρος που επινόησα για να χαρακτηρίσω την επανάσταση που έφερε η εμφάνιση αυτής της ΧΙΠ ΧΟΠ κουλτούρας. Συνδυάζει τις "δονήσεις" (vibrations) που διαπερνούν τα γκέτο των μαύρων στην Αμερική από τη δεκαετία του '70 ως τις μέρες μας, με την Κουλτούρα -το τι είμαστε και πως αυτοκαθοριζόμαστε- που απορρέει και που ανατρέχει στις "νέες τεχνολογίες" και την συνεχή ανακυκλωσή τους. Η παραδοσιακή μουσική επανεφευρέθηκε εντελώς (με το σάμπλινγκ ιδίως και το σκρατς), και μαζί της όλη η δισκογραφική βιομηχανία. 'Ατομα που δεν είχαν καμία μουσική εκπαίδευση, που δεν είχαν μάθει σολφέζ, μπόρεσαν να παράγουν ήχους χάρη σε νέες τεχνικές. Οι παραδοσιακοί μουσικοί είδαν με κακό μάτι κάτι που δεν το θεωρούσαν μουσική, αλλά όταν βλέπουμε τι γίνεται σήμερα, όλος ο κόσμος κάνει μουσική μέσω υπολογιστή. Τι επιρροή! Είναι μία κουλτούρα των φτωχών, των απόκληρων, που ξεκίνησαν από το τίποτα, και την οποία εκμεταλλεύτηκαν, υιοθέτησαν ώσπου έγινε σημείο αναφοράς και πρότυπο. Δείτε τα GAP, τη μάρκα που το μόνο που έκανε ήταν να εμπνευστεί και να στυλιζάρει την εργατική κουλτούρα του Μπρούκλιν. Την έκανε αποδεκτή. Αν αύριο η μπλε φόρμα των εργατών της Ρενώ ερχόταν στη μόδα, θα ήταν μία απόλυτη αντιστροφή των αξιών!
Ποιοί είναι οι Suprêmes σήμερα;
'Οταν πεινάς, προτείνεις και παράγεις πάντα διαφορετικά πράγματα. Οι Suprêmes είναι όλοι αυτοί οι νέοι που τράφηκαν από το μπιμπερόν του ΧΙΠ ΧΟΠ, που επέλεξαν να δημιουργήσουν, και οι οποίοι κατάφεραν, ενάντια σε κάθε προσδοκία, να επιβάλουν το δικό τους ανάστημα στον κόσμο. Θα υπάρχουν πάντα Suprêmes, μένει να δούμε τώρα αν θα τους δοθεί μία επαρκή ορατότητα και μία αναγνώριση που να τους αξίζει.
Μτφ. Σ.Σ.
*
Antoine « Wave » Garnier (1965-2009), κοινωνιολόγος της χιπ χοπ κουλτούρας
Από τον Michel Bampély
Libération, Blog Humeurs noires (29.09.2018)
[...] Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Antoine Garnier γινόταν ολοένα και πιο ακριβοθώρητος. Η χρυσή εποχή του ραπ έφτανε στο απόγειό της και το κοινό, όπως και οι καλλιτέχνες, στρέφονταν περισσότερο σε ένα ψυχαγωγικό ραπ. Για τον παλιό του συνεργάτη από το Black News, τον Jean-Bernard Gervais, ο Antoine είχε γίνει μελαγχολικός, κάπως πικραμένος. Δεν αναγνώριζε πια τον χώρο του ραπ, όπως διαμορφωνόταν στα πρώτα χρόνια του 21ου αι. Γι' αυτόν, το ραπ έπρεπε να συντελέσει την χειραφετική αποστολή του μαύρου λαού. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Και το ραπ του 2000 ήταν στα μάτια του Antoine μονάχα εξευτελισμός.
Η κοινωνιολογία του έβρισκε την εμπνευσή της στα Cultural Studies, που κι αυτά άνθισαν στη διάρκεια των χειραφετικών κινημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών στις δεκαετίες του '70-'80-'90, μέσα από τη δράση των κοινωνικοπολιτιστικών ομάδων που αντιμετώπιζαν την περιθωριοποίηση και τις διακρίσεις. Ανεμίγνυε "πολιτικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές, ποιητικές, μουσικές πληροφορίες, τα αληθινά συστατικά αυτής της αφροαμερικανικής παραγωγής", κρατώντας απόσταση από την επιστημονική προσέγγιση των πρώτων γάλλων πανεπιστημιακών που ενδιαφέρθηκαν για την κουλτούρα του χιπ χοπ την ίδια εποχή. Ήταν πάνω απ' όλα ένας ερευνητής πεδίου, περιγράφοντας στα βιβλία του την ατμόσφαιρα και την εξέλιξη αυτής της αντι-κουλτούρας μέσα από πρωτότυπες συναντήσεις, όπως με τους KRS One, Guru, John Singleton, Spike Lee, De La Soul, Dr Dre ή Run DMC που έγιναν διαπλανητικοί αστέρες, "Suprêmes", όπως του άρεσε να τους χαρακτηρίζει. Ο Antoine Garnier δεν ήταν ένας γκουρού, αλλά ήταν επιδραστικός, ήταν ένας εξερευνητής, ένας οδηγός στα μονοπάτια της έρευνας. Παρά την απαισιοδοξία του που τον εμπόδιζε να πιστέψει ότι "μια μέρα θα ερχόταν ένας μαύρος πρόεδρος στο Λευκό Οίκο", παραμένει μία από τις μεγάλες γαλλικες μορφές της δημοσιογραφίας και της κοινωνιολογίας της χιπ χοπ κουλτούρας της περιόδου 1990-2000, που ονειρεύοταν για τον εαυτό της έναν κόσμο δημιουργίας, στοχασμού, αμφισβήτησης, δράσης και χειραφέτησης.
Μτφ. Σ.Σ.
Οι ράπερ, τα στρατιωτάκια αυτά του καπιταλισμού
Από τον Julien Baldassarra
Le Vent Se Lève - ανεξάρτητο μέσο γνώμης (08.10.2018)
*
Στη Γαλλία όπως και στην Αμερική όπου γεννήθηκε, το ραπ μετέφερε ένα ανατρεπτικό μήνυμα. Σταδιακά όμως, καθώς αφομοιωνόταν από την βιομηχανία ψυχαγωγίας, η χιπ χοπ υποκουλτούρα και οι προσδοκίες της για την ανατροπή της κοινωνίας έχασαν την κριτική τους ουσία. Πως έγινε το ραπ το ιδανικό ιδεολογικό όχημα του καπιταλισμού για να προσηλυτιστούν οι νέοι στο κυρίαρχο σύστημα αξιών;
To 1995, oι Suprême NTM ραπάρουν: "οι αστοί μπορούν να τρέμουν, τα αποβράσματα είναι μέσα στην πόλη, και όχι για να διασκεδάσουν, τι περιμένουμε για να τα κάψουμε; Πάμε στο Προεδρικό μέγαρο να κάψουμε τους γέρους". Το 1997, οι Stomy Bugsy, Passi, Shurik'n και μερικά άλλα μεγάλα ονόματα του γαλλικού ραπ εμπλουτίζουν με το flow τους μια συλλογή που προοριζόταν για το σάουντρακ της ταινίας-γροθιά Ma 6T va craquer, την οποία γύρισε ο Jean-François Richet για τα προάστεια. Στο κομμάτι τους La Sédition, οι Mystik και 2 Bal ραπάρουν αυτό το ρεφραίν: "η εξέγερση είναι η λύση, επανάσταση/ να πολλαπλασιάσουμε τις διαδηλώσεις, να περάσουμε στη δράση". Κι αυτήν τη στροφή: "οργισμένοι άνθρωποι που δεν φείδονται λόγια/ μέρος ενός πρωτοποριακού κόμματος/ που ακολουθεί αρχές που αποσκοπούν στην ανατροπή της κοινωνίας".
Αδιανόητα στο στόμα οποιουδήποτε από τους κυρίους αντιπροσώπους του γαλλικού ραπ, τα επαναστατικά αυτά λόγια αντηχούν είκοσι χρόνια αργότερα σαν το κύκνειο άσμα ενός ραπ που ξεκίνησε σαν μια τέχνη ικανή να αισθητικοποιήσει την οργή των λαϊκών τάξεων. Πράγματι, από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000, το mainstream ραπ έγινε ένα ιδεολογικό όπλο που προτείνει στους ακροατές συμπεριφορές και επιθυμίες που αντιστοιχούν στις επιταγές του καπιταλισμού.
[...] Στο τέλος της δεκαετίας του 2000, το ραπ ολοκληρώνει σιγά-σιγά την τυποποίησή του: ο ατομικισμός, η προσπάθεια κυριαρχίας και ο διαπροσωπικός ανταγωνισμός έγιναν οι προσφιλείς θεματικές σχεδόν όλων των ράπερ. Και όσο αυξάνεται ο αριθμός των καλλιτεχνών, τόσο τα κειμενά τους γίνονται ομοιόμορφα γύρω από έναν κοινό παρανομαστή όλο και πιο στενό: το χρήμα, και γενικότερα, η σκηνοθεσία των πιο βίαιων καπιταλιστικών αξιών και πρακτικών.
Ενώ οι καλλιτέχνες συναγωνίζονται σε φαντασία για να δημιουργήσουν νέους οπτικούς και μελοδικούς κόσμους, το περιεχόμενο συρρικνώνεται, περιορίζοντας το πεδίο των δυνατοτήτων σε προσδοκίες που επικεντρώνονται στο χρήμα, τη συσσωρευσή του και την επιδεικτική κατανάλωση που επιτρέπει. Ο Kerry James παραμένει για παράδειγμα ο πάπας του "ανατρεπτικού ραπ". Οι Bigflo & Oli, Nekfeu, Orelsan ή κάποιοι λιγότερο διάσημοι ράπερ υπογράφουν κατά καιρούς στρατευμένα punchlines. Αλλά για τη μεγάλη πλειοψηφία, η διαπίστωση παραμένει η ίδια: το "συνειδητό ραπ" τείνει να εκλείψει προς όφελος του "χάρντκορ ραπ".
[...] Με την ανάπτυξη του ίντερνετ, κι έπειτα των κοινωνικών δικτύων, τα αστέρια του ραπ έγιναν τα φερέφωνα της καταναλωτικής κοινωνίας, των αξιών της, και πιο πεζά των προϊόντων της. Φέτος, ο Lomepal συνεργάστηκε δυό φορές με μεγάλες μάρκες: με την Apple, για μια διαφημιστική καμπάνια που προωθεί το Iphone X, κι ύστερα με την αλυσίδα ξενοδοχείων Ibis, σε ένα διαφημσιτικό σποτ για την τηλεόραση και πλατφόρμες βίντεο στο διαδίκτυο.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο μασσαλιώτης ράπερ SCH -ο δεύτερος δίσκος του οποίου τιτλοφορείται Anarchie- γινόταν το πρόσωπο της Adidas. Και μετά τη νίκη της γαλλικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου στη Ρωσία, η αμερικανική μάρκα Nike επιστράτευσε τη φωνή του ράπερ Niska σ' ένα διαφημιστικό σποτ για τη νέα φανέλα με τα δύο αστέρια. Τζακπότ για την εταιρεία που ντύνει τους Bleus, που ξεκίνησε να πουλάει την πολυπόθητη φανέλα έναντι του διόλου ευκαταφρόνητου ποσού των 140 ευρώ, με την FFF (Γαλλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου) να προβλέπει πωλήσεις ρεκόρ.
Κι όταν οι ράπερ επιδεικνύουν επώνυμα ρούχα και αξεσουάρ στα βιντεοκλίπ τους, η διαφήμιση γίνεται δωρεάν. Πρόσφατα, ο Jok'Air κυκλοφόρησε τον τίτλο Mon Survet (Η φόρμα μου), όπου ο ίδιος και άλλοι τριάντα κομπάρσοι ντύθηκαν από την Adidas από την κορυφή ως τα νύχια. Οι δωρεάν αυτές βιτρίνες είναι ευλογία για τις πολυεθνικές, που τις θεωρούν ιδιαίτερα επιδραστικές για το νεανικό ακροατήριο.
Από πλευράς στίχων, οι σταρ αναφέρονται συστηματικά στις μάρκες, τόσο που οι πρώτοι 16 στίχοι πολλών γάλλων ράπερ μοιάζουν με καταλόγους πολυτελών προϊόντων, και τα βιντεοκλίπ τους σε τηλεαγορές. Philipp Plein, Cartier, Ruinard, Gucci, Audi, BMW, Bugatti, Ferrari, Porsche, Burberry... Όταν οι ράπερ δεν κάνουν τοποθετήσεις προϊόντων, πασχίζουν να κάνουν ρίμες με τις μάρκες. Με τον τίτλο του Sapés comme jamais (Ντυμένοι όπως ποτέ), που κυκλοφόρησε το 2015, ο Maître Gims υιοθετεί εντελώς την τάση αυτή, ανακατεύοντας σε ένα μόνο κομμάτι αναφορές στους Louboutin, Chanel, Balmain, Vuitton, Hermès και Zanotti.
Κι όταν οι ράπερ φτάνουν σε σημείο να δίνουν στα κομμάτια τους ονόματα από μάρκες, οι πολυεθνικές τρίβουν τα χέρια τους. Το 2013, ο Kaaris δημιουργούσε buzz με το κλιπ 63, δανεισμένο από την μεγάλη μπερλίνα AMG63, που διέθεσε στο εμπόριο η Mercedes-Benz. Το 2015, ο Sadek κυκλοφορούσε έναν τίτλο που έφερε το όνομα του οίκου μόδας Zanotti. Και την ίδια χρονιά, ο Rim'k a συνεργάστηκε με τον Ninho για το κομμάτι Air Max, όπως τα γνωστά παπούτσια της Nike. Τον Σεπτέμβρη, ο ίδιος πάλι Ninho κυκλοφορούσε το βιντεοκλίπ από το κομμάτι του Fendi – η ιταλική μάρκα πολυτελούς prêt-à-porter – το οποίο γυρίστηκε σε μια αριστοκρατική βίλα του Μιλάνου.
Ο καπιταλισμός λατρεύει τα success stories: η εξαιρετική εξέλιξη των self-made-men του επιτρέπει να νομιμοποιείται, ανεξάρτητα από τους οικονομικούς δείκτες και τις επιστημονικές προσεγγίσεις. Μία καλά αφηγημένη ιστορία, ενός Bernard Tapie ή ενός Silvio Berlusconi, μπορεί να εκμηδενίσει οποιαδήποτε κοινωνιολογική έρευνα πάνω στην κοινωνική αναπαραγωγή των ανισοτήτων, όσο κι αν προσπαθεί ο Pierre Bourdieu. Κι αν δεν αρκούν τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ που υμνούν τον "φτωχό γιο μετανάστη" που έγινε "δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας", το ραπ βοηθάει να διαδωθεί το ίδιο story-telling.
Τα περισσότερα κείμενα είναι έτσι δομημένα πάνω στο πατρόν του "νέου-που-ξεκίνησε-από-το-μηδέν-έγινε-πλούσιος-κι-απολαμβάνει-το χρήμα-του". Ο SCH γράφει: "'Ημουν ένα τίποτα, δεν είχα τίποτα, τώρα έχω τρεις πουτάνες κάτω από την κουβέρτα μου", ή το άλλο: "δεν είχα φράγκο, σ' ένα παγκάκι μεγάλωσα, τώρα πάω στην οδό του Παραδείσου". Στο τελευταίο του κλιπ που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη, ο MHD εμπνέεται την ακόλουθη στροφή: "Ε, ναι, η ζωή μου άλλαξε, δεν καθυστερώ πια το νοίκι, τώρα φχαριστιέμαι, μπορώ να φοράω Giuseppe (NDLR Giuseppe Zanotti)."
Πολλοί ράπερ δημιουργούν ένα σύστημα αυτοδικαιολόγησης που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε με τον εξής τύπο: "να κερδίζεις πολλά χρήματα για να ξεφύγουν οι δικοί σου από τη φτώχεια". Σε ένα κλασικό κομμάτι που κυκλοφόρησε το 2010, ο Booba ραπάρει: "Κάθε μέρα είναι για τα χρήματα, για να μην βρεθεί στην ανάγκη η οικογένεια". 'Οσον αφορά τα δυό αδέρφια των PNL, εκείνα δημιούργησαν ένα σλόγκαν για να συνοψίσουν το πιστεύω τους: "QLF", που σημαίνει κυριολεκτικά "μόνο η οικογένεια". Η φυλετική αυτή αντίληψη της ύπαρξης -ο καθένας για την πάρτη του, ο νόμος του πιο ισχυρού- κι όπου η αλληλεγγύη δεν υπάρχει, ανταποκρίνεται πλήρως μ' αυτό που ήθελε να επιβάλλει η Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο της δεκαετίας του 1980. Η πρωτεργάτιδα του νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού έγραφε τότε: "Η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα άτομα."
Ενώ για όλο και περισσότερους νέους ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής παύει να είναι ελκυστικός κάτω από το βάρος των αντιφάσεών του, το εμπορικό ραπ μοιάζει να δρα σαν μία διαρκή επανάληψη εμβολίου. 'Ενα ανοσοποιητικό εμβόλιο κατά του κινδύνου της εξέγερσης που σε καλεί να αφοσιωθείς και πάλι στο κυνήγι του χρήματος, της κατανάλωσης και της ψυχαγωγίας.
Ο κλιματικός κίνδυνος που διαφαίνεται, η έκρηξη των ανισοτήτων ή η απώλεια νοήματος ωθούν πιο πολλούς νέους να αμφισβητήσουν το κυρίαρχο κοινωνικό μοντέλο. 'Ολοι και πιιο πολύ εγκαταλείπουν τη συσσώρευση και τον ατομικισμό, αναζητώντας αλλού την εκληρωσή τους (ισότητα, αλληλεγγύη, ακτιβισμός, οικολογία, αποανάπτυξη, κοινωνικός δεσμός). Βομβαρδίζοντας τους μελλοντικούς ενήλικες με ιδεολογικά ερεθίσματα, όπου το χρήμα είναι το παν και η βία βασιλεύει, η πλειοψηφία του ραπ λειτουργεί ως τροχοπέδη για την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού: διαβρώνει την αίσθηση της εξέγερσης, αναστέλλει την επιθυμία για την ουτοπία και κατασκευάζει την κοινωνική ειρήνη. Εκεί όπου οι πρωτοπόροι του ραπ έπαιζαν το ρόλο των αντιρρησιών συνείδησης, οι περισσότεροι από τους σημερινούς ράπερ έχουν γίνει φρουροί της καθιερωμένης τάξης.
Μτφ. Σ.Σ.