Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το πρώτο ελληνικό Μουσείο, ιδρύθηκε το 1829, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική κυριαρχία και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, ενώ το σημερινό κύριο κτίριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου θεμελιώθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1866, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων E. Ziller και L. Lange. Το μουσείο γιόρτασε το 2016 τα 150 χρόνια λειτουργίας του με την περιοδική έκθεση «Οδύσσειες», σε επιμέλεια της διευθύντριάς του Δρ Μαρίας Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου, έκθεση η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Εκτενείς εργασίες επανέκθεσης όλων των Συλλογών του Μουσείου, σύμφωνα με τα σύγχρονα μουσειολογικά δεδομένα, πραγματοποιήθηκαν από το 2002 και ολοκληρώθηκαν το 2009, με διευθυντή του Μουσείου τον Δρ Νίκο Καλτσά. Οι Συλλογές Αγγείων και Χαλκών άνοιξαν με τη σύγχρονή τους μορφή στο κοινό το 2005. Η Δρ. Μαρία Χιδίρογλου, αρχαιολόγος – επιμελήτρια στο Τμήμα Συλλογών Αγγείων, Μικροτεχνίας και Έργων Μεταλλοτεχνίας και στο Φωτογραφικό Αρχείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μίλησε στο Lifo.gr για τα αρχαία ελληνικά αγγεία και επέλεξε δέκα από τα σημαντικότερα που μπορεί να δει σήμερα ο επισκέπτης.
Αρχαία ελληνικά αγγεία
Τα πήλινα αγγεία είναι τα κατάλοιπα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τα οποία έχουν διασωθεί σε μεγαλύτερο αριθμό από άλλα αρχαία έργα. Κατά την αρχαιότητα τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής κεραμικών προϊόντων ήταν η Αττική, η Κόρινθος, ενώ άλλα, συχνά πιο βραχύβια, κέντρα εντοπίζονται στη Βοιωτία, στην Εύβοια, στις Κυκλάδες, στην ανατολική Ελλάδα και στη Λακωνία. Προϊόντα των αττικών κυρίως εργαστηρίων κλασικών χρόνων έχουν βρεθεί στην Ετρουρία, καθώς και σε θέσεις της νότιας Ιταλίας και Σικελίας. Ακόσμητη χρηστική κεραμική για την αποθήκευση, τη μεταφορά υγρών, τη μαγειρική και άλλους οικιακούς σκοπούς, θα παραγόταν σχεδόν σε όλες τις περιοχές του αρχαίου κόσμου.
Με τον όρο γεωμετρικός ρυθμός, χαρακτηρίζεται ο τρόπος διακόσμησης των αρχαίων ελληνικών αγγείων κατά την περίοδο από το 900 μέχρι το 700 π.Χ. Στο γεωμετρικό ρυθμό κυριαρχούν τα γεωμετρικά μοτίβα και οι γεωμετρικά αποδοσμένες μορφές ανθρώπων και ζώων. Η μελανόμορφη τεχνική, στην οποία οι μορφές αποδίδονται με «σκιαγραφία» και οι λεπτομέρειες με εγχάραξη και επίθετα χρώματα, αναπτύχθηκε αρχικά στην Κόρινθο από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., αλλά γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της στην Αθήνα και την Αττική από τον ύστερο 7ο έως και τον 5ο αιώνα π.Χ. Τα πρώτα αττικά μελανόμορφα αγγεία παράγονταν σύμφωνα με προγενέστερα κορινθιακά και άλλα πρότυπα, ενώ στη συνέχεια η αττική παραγωγή εξελίχθηκε με αυτονομία και δημιουργικότητα, γνωρίζοντας μεγάλη εμπορική διάδοση στο χερσαίο ελλαδικό χώρο, στο νησιωτικό Αιγαίο και σε θέσεις της ανατολικής Μεσογείου. Κορινθιακές επιδράσεις συναντάμε στο έργο του Σοφίλου, του πρώτου αττικού αγγειογράφου που είναι γνωστός με το όνομά του, η καλλιτεχνική δραστηριότητα του οποίου τοποθετείται μεταξύ των ετών 630 και 570 π.Χ. (πρώιμη φάση του μελανόμορφου ρυθμού). Γύρω στα τέλη της επόμενης εικοσαετίας 570-550 π.Χ. (μέση φάση του μελανόμορφου ρυθμού), ανάμεσα σε άλλους σημαντικούς αγγειογράφους, ο Λυδός και ο Νέαρχος ξεχωρίζουν με την ποιότητα του σχεδίου τους και την επιμελή απόδοση των λεπτομερειών των σκηνών που απεικονίζουν. Ο Εξηκίας που δραστηριοποιείται κατά τα έτη 550-530 π.Χ. (ώριμη περίοδος μελανόμορφου ρυθμού) είναι άλλος ένας από τους σημαντικότερους αγγειογράφους μελανόμορφων αγγείων που παρέμεινε γνωστός με το όνομά του, καθώς συχνά υπέγραφε τα έργα του. Όταν σώζονται υπογραφές -ονόματα- κεραμέων συνήθως συνοδεύονται από τα ρήματα ἔγραφσεν (ζωγράφισε) και ἐποίησεν (κατασκεύασε). Το ρήμα ἐποίησεν μπορεί επίσης να αναφέρεται στον ιδιοκτήτη του κεραμικού εργαστηρίου που κατασκεύασε το αγγείο.
Τα περισσότερα αρχαία ελληνικά αγγεία είναι ανυπόγραφα. Πολλά από αυτά έχουν αποδοθεί σε αγγειογράφους, ομάδες ή εργαστήρια αγγειογράφων από την έρευνα, μετά από συστηματικές συγκριτικές μελέτες των λεπτομερειών της εικονογραφίας, των μορφών και των σχεδίων τους. Αγγειογράφοι που δεν υπέγραφαν έργα τους είναι γνωστοί από ένα συμβατικό όνομα που τους έχει δοθεί από την έρευνα, λ.χ. ο Ζωγράφος του Νέσσου για τον μελανόμορφο ρυθμό, ο Ζωγράφος του Πανός και ο Ζωγράφος της Ερέτριας για τον ερυθρόμορφο, καθώς και ο Ζωγράφος του Bosanquet, εδώ ως ζωγράφος ληκύθου λευκού βάθους.
Γύρω στα 530 π.Χ., ο μελανόμορφος ρυθμός φαίνεται ότι έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του και οι Αθηναίοι κεραμείς πειραματίζονται ήδη σε άλλες τεχνικές. Κατά την περίοδο αυτή, γεννιέται ο ερυθρόμορφος ρυθμός, στον οποίο οι μορφές και γενικότερα η διακόσμηση αφήνονται στο χρώμα του πηλού, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια του αγγείου γεμίζει με μαύρο χρώμα (γάνωμα). Η αττική ερυθρόμορφη αγγειογραφία κυριάρχησε για περισσότερα από 200 χρόνια (530-320 π.Χ.) στον ελλαδικό χώρο και στην ανατολική Μεσόγειο και η στυλιστική εξέλιξή της υποδιαιρείται σε περιόδους. Ανάμεσα στους επώνυμους αγγειογράφους και αγγειοπλάστες του πρώτου μισού του 5ου αιώνα π.Χ. ξεχωρίζει μεταξύ άλλων ο Δούρις. Κατά την κλασική περίοδο της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας (450-415 π.Χ.), συναντάμε επιμέλεια και έμπνευση στην απόδοση των μορφών, της πλαστικότητας των σωμάτων και αντικειμένων, καθώς και απόπειρες απόδοσης της φωτοσκίασης και του τρισδιάστατου χώρου. Σε μνημειακές συνθέσεις και σε έργα αγγειογραφίας, όπως σε αγγεία του Ζωγράφου Πολυγνώτου, συχνά συναντάμε επίδραση από τις μορφές του πλαστικού διακόσμου του κλασικού Παρθενώνα.
Γενικά η μελέτη των αρχαίων ελληνικών αγγείων και της εικονογραφίας τους προσφέρει στοιχεία για την έρευνα της ιστορίας, της ιστορίας της τέχνης, της μυθολογίας, της θρησκείας, των πολιτικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ των αρχαίων πόλεων-κρατών, του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου στον ελλαδικό χώρο και, κατά περίπτωση, ευρύτερα στη Μεσόγειο, κατά την αρχαιότητα.
10 σημαντικά αγγεία
Δέκα σημαντικά αγγεία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επελέγησαν για αυτή την παρουσίαση, α) ως αντιπροσωπευτικά των σημαντικότερων περιόδων της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας, β) λόγω των παραστάσεων τους από τον κόσμο του μύθου ή από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, ή και γ) ως έργα επώνυμων αγγειογράφων ή των εργαστηρίων τους.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Από τους Καταλόγους Περιοδικών Εκθέσεων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 1989-2016, βλ. πρόσφατα:
Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου Μ. (επιμ.), Οδύσσειες, Κατάλογος Έκθεσης, Αθήνα 2016.
Ενδεικτική βιβλιογραφία για την αρχαία ελληνική αγγειογραφία
Beazley J.D., Attic Black-Figure Vase-Painters, Oxford 1956.
Beazley J.D., Attic Red-Figure Vase-Painters, Oxford 1963.
Coldstream J.N., 1968. Greek Geometric Pottery. A Survey of Ten Local Styles and their Chronology, London.
Cook R.M., 1960. Greek Painted Pottery, London.
Coulié, A., 2013. La céramique grecque aux époques géométrique et orientalisante (XIe-VIe siècle av. J.-C.), Paris.
Heinrich, F., 2006. Das Epinetron. Aspekte der weiblichen Lebenswelt im Spiegel eines Arbeitsgerats, Rahden.
Κακριδής Ι.Θ. (επιμ.), 1986. Ελληνική Μυθολογία, τόμοι Ι–V, Αθήνα.
Καββαδίας Γ., 2010. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ. Έπος και αττική εικονογραφία, στο Walter-Karydi E. (επιμ.), Μύθοι, κείμενα, εικόνες. Πρακτικά ΙΑ΄ Διεθνούς Συνεδρίου για την Οδύσσεια, Ιθάκη, 15-19 Σεπτεμβρίου 2009, Ιθάκη, 153-189.
Τιβέριος Μ., 1996. Ελληνική Τέχνη. Αρχαία αγγεία, Αθήνα.